ΓΔ: 1697.11 -0.34% Τζίρος: 469.60 εκ. € Τελ. ενημέρωση: 17:25:02 DATA
καπόπουλος-παναγιώτης
Φωτο: O επικεφαλής οικονομολόγος (Chief Economist) της Alpha Bank, κ. Παναγιώτης Καπόπουλος. Πηγή: Alpha Bank

Το ελληνικό παράδοξο: Tελευταίοι στα εισοδήματα, ψηλά στον πλούτο

Σε συνέντευξή του στο BD, ο Chief Economist της Alpha Bank, Παναγιώτης Καπόπουλος, μιλά για το παράδοξο της απόκλισης μεταξύ εισοδημάτων και πλούτου, τα δυνατά σημεία της εγχώριας οικονομίας και τη βραδυφλεγή βόμβα του ασφαλιστικού.

Το παράδοξο της μεγάλης απόκλισης μεταξύ εισοδημάτων και πλούτου σχολιάζει σε συνέντευξή του στο Business Daily ο Chief Economist της Alpha Bank, Παναγιώτης Καπόπουλος, με αφορμή πρόσφατη ανάλυση της τράπεζας.

Ο κ. Καπόπουλος αναφέρεται στη συμβολή της φοροδιαφυγής των προηγούμενων δεκαετιών στη δημιουργία πλούτου, στη σχετικά μικρή ανισότητα στην κατανομή του πλούτου στην Ελλάδα, στις μεταρρυθμίσεις και στους λόγους για τους οποίους δεν έχει προχωρήσει όσο θα έπρεπε η αναβάθμιση του παραγωγικού μοντέλου της χώρας.

Ο επικεφαλής οικονομολόγος της Alpha Bank σημειώνει τα ισχυρά σημεία της εγχώριας οικονομίας αλλά και τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει ξεχωρίζοντας αυτή του ασφαλιστικού αλλά και του δημογραφικού που θέτει ευρύτερες προκλήσεις για το μέλλον της χώρας.

Τέλος αναφέρεται στις πολλές προκλήσεις που αντιμετωπίζει η Ευρώπη και κατ' επέκταση η χώρας μας στο νέο περιβάλλον που διαμορφώνει η δεύτερη θητεία Τραμπ.

  • Παρουσιάσατε στην Alpha Bank, μια πολύ ενδιαφέρουσα μελέτη για τον πλούτο των ελληνικών νοικοκυριών. Ποια είναι τα βασικά συμπεράσματα της μελέτης; Τι έχει αλλάξει τα τελευταία χρόνια; Είμαστε πιο πλούσιοι από όσο νομίζουμε;

Οι υπολογισμοί μας, βασισμένοι σε στοιχεία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας οδήγησαν σε ορισμένα χρήσιμα συμπεράσματα. Το κυριότερο θα έλεγα είναι ότι η αξία του καθαρού πλούτου των νοικοκυριών στην Ελλάδα έχει ανακάμψει σημαντικά από το 2022 και μετά.

Με βάση τα τελευταία στοιχεία που έχουμε, ο συνολικός καθαρός πλούτος των νοικοκυριών στην Ελλάδα διαμορφώθηκε γύρω στα 956 δισ. ευρώ. Δηλαδή πλησιάζει το 1 τρισ., και ήταν αυξημένος κατά 31% από τις αρχές του 2022. 

Να διευκρινίσω εδώ γιατί τον ονομάζουμε καθαρό πλούτο. Στους υπολογισμούς μας, ο πλούτος διακρίνεται σε δύο κατηγορίες τον χρηματοοικονομικό πλούτο, δηλαδή ρευστά διαθέσιμα και κινητές αξίες, ομόλογα, μετοχές και κυρίως καταθέσεις και σε μη χρηματοοικονομικό πλούτο που προσεγγίζεται κατά κύριο λόγο με τις τιμές των ακινήτων.

Για να υπολογίσουμε εν τέλει τον καθαρό πλούτο, αφαιρούμε απλά το χρέος των νοικοκυριών. Αξίζει λοιπόν να δει κανείς πώς κινήθηκαν στο χρονικό διάστημα που εξετάσαμε, δηλαδή από τις αρχές του 2022 μέχρι τα μέσα του 2024, οι επιμέρους συνιστώσες του πλούτου. 

Ο χρηματοοικονομικός πλούτος κατέγραψε άνοδο κατά σχεδόν 14%. Ο μη χρηματοοικονομικός πλούτος, δηλαδή η αξία των ακινήτων, αυξήθηκε κατά περίπου 32%, ενώ παράλληλα το ιδιωτικό χρέος των νοικοκυριών μειώθηκε κατά 9%. Από πού προήλθε λοιπόν η αύξηση; Πρωτίστως από τη μεγάλη άνοδο της αξίας των ακινήτων μας. Βασικά λόγω των διψήφιων ρυθμών αύξησης τα τελευταία έτη. Δευτερευόντως αυξήθηκε και η οικοδομική δραστηριότητα. 

Αν θέλουμε να σκάψουμε λίγο πιο βαθιά στα στοιχεία του χρηματοοικονομικού πλούτου, θα βλέπαμε ότι ορισμένες κινητές αξίες επίσης είχαν σε κάποιο βαθμό, μικρότερο βέβαια, συμβολή στην άνοδο του πλούτου. 

Για παράδειγμα, η αξία των μετοχών αυξήθηκε, καθώς ο δείκτης του Χρηματιστηρίου Αθηνών έφτασε στο τέλος του 2024 τις 1470 μονάδες από 893 μονάδες περίπου στο τέλος του 2021. Η αξία των ομολόγων ανήλθε, καθώς οι αποδόσεις τους μειώνονταν χάρη στην πολιτική σταθερότητα και την ταχεία επίτευξη πρωτογενών πλεονασμάτων μετά την πανδημία και την πολυπόθητη για όλους μας, ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας. Επιπλέον, παρατηρήθηκε σημαντική άνοδος των καταθέσεων των νοικοκυριών στο εγχώριο τραπεζικό σύστημα. 

Αυτά νομίζω είναι σε γενικές γραμμές τα πιο σημαντικά στοιχεία εξέλιξης του πλούτου που αξίζει να έχουμε κατά νου. 

Το παράδοξο της μεγάλης απόκλισης μεταξύ εισοδημάτων και πλούτου

  • Βλέποντας τα στοιχεία για τον πλούτο των νοικοκυριών, θα έλεγα ότι παρατηρώ μια ας πούμε αντίφαση. Ενώ με βάση το κατά κεφαλήν ΑΕΠ η Ελλάδα βρίσκεται στην προτελευταία θέση της Ευρώπης, πάνω μόνο από τη Βουλγαρία, σε ό, τι αφορά τον πλούτο των νοικοκυριών, η χώρα μας κατατάσσεται 10η μεταξύ των 18 χωρών της Ευρωζώνης. Πώς θα σχολιάζατε αυτή την απόκλιση; Και είναι μια ένδειξη φοροδιαφυγής για την οποία επίσης στη χώρα γίνεται πολύ μεγάλη συζήτηση;

Σε μεγάλο βαθμό, ναι. Αυτή η απόκλιση, στη συγκριτική μας θέση με βάση το κατά κεφαλήν διαθέσιμο εισόδημα από τη μία και τον κατά κεφαλή πλούτο από την άλλη, συνδέεται μεταξύ άλλων και με τη φοροδιαφυγή και την απόκρυψη εισοδημάτων.

Όχι, όμως, μόνο στον παρόντα χρόνο. Αφορά τη συσσώρευση προσόδων από τη φοροδιαφυγή στη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών - τουλάχιστον. μετά τη μεταπολίτευση. Η φοροδιαφυγή αυτή έχει σταδιακά μεταφραστεί σε πλούτο βασικά μέσω της κατασκευής ακινήτων και όχι μόνο. 

Η φοροδιαφυγή έχει σταδιακά μεταφραστεί σε πλούτο βασικά μέσω της κατασκευής ακινήτων 

Ο χαμηλός σχετικά δείκτης γονιμότητας - λιγότερα από δύο παιδιά ανά ζευγάρι - τις τελευταίες δεκαετίες αποτέλεσε έναν ακόμη παράγοντα ενίσχυσης του κατά κεφαλήν πλούτου, καθώς το απόθεμα μοιράζεται σε λιγότερους απογόνους. 

Εκτός, όμως, από τη φοροδιαφυγή, είναι βέβαιο ότι έχει παίξει καθοριστικό ρόλο και η ανατίμηση πολλών οικιστικών assets τις τελευταίες δεκαετίες. Μια ανατίμηση, η οποία σε μεγάλο βαθμό συνδέεται με την τεράστια άνοδο των τουριστικών ροών και των τουριστικών εισπράξεων. 

Από την άλλη πλευρά βέβαια, η παράλληλη συγκέντρωση δραστηριοτήτων στα αστικά κέντρα διατήρησε, αν όχι επιδείνωσε, το πρόβλημα της στέγασης για πολλά νοικοκυριά.

  • Ένα ακόμα ενδιαφέρον σημείο από τη μελέτη είναι ότι φαίνεται ότι η ανισότητα στην κατανομή του πλούτου στην Ελλάδα είναι μικρότερη σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, κάτι που έρχεται σε αντίθεση με τη γενική πεποίθηση που επικρατεί.

Πράγματι, ο συντελεστής Gini που μετρά την ανισότητα του πλούτου φαίνεται να ήταν ο τέταρτος χαμηλότερος μεταξύ των κρατών μελών της ευρωζώνης, γεγονός που υποδηλώνει ότι στη χώρα μας υπάρχει συγκριτικά μικρότερη ανισότητα πλούτου. 

Το τελευταίο επιβεβαιώνεται και από τα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για το δεύτερο τρίμηνο του 2024. Σύμφωνα με αυτά, το φτωχότερο 50% του πληθυσμού με κριτήριο τον καθαρό πλούτο στην Ευρωζώνη, κατείχε μόλις το 5% του συνολικού καθαρού πλούτου, με το αντίστοιχο ποσοστό στην Ελλάδα να διαμορφώνεται στο 12%. 

Από την άλλη πλευρά, το πλουσιότερο 10% του πληθυσμού στην ευρωζώνη κατείχε το 57% του συνολικού καθαρού πλούτου, ενώ στην Ελλάδα μόνο το 45%. 

Στη χώρα μας υπάρχει συγκριτικά μικρότερη ανισότητα πλούτου

Το “μόνο” ας το βάλουμε σε εισαγωγικά γιατί απέχει πολύ από το ιδανικό, αλλά συγκριτικά  με τους άλλους φαινόμαστε καλύτεροι. 

Πώς εξηγείται τώρα αυτό; Σε μεγάλο βαθμό εδράζεται στην υψηλή αναλογία του μη χρηματοοικονομικού πλούτου επί της αξίας του συνολικού πλούτου. Στην Ελλάδα η αναλογία αυτή είναι περίπου 68% κατά μέσο όρο την τελευταία δεκαετία και σημαντικά υψηλότερη από άλλες ευρωπαϊκές χώρες, αλλά και από τον παγκόσμιο μέσο όρο που μετά βίας φθάνει το 50%. 

Φαίνεται λοιπόν ότι η ακίνητη περιουσία που κατανέμεται λίγο πιο ίσα εξηγεί σε κάποιο βαθμό το φαινόμενο. Μην ξεχνάμε άλλωστε ότι η απόκτηση σπιτιού για τη μέση ελληνική οικογένεια ήταν πάντοτε σημαντική προτεραιότητα.

Πριν την υιοθέτηση μάλιστα του ευρώ η αγορά ακινήτων θεωρούνταν παραδοσιακά ένα αμυντικό επενδυτικό εργαλείο για τη διατήρηση του πλούτου σε περιόδους υψηλού πληθωρισμού, όταν δηλαδή διαβρώνονταν η αξία των ρευστών περιουσιακών στοιχείων. Ταυτόχρονα, η αγορά κατοικίας σηματοδοτούσε ιστορικά και την κοινωνική άνοδο για τα ελληνικά νοικοκυριά. 

Στην παρούσα φάση, πάντως, οι τιμές των ακινήτων έχουν σχεδόν ανακάμψει στα προ της οικονομικής κρίσης επίπεδα και συνεχίζουν να αυξάνονται, ενώ στην υπόλοιπη Ευρώπη η άνοδος των τιμών φαίνεται να έχει επιβραδυνθεί. 

Να μην ξεχνάμε επιπλέον και τα κυβερνητικά προγράμματα που τρέχουν αυτή τη στιγμή. Το Σπίτι μου 2 και τα  Ανακαινίζω – Ενοικιάζω και Εξοικονομώ που στοχεύουν στην απόκτηση κατοικίας για τους νέους αλλά και στην αναβάθμιση του κτιριακού αποθέματος της χώρας. Όλα αυτά συνδυαστικά θα λειτουργήσουν προς όφελος της αξίας των περιουσιακών στοιχείων των νοικοκυριών. 

Πάντως, μπορεί εμείς να βρισκόμαστε συγκριτικά σε ελαφρώς καλύτερη θέση, αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι το βασικό στοιχείο ανισότητας δεν αφορά μόνο στη μεταβλητή-απόθεμα, τον πλούτο. Αλλά και στη μεταβλητή-ροή, το διαθέσιμο εισόδημα. Και εκεί μόνο πρόσφατα καταφέραμε να εκλογικεύσουμε κάπως το ύψος των κατώτατων αποδοχών μετά την καταστροφική δεκαετή περίοδο, αρχικά βαθιάς ύφεσης και μετά στασιμότητας.

Γιατί στην Ελλάδα συζητάμε για επιδόματα και όχι για δημιουργία πλούτου

  • Στην Ελλάδα δεν συζητάμε πολύ για το πώς θα δημιουργήσουμε νέο πλούτο. Η συζήτηση επικεντρώνεται κυρίως στους φόρους, στην αύξηση του βασικού μισθού, τα επιδόματα που δίνονται κατά καιρούς, τα pass για την ενίσχυση αδύναμων κοινωνικών ομάδων. Γιατί ο πλούτος είναι ένα θέμα που δεν το έχουμε πιο κεντρικά στη συζήτηση;

Πράγματι, η παραγωγή νέου πλούτου, όχι απλά η ανατίμηση του υφιστάμενου, προϋποθέτει την ανάπτυξη μιας ισχυρής και τολμηρής επιχειρηματικότητας, κάτι που θα πρέπει επιτέλους, κατά την εκτίμησή μου, να τεθεί ως εθνικός στόχος. 

Στα μέσα της δεκαετίας του 2000 είχαμε επιτύχει σημαντική σύγκλιση προς την Ευρωπαϊκή Ένωση σε όρους κατά κεφαλήν ΑΕΠ. Στην κρίση, όμως, απολέσαμε ένα μεγάλο μέρος αυτής της σύγκλισης και είμαστε στο «άντε πάλι από την αρχή» την όλη προσπάθεια. 

Η ανάγκη μείωσης των φορολογικών συντελεστών και επιστροφής των κατώτατων αποδοχών σε ορθολογικό επίπεδο, καλώς μπαίνει στην προμετωπίδα των προσπαθειών των σχεδιαστών πολιτικής της κυβέρνησης. Είναι μια βαριά κληρονομιά της περιόδου των μνημονίων, από την οποία πρέπει με κάποιο τρόπο να απαλλαγούμε. Δεν αρκεί όμως για την αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου της χώρας, το οποίο διατηρεί αρκετές παθογένειες. Και εξηγούμαι. Πρώτη και πιο σημαντική, η δομή του επιχειρηματικού περιβάλλοντος, με το 99,9% των επιχειρήσεων να χαρακτηρίζονται ως μικρομεσαίες. 

Άρα, ναι, το μικρό μέσο μέγεθος των επιχειρήσεων είναι μια τροχοπέδη στην παραγωγικότητα και στην παραγωγή νέου πλούτου. 

Και όχι μόνο αυτό. Η παρατηρούμενη χαμηλή ποιότητα της εταιρικής διακυβέρνησης στον επιχειρηματικό τομέα είναι επίσης ένα ζήτημα. Χρειάζονται κίνητρα για συγχωνεύσεις και συνεργασίες. 

Τρίτον, παρά τις αλλεπάλληλες μειώσεις των φορολογικών συντελεστών, το φορολογικό σύστημα παραμένει περίπλοκο και η φορολογική διοίκηση ανεπαρκής. Επιπλέον, το αναποτελεσματικό πλαίσιο απονομής δικαιοσύνης και προστασίας της ιδιωτικής περιουσίας μόλις πρόσφατα άρχισε  να αντιμετωπίζεται σοβαρά. Και ξέρετε, αποτελεί αποτρεπτικό παράγοντα προσέλκυσης επενδύσεων. 

Τέλος, η έλλειψη ισχυρής κουλτούρας για έρευνα και ανάπτυξη είναι επίσης ένα μεγάλο εμπόδιο. 

Αυτές είναι οι δομικές και θεσμικές αλλαγές που οφείλουμε να πραγματοποιήσουμε ώστε να θέσουμε τα θεμέλια για την παραγωγή φρέσκου πλούτου. 

Πέρα από την κριτική για τις αναγκαίες μεταρρυθμιστικές προσπάθειες, οφείλω να πω ότι οι επενδύσεις του Εθνικού Σχεδίου Ανθεκτικότητας και Ανάπτυξης, του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων και των λοιπών προγραμμάτων που είναι σε εξέλιξη, ΕΣΠΑ, Κοινή Αγροτική Πολιτική εκτός από τη δημιουργία Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος, περιμένουμε ότι θα δημιουργήσουν νέες θέσεις εργασίας και θα ενισχύσουν εν τέλει και το διαθέσιμο εισόδημα.

καπόπουλος-παναγιώτης

 

Παραγωγικό μοντέλο: Έγιναν βήματα, απαιτούνται πολλά περισσότερα

  • Πάντως, όλα αυτά που αναφέρατε μας φέρνουν στην περίφημη συζήτηση για το παραγωγικό μοντέλο, για το παραγωγικό μοντέλο το οποίο τόσα χρόνια συζητάμε να αλλάξουμε και δεν φαίνεται να τα έχουμε καταφέρει με μεγάλη επιτυχία.

Ναι, σίγουρα. Όπως είπα η αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου της χώρας προϋποθέτει σειρά μεταρρυθμίσεων. Δεν πρέπει να αγνοήσουμε τις τεράστιες προσπάθειες που καταβλήθηκαν στην περίοδο εφαρμογής των προγραμμάτων διάσωσης, αλλά απαιτούνται και άλλες διαρθρωτικές αλλαγές, ορισμένες εκ των οποίων μόλις  ανέφερα ως  παράγοντες για τη δημιουργία πλούτου. 

Έχουν γίνει βέβαια κάποια δειλά βήματα βελτίωσης και αναπροσανατολισμού του παραγωγικού μοντέλου. Και έχουμε δεδομένα γι’ αυτά. 

Απαιτούνται και άλλες διαρθρωτικές αλλαγές

Πρώτον, η συμβολή των επενδύσεων τόσο στο αναπτυξιακό μείγμα όσο και στο ίδιο το ΑΕΠ διαρκώς αυξάνεται, γεγονός που οφείλεται αφενός στην ώθηση από τους ευρωπαϊκούς πόρους αλλά και στη βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος. 

Από την άλλη πλευρά, όμως, και η ιδιωτική κατανάλωση παραμένει ισχυρή, υποστηριζόμενη από την άνοδο της απασχόλησης, του διαθέσιμου εισοδήματος και του τουρισμού, που καταγράφει επιδόσεις ρεκόρ τα τελευταία 3 χρόνια. 

Το δεύτερο στοιχείο είναι η αύξηση της εξωστρέφειας της ελληνικής οικονομίας στις διεθνείς αγορές. Πως το μετράμε αυτό; Με την ποσοστιαία συμμετοχή των διεθνώς εμπορεύσιμων κλάδων στην Ακαθάριστη Προστιθέμενη Αξία της οικονομίας η οποία  αυξάνεται, ενώ των μη διεθνώς εμπορεύσιμων κλάδων μειώνεται σταδιακά την τελευταία 10ετία. 

Τρίτον, οι άμεσες ξένες επενδύσεις την τελευταία τριετία είναι πολύ υψηλότερες από τον ιστορικό τους μέσο όρο στην Ελλάδα. 

Και εδώ όμως, για να μιλήσουμε για αλλαγή υποδείγματος, υπάρχουν προϋποθέσεις. Οι άμεσες ξένες επενδύσεις, για παράδειγμα σε ακίνητα, είναι μεν ευπρόσδεκτες, αλλά δεν αυξάνουν ιδιαίτερα το επίπεδο τεχνολογίας. 

Άλλο παράδειγμα οι άμεσες ξένες επενδύσεις που αφορούν σε εξαγορές υφιστάμενων επιχειρήσεων, συχνά για εκμετάλλευση της δεσπόζουσας θέσης στην εγχώρια αγορά, δεν μπορεί να είναι εξίσου επωφελείς με τη δημιουργία νέων υποδομών για τον σκοπό της επέκτασης των παραγωγικών δυνατοτήτων της οικονομίας. Αντιθέτως μάλιστα, μπορεί να ζημιώσουν το ισοζύγιο εξωτερικών πληρωμών της χώρας στην περίπτωση που ο επαναπατρισμός των κερδών τους στη μητρική εταιρεία υπερβαίνει τις εξαγωγές τους. 

Συνεπώς, οι ευνοϊκές εξελίξεις που ανέφερα, επαναπροσανατολίζουν τη χώρα στο πεδίο του διεθνούς ανταγωνισμού, αλλά δεν συνιστούν ακόμα κάποια ορατή αλλαγή παραγωγικού μοντέλου.

  • Αυτό οφείλετε και στο γεγονός ότι οι μεταρρυθμίσεις που έχουν γίνει τα τελευταία χρόνια ήταν αποτέλεσμα επιβολής, παρά ότι ήταν ένα εθνικό σχέδιο που εφαρμόσαμε εμείς με στόχο να κάνουμε πιο ανταγωνιστική την οικονομία.

Ένα κύριο χαρακτηριστικό της περιόδου που ακολουθούσαμε τα προγράμματα διάσωσης ήταν ακριβώς αυτό. Η προσπάθεια, η επιθυμία του πολιτικού συστήματος να πραγματοποιήσει τις μεταρρυθμίσεις χωρίς να δείχνει ότι αναλαμβάνει την ιδιοκτησία τους. 

Αυτό ήταν ένα σημαντικό πρόβλημα και το έχουμε βρει μπροστά μας. Σε κάθε περίπτωση, όμως, νομίζω ότι τα τελευταία 4-5 χρόνια ακολουθούμε μια πολιτική που πραγματικά απελευθερώνει  τις αγορές σε πολύ μεγάλο βαθμό και προσπαθεί να απλοποιήσει το φορολογικό σύστημα. 

Είναι μεγάλα βήματα, δεν έχουν όμως ακόμη αποδώσει τα δέοντα προς την κατεύθυνση της αλλαγής του παραγωγικού μοντέλου.

Τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της ελληνικής οικονομίας

  • Οπότε, το παραγωγικό μοντέλο δεν έχει αλλάξει στο βαθμό που ίσως θα έπρεπε, ώστε η Ελλάδα ανταγωνιστικά να σταθεί σε καλύτερο σημείο στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Παρόλα αυτά, οι υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης της εγχώριας οικονομίας οφείλεται περισσότερο σε συγκυριακούς παράγοντες, όπως το Ταμείο Ανάκαμψης και λιγότερο στις μεταρρυθμίσεις που προηγήθηκαν;

Ναι, σε κάποιο βαθμό. Πραγματικά η Ελλάδα φαίνεται να είναι σε διαφορετική φάση του οικονομικού κύκλου σε σχέση με την Ευρώπη. Αλλά σε ένα μεγάλο βαθμό δεν είναι αποτέλεσμα μόνο της συγκυρίας, αλλά και της ανθεκτικότητας της Ελλάδας σε σχέση με άλλες χώρες στην ίδια την ενεργειακή κρίση. 

Οι γεωοικονομικές επιπτώσεις της ενεργειακής κρίσης μετά τον πόλεμο στην Ουκρανία είναι πολύ μικρότερες σε μας σε σχέση με τη ζημιά που έχουν υποστεί οι βορειοευρωπαϊκές χώρες με πιο ενεργοβόρα βιομηχανία. 

Η Γερμανία βρίσκεται σε κρίση του βιομηχανικού της μοντέλου, το οποίο είχε στηριχθεί στη φθηνή ενέργεια από τη Ρωσία τις τελευταίες δεκαετίες, μετά την ενοποίηση της χώρας στις αρχές της δεκαετίας του ‘90. 

Η Γαλλία είναι εκτεθειμένη σε μια δημοσιονομική κρίση. Έχει ένα μεγάλο δημοσιονομικό έλλειμμα, γεγονός που αντανακλάται πλέον και στα spreads των ομολόγων της. 

Παράλληλα, η Ελλάδα είναι από τις ευνοημένες χώρες γεωοικονομικά, αφού οι δρόμοι της ενέργειας είναι σε μεγαλύτερο βαθμό θαλάσσιοι σε σχέση με το παρελθόν.. Και η Ελλάδα αποτελεί κόμβο αποθήκευσης και μεταφοράς υγροποιημένου φυσικού αερίου. 

Παράλληλα είναι μεταξύ των ευνοημένων του προγράμματος Next Generation της Ευρώπης. Παρά τη σημαντική ώθηση που αναμένεται να λάβει η ελληνική οικονομία από την απορρόφηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης, μέχρι στιγμής μικρό μόνο μέρος έχει καταγραφεί ως επένδυση στους εθνικούς λογαριασμούς. 

Αυτό οφείλεται σε κάποιο βαθμό στο γεγονός ότι υπάρχει μια σχετική χρονική υστέρηση, υπό την έννοια ότι από την εκταμίευση των πόρων μέχρι τη χρηματοδότηση και υλοποίηση των έργων - που ως επί το πλείστον είναι μεγάλα επενδυτικά projects τα οποία θα υλοποιηθούν σε ορίζοντα ετών - απαιτείται χρόνος. Άρα λοιπόν, τα οφέλη του Ταμείου Ανάκαμψης θα τα δούμε τα επόμενα χρόνια καθώς και μετά τη λήξη του προγράμματος το 2026.

Το αθέατο πρόβλημα του ασφαλιστικού 

  • Ένας από τους βασικούς λόγους που οδήγησαν τη χώρα σε οικονομικό αδιέξοδο το 2010 ήταν το ασφαλιστικό. Θεωρείτε ότι το πρόβλημα αυτό έχει επιλυθεί; Και πόσο επηρεάζει; Πόσο θα μας επηρεάσει στο μέλλον η παράμετρος του δημογραφικού;

Οι κυβερνητικές παρεμβάσεις των τελευταίων ετών έχουν πράγματι δώσει αρκετές ανάσες στο ασφαλιστικό μας σύστημα. Σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα ολίγων ετών δεν θα τεθεί σε κίνδυνο. Σε ποιο μακροχρόνιο ορίζοντα παραμένει συνδυαστικά με το δημογραφικό, μια βραδυφλεγής βόμβα στα θεμέλια της ελληνικής οικονομίας; 

Δείτε λίγο. Πρώτον, διανύουμε δύο δεκαετίες τώρα που έχουμε δείκτη γονιμότητας σημαντικά κάτω από τα 2 παιδιά ανά ζευγάρι. 

Δεύτερον, διανύσαμε μία μεγάλη δεκαετία με μεγάλη εκροή ανθρώπινου δυναμικού, το λεγόμενο brain drain και μάλιστα δυναμικού υψηλών δεξιοτήτων, άρα και αμοιβών, άρα και εισφορών στο ασφαλιστικό σύστημα. 

Ασφαλιστικό: συνδυαστικά με το δημογραφικό αποτελεί  βραδυφλεγή βόμβα στα θεμέλια της οικονομίας

Τρίτον, η ελληνική γενιά των baby boomers έχει ξεκινήσει σταδιακά να εισέρχεται - και θα συνεχίσει να εισέρχεται τα επόμενα έτη - σε ηλικία συνταξιοδότησης με υψηλότερο ρυθμό. Αυτό σημαίνει πρακτικά ότι ο λόγος του αριθμού των συνταξιούχων προς τον αριθμό των ασφαλισμένων διαρκώς ανέρχεται. 

Σκεφτείτε τώρα πως την ίδια ώρα η κυβέρνηση, ορθότατα λέω και τονίζω, στην προσπάθειά της να ενισχύσει την παραγωγικότητα των ελληνικών επιχειρήσεων, προσπαθεί να μειώσει το μη μισθολογικό κόστος, ελαττώνοντας τις ασφαλιστικές εισφορές. 

Αντιλαμβάνεστε λοιπόν πως οι μελλοντικές υποχρεώσεις του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης θα έχουν μια δομική τάση ανόδου τις επόμενες δεκαετίες. Οι παραμετρικές λύσεις με την αύξηση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης, την απελευθέρωση της εισόδου στην αγορά εργασίας των συνταξιούχων κ.λπ. δίνουν μόνο προσωρινές ανάσες.

Σπρώχνουν το τενεκεδάκι δέκα μέτρα παρακάτω στο δρόμο για να ελληνοποιήσω την βρετανική παροιμία. Πρέπει να είμαστε διαρκώς πάνω από το πρόβλημα και να επιλέξουμε πιο μακροχρόνιες λύσεις. 

Άλλωστε το δημογραφικό πρόβλημα δεν αφορά μόνο το ασφαλιστικό. Είναι πρωτίστως ζήτημα εθνικό, αλλά και αναπτυξιακό. Δεν μπορείς ως χώρα να υλοποιήσεις μεγάλα αναπτυξιακά επενδυτικά σχέδια, έχοντας σε στενότητα το βασικό σου παραγωγικό συντελεστή, την εργασία. 

Σήμερα υπάρχουν αρκετοί κλάδοι της οικονομίας που δεν μπορούν να στελεχωθούν όχι μόνο σε θέσεις υψηλής εξειδίκευσης που θα ακουγόταν λογικό, αλλά και σε όλες τις γραμμές παραγωγής και υπηρεσιών. Θεωρώ λοιπόν πως μια συντεταγμένη εθνική πολιτική γύρω από το μεταναστευτικό είναι αναγκαία. 

Η Ελλάδα χρειάζεται να ενισχυθεί από απολύτως νόμιμους εργαζόμενους, οι οποίοι θα στηρίξουν ενεργά με τις ασφαλιστικές τους εισφορές το σύστημα και την ελληνική οικονομία εν γένει. 

Επιπλέον, πρέπει να κατανοήσουμε ότι ο πρώτος πυλώνας του ασφαλιστικού μας συστήματος δεν μπορεί μόνος του να σηκώνει το βάρος των συνταξιοδοτικών αναγκών στο μέλλον. 

Πρέπει να δοθούν περαιτέρω κίνητρα για τα επαγγελματικά ταμεία και να αναπτυχθεί η αγορά των συνταξιοδοτικών αποταμιευτικών προϊόντων, του λεγόμενου Πυλώνα 3.

Οφείλουμε να ενισχύσουμε το financial literacy σε αυτό το πεδίο ώστε να έχουμε σε επίπεδο νοικοκυριού ένα σχεδιασμό αποταμίευσης κατά τα παραγωγικά έτη που θα διασφαλίζει ικανές συμπληρωματικές προσόδους στη σύνταξή μας. 

Οι εστίες ανησυχίας για την οικονομία

  • Εκτός από το ασφαλιστικό, υπάρχουν άλλες εστίες ανησυχίας για την οικονομία. Ζητήματα τα οποία θα μπορούσαν να μας οδηγήσουν σε νέες περιπέτειες, αν δεν τα προσέξουμε.

Με βάση όσα σας είπα μέχρι τώρα, καταλαβαίνετε ότι οι βασικές ανησυχίες μου αφορούν τον μακρύ χρονικό ορίζοντα. Πώς θα επιστρέψει το ανθρώπινο δυναμικό που έφυγε στην κρίση, πώς θα καλύψουμε το επενδυτικό κενό που δημιουργήθηκε την περασμένη δεκαετία και φυσικά το πρόβλημα του ασφαλιστικού. 

Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν σύννεφα στον βραχύ χρονικό ορίζοντα. 

Υπάρχουν κίνδυνοι από τη χρονική επιμήκυνση και την οικουμενική πανσπερμία των γεωπολιτικών αναταραχών. 

Το ουκρανικό ζήτημα που αποκλείει ενεργειακούς δρόμους για την Ευρώπη. Στη Μέση Ανατολή και την Ερυθρά Θάλασσα, μια εκ νέου κλιμάκωση θα μπορούσε να πυροδοτήσει νέα ενεργειακή κρίση και κατά συνέπεια πληθωριστικές πιέσεις. 

Μια τέτοια εξέλιξη ενδεχομένως θα οδηγούσε σε μικρότερη ταχύτητα περαιτέρω μείωσης των βασικών επιτοκίων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, επιβαρύνοντας τόσο την ελληνική όσο και την ευρωπαϊκή οικονομία και σε διατάραξη των εφοδιαστικών αλυσίδων με παράλληλη άνοδο του μεταφορικού κόστους. 

Τέλος, με την εκλογή του νέου Αμερικανού προέδρου προστέθηκε μία ακόμη απρόβλεπτη παράμετρος που αφορά τις διαστάσεις ενός πιθανότατα παγκόσμιου εμπορικού πολέμου, από τον οποίο αν έβγαινε χαμένη η Ευρώπη, θα έβγαινε σίγουρα χαμένη και η Ελλάδα.

  • Όλα όσα αναφέρετε αναφέρατε είναι εξωγενή. Κατά βάση δεν αφορούν ελληνικά προβλήματα. Άρα να πούμε ότι η Ελλάδα πια δεν είμαστε το πρόβλημα.

Ναι, νομίζω ότι έχουν περάσει πολλά χρόνια όπου γενιές έχουν μεγαλώσει με την ιδέα ότι οι παθογένειες βρίσκονται στη χώρα. Δεν λέω ότι εξαφανίστηκαν. Παραμένουν πάρα πολλές. 

Μπορεί να μην έχουμε δίδυμα ελλείμματα, έχουμε μεγάλο εμπορικό έλλειμμα, αλλά σε πολύ μεγάλο βαθμό στην παρούσα φάση φαίνεται ότι οι πιο μεγάλες κρίσεις και οι πιο μεγάλοι κίνδυνοι είναι μάλλον εξωγενείς.

  • Αναφέρατε τη δεύτερη θητεία Τραμπ και ως έναν επιπλέον βαθμό αβεβαιότητας για την παγκόσμια οικονομία, την Ευρώπη και κατ επέκταση την Ελλάδα. Έχουμε δει ότι έχει ξεκινήσει πολύ δυναμικά. Επιβολή δασμών, εμπορικοί περιορισμοί. Ποιες εκτιμάτε ότι μπορεί να είναι οι επιπτώσεις στην παγκόσμια οικονομία και πώς αυτό στο τέλος της ημέρας μπορεί να επηρεάσει την ελληνική οικονομία;

Οι μέχρι τώρα ανακοινώσεις της κυβέρνησης των ΗΠΑ για την επιβολή δασμών στις εισαγωγές προϊόντων από τον Καναδά και το Μεξικό, την αύξηση των αντίστοιχων σε κινεζικά προϊόντα, καθώς και οι απειλές για την επέκταση της πολιτικής αυτής δασμών στην Ευρώπη είναι ακόμα αρκετά θολές.

Συνεπώς, η ποσοτικοποίηση των επιπτώσεων δεν είναι ευχερής. Αυξάνουν, όμως, σε τεράστιο βαθμό την αβεβαιότητα για τον επιχειρηματικό τομέα, την οικονομική δραστηριότητα και την απασχόληση. 

Είναι βέβαιο ότι κινητήρια δύναμη πίσω από το βασικό εμπορικό δόγμα της νέας αμερικανικής κυβέρνησης είναι η απολύτως αρνητική στάση για το ύψος του παραδοσιακού εμπορικού πλεονάσματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. 

Η αυτοκινητοβιομηχανία, τα είδη πολυτελείας, η μεταποίηση και η γεωργία αποτελούν τους περισσότερο εκτεθειμένους κλάδους. Η Ευρώπη είναι λιγότερο ευάλωτη σε σχέση με τον Καναδά και το Μεξικό, λόγω της μικρότερης εμπορικής εξάρτησης από τις ΗΠΑ, αλλά ορισμένες χώρες είναι πιο ευάλωτες από άλλες, όπως η Ιρλανδία και η Γερμανία. 

Το ερώτημα για μένα είναι πώς μπορούν - και αν μπορούν - να αντιδράσουν οι Ευρωπαίοι. 

Σε πρώτη φάση, η πολιτική αυτή είναι πιθανό να οδηγήσει σε αντίμετρα από τους εμπορικούς εταίρους των ΗΠΑ, συμπεριλαμβανομένων των ανταποδοτικών δασμών. 

Πόσο εύκολο είναι αυτό για την Ευρώπη; Υπάρχουν δύο προβλήματα επ’ αυτού. Η λήψη αντιμέτρων πρέπει να γίνει με συνετό και συντεταγμένο τρόπο. Ωστόσο, ο κατακερματισμός των πολιτικών των επιμέρους χωρών δυσχεραίνει την υιοθέτηση μιας κοινής στρατηγικής. 

Δεύτερον, βρισκόμαστε σε μια δύσκολη φάση της ευρωπαϊκής οικονομίας. Ήδη από την περασμένη δεκαετία η ανταγωνιστικότητα και η παραγωγικότητά της εξασθενούν. Οι παραδοσιακές ηγέτιδες επιχειρήσεις του μεταποιητικού κλάδου των ισχυρών ευρωπαϊκών οικονομιών έχουν σημαντικές απώλειες μεριδίων αγοράς στο στίβο του διεθνούς ανταγωνισμού. Η γεωπολιτική αναταραχή μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία έχει επιβαρύνει σημαντικά το ενεργειακό κόστος στην Ευρώπη. Άρα, πέρα από τα όποια αντίμετρα, θα μπορούσε να επιλεγεί μια πολιτική κατευνασμού ως η ενδεδειγμένη στρατηγική της Ευρωπαϊκής Ένωσης έναντι της νέας δασμολογικής πολιτικής των ΗΠΑ; 

Μια, ας πούμε, stick and carrot policy; 

Το καρότο θα ήταν η Ευρώπη να αυξήσει την αγορά αμερικανικών προϊόντων, κυρίως με την ενίσχυση των εισαγωγών υγροποιημένου φυσικού αερίου. Δεν θα ήταν μια δυσάρεστη εξέλιξη για την Ελλάδα. Αλλά και στην πολιτική άμυνας, η Ευρωπαϊκή Ένωση θα μπορούσε να προτείνει την αύξηση των αμυντικών δαπανών στο 3% του ΑΕΠ. Ούτε αυτό θα ήταν μια δυσάρεστη εξέλιξη για την Ελλάδα. 

Με δεδομένη την παραγωγική ικανότητα όμως της ευρωπαϊκής βιομηχανίας, αυτό συνεπάγεται εισαγωγές περισσότερων προϊόντων για την αμυντική της θωράκιση από αμερικανικές εταιρείες. 

Πάμε τώρα στην Ελλάδα. Εδώ έχουμε δύο επιδράσεις. 

Η άμεση επίδραση από τη δασμολογική πολιτική της νέας αμερικανικής διοίκησης δεν αναμένεται να είναι ισχυρή για την Ελλάδα. Οι εμπορικές συναλλαγές με τις Ηνωμένες Πολιτείες δεν υπερβαίνουν το 1% του ΑΕΠ και το 5% των συνολικών μας εξαγωγών και δεν αφορούν σε μεγάλο βαθμό κλάδους που αναμένουμε ότι θα πληγούν από την επιβολή δασμών. 

Η έμμεση επίδραση όμως είναι πολύ σημαντική. Σχετίζεται με το γεγονός ότι οι ευάλωτες στους δασμούς χώρες της Βόρειας Ευρώπης αποτελούν βασικούς μας εταίρους στο εμπόριο αγαθών και κύριες χώρες προέλευσης της εισερχόμενης τουριστικής κίνησης στην Ελλάδα. Η υποχώρηση λοιπόν του ρυθμού οικονομικής μεγέθυνσης εξαιτίας της αποδυνάμωσης της εξαγωγικής τους διείσδυσης στις Ηνωμένες Πολιτείες θα μας επηρεάσει σημαντικά.

  • Ποια είναι τα ισχυρά και ποια τα αδύναμα σημεία της ελληνικής οικονομίας;

Καταρχήν να διευκρινίσω κάτι. Το ποιο είναι ισχυρό και ποιο είναι  αδύναμο σημείο εξαρτάται συνήθως από το είδος του απροσδόκητου σοκ που θα χτυπήσει την οικονομία. 

Γι’ αυτό είναι δύσκολο να ζει κανείς στην permacrisis, όπως πολλοί αποκαλούν το περιβάλλον στο οποίο ζούμε την τελευταία 15ετία. 

Για παράδειγμα, στη διάρκεια της παρατεταμένης ύφεσης, μετά την κρίση δανεισμού της Ελληνικής Δημοκρατίας και τα μνημόνια που ακολούθησαν, επήλθε ένα σοκ αδύναμης εσωτερικής ζήτησης λόγω απώλειας εισοδημάτων. 

Τότε ο ελληνικός τουρισμός αποτέλεσε τη σωσίβια λέμβο της ελληνικής οικονομίας, όπως την είχαμε ονομάσει σε μια μελέτη μας, αφού μόνες τους οι ταξιδιωτικές εισπράξεις χρηματοδοτούσαν περί τα 3/4 του εμπορικού ελλείμματος της χώρας σε αγαθά. 

Μερικά χρόνια αργότερα, στην πανδημική κρίση που ήταν στην πραγματικότητα ένα συντριπτικό σοκ κατάρρευσης της εξωτερικής ζήτησης υπηρεσιών, η υψηλή μας εξάρτηση από τον τουρισμό οδήγησε σε μια άνευ προηγουμένου πτώση του ΑΕΠ, ευτυχώς μικρής διάρκειας. 

Δυνατό μας σημείο είναι το νοικοκύρεμα των δημοσίων οικονομικών

Στην παρούσα φάση λοιπόν, δυνατό μας σημείο είναι το νοικοκύρεμα των δημοσίων οικονομικών που έχουμε πετύχει και η αποκλιμάκωση του λόγου χρέους προς ΑΕΠ μέσω της επίτευξης πρωτογενών πλεονασμάτων, αλλά και  του συνδυασμού οικονομικής μεγέθυνσης και πληθωρισμού που αύξησε τον παρονομαστή του κλάσματος. Επίσης δυνατό μας σημείο είναι ότι μεγάλο τμήμα του ελληνικού δημόσιου χρέους είναι εκφρασμένο πλέον σε σταθερά και χαμηλά επιτόκια που συμφωνήθηκαν την εποχή των μνημονίων.

Στην ανοδική φάση λοιπόν του επιτοκιακού κύκλου που βρεθήκαμε πρόσφατα - το πιο πρόσφατο σοκ που ζήσαμε - δεν κινδυνεύσαμε από εκτόξευση των τόκων και των δαπανών εξυπηρέτησης του χρέους εν γένει. 

Δυνατό μας σημείο είναι σίγουρα και η εξασφάλιση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, που παρά τις καθυστερήσεις υλοποίησης κάποιων επενδυτικών σχεδίων, συνιστά σημαντική ένεση στο ρυθμό οικονομικής μεγέθυνσης των επόμενων ετών. 

Τώρα, ως αδύνατο σημείο θα ανέφερα την επιδείνωση του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, η οποία βέβαια πιστεύω ότι με βάση την οικονομική ιστορία της Ελλάδας είναι λίγο έως πολύ  αναμενόμενη για τρεις λόγους. 

Ο πρώτος είναι ότι υπάρχει σαφής στατιστική συσχέτιση μεταξύ της αύξησης του ΑΕΠ και των εισαγωγών καταναλωτικών αγαθών. Είμαστε μια καταναλωτική κοινωνία που αυτές οι εισαγωγές τροφοδοτούν το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. 

Οι εισαγωγές μας τρέχουν ταχύτερα από τις εξαγωγές, καθώς αναπτυσσόμαστε ταχύτερα από τους κύριους εμπορικούς μας εταίρους, τους Ευρωπαίους. 

Δεύτερον, είμαστε καθαροί εισαγωγείς ενέργειας, οπότε έχουμε τιμωρηθεί από τις υψηλότερες τιμές ενέργειας τα τελευταία έτη. 

Τρίτον, ο υψηλός ρυθμός επενδύσεων της Ελλάδας στο πλαίσιο του έργου του Ελληνικού και των έργων του Ταμείου Ανάκαμψης συνεπάγεται την εισαγωγή κεφαλαιουχικών αγαθών. Αυτό είναι ένα στοιχείο φιλικό για την ανάπτυξη. Άρα, ναι μεν είναι μεγάλη αδυναμία, αλλά μπορεί σίγουρα να έχει και θετικά πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα.

Google news logo Ακολουθήστε το Business Daily στο Google news