Η Ευρωπαϊκή Ένωση σχεδιάζει να αξιοποιήσει τους τόκους από τα «παγωμένα» ρωσικά περιουσιακά στοιχεία προκειμένου να θεσπίσει ένα νέο χρηματοδοτικό μηχανισμό για την Ουκρανία, προσφέροντας ένα δάνειο επανορθώσεων χωρίς να καταφύγει στον πυρήνα των κεφαλαίων αυτών.
Αυτό ανακοίνωσε η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, κατά την ετήσια ομιλία της για την Κατάσταση της Ένωσης στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στο Στρασβούργο.
Όπως τόνισε χαρακτηριστικά, «χρειάζεται να εργασθούμε επειγόντως για μια νέα λύση ώστε να ενισχύσουμε την πολεμική προσπάθεια της Ουκρανίας αξιοποιώντας έσοδα που παράγουν τα παγωμένα ρωσικά περιουσιακά στοιχεία».
Σχολιάζοντας τη σημασία αυτής της πρωτοβουλίας, ξεκαθάρισε πως το νέο δάνειο θα βασίζεται αποκλειστικά στους τόκους που προέρχονται από τα περιουσιακά στοιχεία, τα οποία παραμένουν ανέγγιχτα: «Δεν θα αγγίξουμε τα ίδια τα περιουσιακά στοιχεία».
Υπογράμμισε, επίσης, πως «ο πόλεμος αυτός είναι πόλεμος της Ρωσίας. Συνεπώς, η Ρωσία είναι αυτή που πρέπει να πληρώσει», τεκμηριώνοντας τον χαρακτήρα του νέου αυτού οικονομικού εργαλείου.
Αν και το τελικό ύψος του «δανείου επανορθώσεων» δεν προσδιορίστηκε, η φον ντερ Λάιεν ξεκαθάρισε ότι οι σχετικοί χρηματοοικονομικοί κίνδυνοι θα πρέπει να αναληφθούν συλλογικά από όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ. Επισήμανε, παράλληλα, πως η Ουκρανία «δεν θα αποπληρώσει το δάνειο πριν η Ρωσία εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της σε πολεμικές αποζημιώσεις».
Τα ρωσικά κρατικά περιουσιακά στοιχεία που δεσμεύθηκαν διεθνώς μετά την εισβολή στην Ουκρανία τον Φεβρουάριο του 2022 ανέρχονται σε περίπου 210 δισεκατομμύρια ευρώ, με το μεγαλύτερο μέρος τους να τηρείται στο Βέλγιο. Τα πρώτα βήματα της ΕΕ περιλαμβάνουν τη διάθεση των ετήσιων εσόδων από τόκους, που ανέρχονται σε δισεκατομμύρια ευρώ, για την απευθείας στήριξη της Ουκρανίας και των αμυντικών της αναγκών.
Σε ένα παράλληλο μέτωπο, η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν αναφέρθηκε και στη νέα εμπορική συμφωνία ΕΕ-ΗΠΑ, τονίζοντας πως προσφέρει στις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις στρατηγικό πλεονέκτημα απέναντι σε ξένους ανταγωνιστές.
Όπως σημείωσε, «εξασφαλίσαμε ότι η Ευρώπη πέτυχε την καλύτερη δυνατή συμφωνία», επισημαίνοντας το ανταγωνιστικό προβάδισμα που κερδίζουν οι ευρωπαϊκές εταιρείες έναντι όσων αντιμετωπίζουν πολύ υψηλότερους δασμούς.
Ωστόσο, μέλη του Ευρωκοινοβουλίου εκφράζουν ενστάσεις, καθώς η συμφωνία προβλέπει μείωση ευρωπαϊκών δασμών ενώ οι ΗΠΑ διατηρούν φόρο 15% στα ευρωπαϊκά προϊόντα. Εκκρεμεί η κοινοβουλευτική έγκριση για την άρση των δασμών σε αμερικανικά βιομηχανικά αγαθά.
Η φον ντερ Λάιεν σημείωσε πως αν και ορισμένοι άλλοι εταίροι έχουν χαμηλότερους δασμούς βάσης, στην περίπτωση της ΕΕ δεν θα προστεθούν υπάρχοντα τιμολόγια, εξασφαλίζοντας σταθερότητα και συγκριτικό όφελος.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Κομισιόν, οι εξαγωγές ευρωπαϊκών αγαθών στις ΗΠΑ ανέρχονται ετησίως στα 500 δισεκατομμύρια ευρώ, με εκατομμύρια θέσεις εργασίας να εξαρτώνται από αυτές.
Η επικεφαλής της Επιτροπής προειδοποίησε για τις γεωπολιτικές συνέπειες μιας διαταραχής στο ευρωαμερικανικό εμπόριο: «Η συμφωνία παρέχει κρίσιμης σημασίας σταθερότητα στις σχέσεις μας με τις ΗΠΑ σε μια εποχή σοβαρής παγκόσμιας ανασφάλειας. Σκεφθείτε τον αντίκτυπο ενός πλήρους εμπορικού πολέμου με τις ΗΠΑ. Φανταστείτε το χάος».
Σχετικά με τον κλάδο του χάλυβα, η πρόεδρος της Επιτροπής προανήγγειλε την εισαγωγή νέου μακροπρόθεσμου εμπορικού εργαλείου για την προστασία των ευρωπαϊκών χαλυβουργείων, λόγω της παγκόσμιας υπερπαραγωγής που περιορίζει τα περιθώρια κέρδους και αποθαρρύνει τις επενδύσεις στην απανθρακοποίηση. Όπως υπογράμμισε, «η Επιτροπή θα προτείνει ένα νέο, μακροπρόθεσμο εμπορικό εργαλείο το οποίο θα διαδεχθεί τις προστασίες της χαλυβουργίας που εκπνέουν».
Σύμφωνα με τους ισχύοντες κανόνες του διεθνούς εμπορίου, η ΕΕ δεν μπορεί να παρατείνει τα υφιστάμενα μέτρα υπέρ του κλάδου μετά το πρώτο εξάμηνο του 2026. Ωστόσο, η Κομισιόν έχει δεσμευτεί πως έως το τέλος του τρίτου τριμήνου του έτους θα καταθέσει νέες προτάσεις για τη θωράκιση της ευρωπαϊκής χαλυβουργίας