Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ανακοίνωσε την επίσπευση της απαγόρευσης εισαγωγής ρωσικού υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG) για τα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ορίζοντας ως νέα χρονική προθεσμία το τέλος του 2026, ένα έτος νωρίτερα σε σχέση με τον προηγούμενο στόχο.
Η κίνηση αυτή περιλαμβάνεται στο 19ο πακέτο κυρώσεων κατά της Ρωσίας, το οποίο παρουσιάστηκε σήμερα ως μέρος της στρατηγικής για την οικονομική απομόνωση της Μόσχας.
«Στόχος μας είναι να επιταχύνουμε τη σταδιακή κατάργηση του ρωσικού υγροποιημένου φυσικού αερίου έως την 1η Ιανουαρίου 2027», δήλωσε η Ύπατη Εκπρόσωπος της ΕΕ, Κάγια Κάλας, μέσω ανάρτησής της, υπογραμμίζοντας ότι τα έσοδα από τις πωλήσεις ενέργειας ενισχύουν τη χρηματοδότηση του πολέμου της Ρωσίας.
Όπως πρόσθεσε, «δεν θα σταματήσουμε να ασκούμε πίεση στη Ρωσία μέχρι να τερματίσει τον πόλεμό της», καθιστώντας σαφή την αποφασιστικότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης να προχωρήσει στη λήψη σκληρότερων οικονομικών μέτρων.
Υπενθυμίζεται ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή είχε προηγουμένως καταθέσει, τον Ιούνιο του 2025, νομοθετική πρόταση για την σταδιακή κατάργηση των ρωσικών ορυκτών καυσίμων έως το τέλος του 2027, με ιδιαίτερη εστίαση στο αργό πετρέλαιο, τα πυρηνικά και κυρίως το φυσικό αέριο (μέσω αγωγών και LNG), στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού σχεδίου REPowerEU. Η επίσπευση του χρονοδιαγράμματος εντάσσεται στην ευρύτερη ευρωπαϊκή πολιτική απεξάρτησης από τη ρωσική ενέργεια και ενίσχυσης της ενεργειακής ασφάλειας των κρατών-μελών.
Η Πρόεδρος της Επιτροπής, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, έπειτα από τηλεφωνική επικοινωνία με τον Αμερικανό Πρόεδρο, Ντόναλντ Τραμπ, είχε ήδη προαναγγείλει τη δέσμευση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής να επιταχύνει τη διαδικασία κατάργησης των ρωσικών ενεργειακών εισαγωγών.
Όπως είχε τονίσει, συζητήθηκαν «κοινές προσπάθειες» για την άσκηση πρόσθετης οικονομικής πίεσης στη Ρωσία, εστιάζοντας ειδικά στα έσοδα που αποκομίζει από τα ορυκτά καύσιμα. Ο κ. Τραμπ, από την πλευρά του, έχει ζητήσει από τους Ευρωπαίους εταίρους την πλήρη διακοπή αγοράς ρωσικού πετρελαίου, καθώς και την αύξηση δασμών σε κινεζικά προϊόντα, διευρύνοντας έτσι το φάσμα των οικονομικών κυρώσεων κατά της Μόσχας.