Καθώς πλησιάζει η ολοκλήρωση της συνόδου κορυφής του ΟΗΕ για την Κλιματική Αλλαγή (COP 30) στη Βραζιλία, οι πρόσφατες εκθέσεις διεθνών οργανισμών υπογραμμίζουν ότι το χάσμα ανάμεσα στους φιλόδοξους στόχους για μηδενικές εκπομπές ρύπων έως το 2050 και στα απαιτούμενα μέτρα διευρύνεται.
Η ετήσια έκθεση του ΟΟΣΑ (Climate Action Monitor 2025) αναφέρει ότι οι δράσεις για την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης επιβραδύνονται. Η έκθεση εξετάζει την πρόοδο 38 χωρών-μελών και 14 χωρών-εταίρων του Οργανισμού, που ευθύνονται συνολικά για το 78% των παγκόσμιων εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου.
Οι συνολικές εκπομπές των χωρών αυτών είναι σήμερα 8% υψηλότερες από τα επίπεδα που απαιτούνται για την επίτευξη των ενδιάμεσων στόχων του 2030. Αυτή η καθυστέρηση δημιουργεί εμπόδια στην επίτευξη του στόχου για κλιματική ουδετερότητα το 2050.
Σε παγκόσμιο επίπεδο, οι εκπομπές αυξήθηκαν κατά 1,7% το 2023, φθάνοντας σε ιστορικά υψηλά. Συνολικά, οι εκπομπές έχουν αυξηθεί κατά 3% από το 2015. Ο ΟΟΣΑ επισημαίνει την ανάγκη ενίσχυσης της αξιοπιστίας της παγκόσμιας κοινότητας, με φόντο τις νέες δεσμεύσεις για το 2035 που θα αποτελέσουν τον επόμενο ενδιάμεσο στόχο.
Επιβράδυνση της πράσινης μετάβασης και ενεργειακές εξελίξεις
Η επιβράδυνση στην αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης αντικατοπτρίζεται και στην καθυστέρηση της πράσινης μετάβασης, σύμφωνα με τον Διεθνή Οργανισμό Ενέργειας (ΙΕΑ) στην ετήσια έκθεσή του για το 2025. Παρά την προβλεπόμενη ταχεία ανάπτυξη των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ), ο ΙΕΑ αναθεώρησε προς τα πάνω τις εκτιμήσεις του για τη ζήτηση φυσικού αερίου και πετρελαίου.
Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στο υγροποιημένο φυσικό αέριο (LNG), όπου σημαντικές επενδύσεις αναμένεται να αυξήσουν την παραγωγή κατά 50% έως το 2030.
Η επιβράδυνση των προσπαθειών για την κλιματική αλλαγή εντείνει τους κινδύνους για ακραία καιρικά φαινόμενα. Οι προβολές του ΟΟΣΑ δείχνουν ότι, ανάλογα με τα σενάρια εκπομπών, η μέση παγκόσμια θερμοκρασία μπορεί να αυξηθεί σημαντικά, με διαφορά έως 6 βαθμών Κελσίου μεταξύ των ακραίων σεναρίων.
Ο ΟΟΣΑ και ο ΙΕΑ συμφωνούν ότι η μέση παγκόσμια θερμοκρασία θα παραμείνει πάνω από τον στόχο της συνόδου του Παρισιού (να μην υπερβαίνει η αύξηση τους 2 βαθμούς Κελσίου σε σχέση με τα προβιομηχανικά επίπεδα), έως ότου επιτευχθεί το net zero.
Ανισότητες και γεωγραφικές διαφοροποιήσεις
Μετά την επικύρωση της Συνθήκης του Παρισιού, οι διεθνείς δεσμεύσεις συνέβαλαν στον περιορισμό της αναμενόμενης υπερθέρμανσης στους 2,4-2,6 βαθμούς Κελσίου έως τα τέλη του 21ου αιώνα, έναντι 3,7-4,8 βαθμών προηγουμένως. Ωστόσο, οι τρέχουσες δεσμεύσεις κρίνονται ανεπαρκείς τόσο ως προς τη φιλοδοξία όσο και ως προς την υλοποίησή τους.
Η Ελλάδα, σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, έχει τη μεγαλύτερη έκθεση σε καύσωνες μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών, με 79 ημέρες επίπονου καύσωνα ετησίως, έναντι 67 της Ιταλίας και 65 της Ισπανίας.
Σε παγκόσμιο επίπεδο, η Ινδία καταγράφει 267 ημέρες επίπονου καύσωνα, ενώ διαθέτει χαμηλό κατά κεφαλήν ΑΕΠ, γεγονός που δυσχεραίνει τη μετάβαση σε πράσινες τεχνολογίες. Το ίδιο ισχύει για πολλές αναπτυσσόμενες οικονομίες, και για αυτό ο ΟΟΣΑ και άλλοι οργανισμοί τονίζουν την ανάγκη οικονομικής στήριξης από ανεπτυγμένες χώρες.
Η έκθεση του ΟΟΣΑ αναδεικνύει διαφορετικές ταχύτητες στην εφαρμογή πολιτικών κατά της κλιματικής αλλαγής. Οι χώρες της ΕΕ βρίσκονται στην «πρώτη ταχύτητα» με νομοθετημένους στόχους net zero, ωστόσο οι εκπομπές τους αντιστοιχούν μόλις στο 17,7% των παγκόσμιων εκπομπών. Το 2023, η ΕΕ μείωσε τους ρύπους κατά 9% σε σχέση με το 2022.
Οι 38 χώρες του ΟΟΣΑ κατέγραψαν μείωση 3,6% στις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου το 2023 σε σχέση με το 2022 και κατά 10% από το 2015. Αντίθετα, στις χώρες-εταίρους του ΟΟΣΑ, οι εκπομπές αυξήθηκαν κατά 4,1% το 2023 και κατά 12% από το 2015.
Η Κίνα, η οποία ευθύνεται για περίπου το 30% των παγκόσμιων ρύπων, σημείωσε αύξηση 5% το 2023, ενώ στην Ινδία η αύξηση έφτασε το 7,5%. Οι δύο χώρες έχουν θέσει διαφορετικούς χρονικούς ορίζοντες για την επίτευξη του net zero – η Κίνα το 2060 και η Ινδία το 2070. Έως τον Σεπτέμβριο, 114 χώρες και οι 27 της ΕΕ είχαν υιοθετήσει στόχους μηδενικών εκπομπών ρύπων