Σύμφωνα με ειδική έρευνα της ΕΛΣΤΑΤ για το 2024, το 69,2% των ατόμων ηλικίας 15-34 ετών στην Ελλάδα εκτιμά ότι το επίπεδο της εκπαίδευσής του ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της εργασίας του.
Το ποσοστό αυτό είναι υψηλότερο μεταξύ των εργαζομένων (72,2%), ενώ μειώνεται στους ανέργους (52,3%) και στα άτομα εκτός εργατικού δυναμικού (61%). Σημαντικό είναι το γεγονός ότι στους ανέργους παρατηρείται και το μεγαλύτερο ποσοστό ατόμων που απασχολήθηκαν σε εργασία κατώτερη των σπουδών τους (32,5%).
Υπάρχουν διαφορές και μεταξύ των φύλων, καθώς το 24% των γυναικών έχει εργαστεί σε θέση με απαιτήσεις χαμηλότερες του εκπαιδευτικού τους επιπέδου, έναντι 20,3% για τους άντρες.
Η έρευνα αναδεικνύει επίσης ότι το ποσοστό όσων δηλώνουν ότι το επίπεδο εκπαίδευσής τους υπερβαίνει τις απαιτήσεις της εργασίας τους διαφέρει σημαντικά ανάλογα με το επάγγελμα. Ενδεικτικά, το 56,1% όσων εργάστηκαν ως Χειριστές βιομηχανικών εγκαταστάσεων, μηχανημάτων και εξοπλισμού δηλώνει υπερεκπαίδευση.
Υψηλά ποσοστά παρατηρούνται και σε Υπαλλήλους γραφείου, εργαζόμενους στην παροχή υπηρεσιών, πωλητές και ειδικευμένους γεωργούς.
Η πλειονότητα των ερωτηθέντων (70,9%) θεωρεί ότι οι δεξιότητές τους ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις της τρέχουσας ή της τελευταίας εργασίας τους. Το ποσοστό αυτό είναι υψηλότερο στους άντρες (73%) και στα άτομα ηλικίας 25-29 ετών (72,1%), ενώ μειώνεται σημαντικά στους 15-19 ετών (57%).
Ένας στους πέντε (19,5%) δηλώνει ότι διαθέτει δεξιότητες ανώτερες από τις απαιτήσεις της εργασίας του, με τα μεγαλύτερα ποσοστά να εμφανίζονται στις γυναίκες (21,4%) και στα άτομα 30-34 ετών (20%). Αντίθετα, μόνο το 3,1% θεωρεί ότι οι δεξιότητές του είναι κατώτερες των εργασιακών απαιτήσεων.
Στα άτομα ανώτερης εκπαίδευσης, το 22,7% θεωρεί ότι διαθέτει υπερβάλλουσες δεξιότητες, ενώ το ποσοστό αυτό στους ανέργους με ανώτερη εκπαίδευση φθάνει το 41,5%. Στα άτομα χαμηλότερης εκπαίδευσης το αντίστοιχο ποσοστό περιορίζεται στο 6,5%.
Το 65,7% των ερωτηθέντων εκτιμά ότι το αντικείμενο των σπουδών του συμφωνεί σε μεγάλο ή πολύ μεγάλο βαθμό με τις απαιτήσεις της εργασίας του. Η συμφωνία αυτή διαφέρει, με τα χαμηλότερα ποσοστά να εντοπίζονται σε αποφοίτους Γεωργίας και Κτηνιατρικής (52,2%) και τα υψηλότερα σε αποφοίτους Οικονομικών, Διοίκησης και Νομικών (74,4%).
Το 21,4% δηλώνει ότι το αντικείμενο σπουδών καλύπτει τις εργασιακές απαιτήσεις σε κάποιο βαθμό ή λιγότερο, με τα υψηλότερα ποσοστά στους αποφοίτους Γεωργίας και Κτηνιατρικής (45,7%) και τα χαμηλότερα σε όσους ολοκλήρωσαν Γενικά προγράμματα (13,3%). Μόλις το 4,8% εργάζεται σε θέσεις που δεν απαιτούν συγκεκριμένο αντικείμενο σπουδών.
Το ποσοστό όσων απασχολούνται σε θέσεις με απαιτήσεις που δεν καλύπτονται από το αντικείμενο σπουδών τους διαφέρει ανά επάγγελμα: είναι υψηλότερο στους Ειδικευμένους γεωργούς (22,1%) και ιδιαίτερα χαμηλό στους Επαγγελματίες (3,5%) και στους Τεχνικούς (5,6%).
Τέλος, ιδιαίτερα μικρό είναι το ποσοστό όσων εγκατέλειψαν πρόγραμμα σπουδών χωρίς να το ολοκληρώσουν (2,2%), με ελαφρώς υψηλότερα ποσοστά στους άνδρες (2,8%), στα άτομα 30-34 ετών (3,7%) και στους ανέργους (3,8%).