«Βαρίδι» στην ανάπτυξη του τουριστικού προϊόντος αποτελεί η υπερφορολόγηση που δέχεται ο ξενοδοχειακός κλάδος, με τη φορολογία να αποτελεί περίπου το 20% του συνολικού κόστους. Την ίδια στιγμή ο κλάδος δέχεται ακόμα περισσότερες επιβαρύνσεις, παρά την υψηλή συμβολή που έχει στην ελληνική οικονομία.
«Γίνεται ευκόλως διακριτή η υψηλή φορολογική επιβάρυνση του ξενοδοχειακού κλάδου και η άνιση αντιμετώπισή του σε σχέση με τους άλλους κλάδους της ελληνικής οικονομίας» τόνισε η πρόεδρος του ΙΤΕΠ Κωνσταντίνα Σβύνου, κατά την παρουσίαση της μελέτης που εκπονήθηκε από το Ινστιτούτο Τουριστικών Ερευνών και Προβλέψεων (ΙΤΕΠ) για τη φορολογική επιβάρυνση του ξενοδοχειακού κλάδου.
Όπως σημειώνει η μελέτη, οι συνολικοί καθαροί φόροι που εισπράττονται από τη λειτουργία του ξενοδοχειακού κλάδου είναι διαχρονικά σημαντικά υψηλότεροι από τους υπόλοιπους κλάδους της οικονομίας, ενώ έχω αυξηθεί τα τελευταία χρόνια. Ενώ την κατάσταση επιβαρύνει το γεγονός ότι οι φόροι που επιβάλλονται στον ξενοδοχειακό κλάδο επιβαρύνουν δυσανάλογα το ξενοδοχειακό προϊόν. «Κάθε 1% που αυξάνονται οι φόροι στον ξενοδοχειακό κλάδο, επιβαρύνεται κατά 0,2% η τιμή του προϊόντος» σημείωσε ο Γιώργος Σώκλης, Επίκουρος Καθηγητής του Παντείου Πανεπιστημίου.
Σχεδόν οι διπλάσιοι οι καθαροί φόροι στον ξενοδοχειακό κλάδο
Ειδικότερα, όπως αναφέρεται στην μελέτη του ΙΤΕΠ, οι καθαροί φόροι που επιβαρύνουν άμεσα και έμμεσα το κόστος παραγωγής του τελικού ξενοδοχειακού προϊόντος αποτελούν το 19,1% του συνολικού κόστους παραγωγής, έναντι 10,2% που είναι, κατά μέσο όρο, η αντίστοιχη επιβάρυνση για τους υπόλοιπους κλάδους της ελληνικής οικονομίας.
Η συμμετοχή των καθαρών φόρων στο κόστος παραγωγής του τελικού ξενοδοχειακού προϊόντος είναι κατά 87,3% υψηλότερη σε σχέση με την αντίστοιχη στους άλλους κλάδους της ελληνικής οικονομίας, έχοντας μάλιστα αυξηθεί κατά 14 ποσοστιαίες μονάδες την τελευταία δεκαετία.
Η αύξηση της συμμετοχής των φόρων στο κόστος παραγωγής του τελικού ξενοδοχειακού προϊόντος κατά την εξεταζόμενη περίοδο είναι σχεδόν διπλάσια από την αντίστοιχη αύξηση στους υπόλοιπους κλάδους της ελληνικής οικονομίας (+22,4% έναντι +13,3%).
Οι συνολικές φορολογικές και ασφαλιστικές επιβαρύνσεις έχουν αυξηθεί, συνιστώντας σχεδόν το ένα τέταρτο του κόστους παραγωγής του ξενοδοχειακού προϊόντος (23,5%), από περίπου το ένα πέμπτο που ήταν προ δεκαετίας (19,9%). Αντίθετα, στους υπόλοιπους κλάδους της ελληνικής οικονομίας το αντίστοιχο ποσοστό διαμορφώνεται στο15,6%, αυξημένο κατά μόλις 1 ποσοστιαία μονάδα κατά την ίδια περίοδο.
Το 44% των εισοδημάτων που δημιουργεί ο ξενοδοχειακός κλάδος κατανέμεται στους άλλους, πλην του ξενοδοχειακού, κλάδους της ελληνικής οικονομίας, έναντι του 28% που κατά μέσο όρο διανέμουν οι έτεροι κλάδοι της ελληνικής οικονομίας.
Από την άλλη πλευρά, το 72,6% των συνολικών καθαρών φόρων επί του κόστους παραγωγής του ξενοδοχειακού προϊόντος επιβαρύνουν τους συντελεστές παραγωγής του ξενοδοχειακού κλάδου. Η ως άνω εκτιμηθείσα ανισοκατανομή της φορολογικής επιβάρυνσης του ξενοδοχειακού προϊόντος έχει οξυνθεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια, καθώς η αντίστοιχη επιβάρυνση βρισκόταν στο 61,7% πριν από μια δεκαετία.
Η πρόεδρος του ΙΤΕΠ τόνισε πως «γίνεται σαφές, ότι η ξενοδοχία παράγει εισοδήματα, τα οποία κατανέμονται σε άλλους κλάδους της οικονομίας σχεδόν σε διπλάσιο ποσοστό από το μέσο όρο των υπολοίπων κλάδων».
Ενώ υπογράμμισε ότι «το εν λόγω γεγονός όμως, αφαιρεί καίρια όπλα από τη φαρέτρα της ανταγωνιστικότητας της χώρας στον τουρισμό σε σχέση με άλλα κράτη, αναγκάζοντας τον Έλληνα ξενοδόχο να πουλά ακριβότερα με επιβαρύνσεις που δεν του αναλογούν ή να αφομοιώνει το κόστος δυσχεραίνοντας την υγιή του λειτουργία. Επιπλέον, υφίσταται πρόσθετους δασμούς, όπως το υπεραυξημένο τέλος ανθεκτικότητας, την αύξηση του φόρου παρεπιδημούντων και των δημοτικών τελών, καθώς και τα βέλη του αθέμιτου ανταγωνισμού από τις βραχυχρόνιες μισθώσεις, που εξακολουθούν να λειτουργούν σε ένα γκρίζο νομοθετικό και ελεγκτικό περιβάλλον».