Σε ένα περιβάλλον όπου οι άμεσες ξένες επενδύσεις (ΑΞΕ) στην Ευρώπη παρουσιάζουν πτωτική τάση λόγω της αυξανόμενης γεωπολιτικής αβεβαιότητας και των αλλεπάλληλων εμπορικών εντάσεων, η Ελλάδα εξακολουθεί να αποτελεί σημείο αναφοράς στην επενδυτική ατζέντα.
Τα συμπεράσματα της έκθεσης EY Attractiveness Survey Ελλάδα 2025, όπως παρουσιάζονται από τον διευθύνοντα σύμβουλο της EY Ελλάδος, Γιώργο Παπαδημητρίου, αναδεικνύουν τη διαχρονική ανθεκτικότητα της ελκυστικότητας της χώρας ως προορισμού επενδύσεων, σε αντίθεση με το αρνητικό κλίμα που επικρατεί στην ευρωπαϊκή αγορά.
Ειδικότερα, σύμφωνα με τα στοιχεία της βάσης δεδομένων EIM (European Investment Monitor), το 2024 στην Ελλάδα καταγράφηκαν 35 επενδυτικά έργα έναντι 50 το 2023—η τέταρτη καλύτερη επίδοση της τελευταίας 25ετίας. Σημαντικό είναι ότι οι επενδύσεις των τελευταίων πέντε ετών καταλαμβάνουν το 53% του συνολικού αριθμού ΑΞΕ που καταγράφει η EY για τη χώρα από το 2000, όταν, αντίστοιχα, η Ευρώπη παρουσιάζει μείωση κατά 20%.
Σταθερή εμπιστοσύνη των επενδυτών και αποτελεσματική πολιτική
Η θετική διάθεση των επενδυτών για την Ελλάδα διατηρείται αμείωτη. Το 48% των ερωτηθέντων στη φετινή έρευνα δήλωσε πρόθεση επέκτασης ή ανάπτυξης των επιχειρηματικών τους δραστηριοτήτων στην Ελλάδα εντός του επόμενου έτους, ενώ ποσοστό 82% χαρακτήρισε αποτελεσματική τη στρατηγική προσέλκυσης διεθνών επενδυτών—σημαντική αύξηση, αν σκεφτεί κανείς ότι το 2019 το ποσοστό αυτό δεν ξεπερνούσε το 50%.
Παρά τη θετική εικόνα, εξακολουθούν να υφίστανται σημαντικές προκλήσεις. Η έρευνα της EY εντοπίζει αδυναμίες σε τομείς όπως οι φυσικές και ψηφιακές υποδομές, το ρυθμιστικό και φορολογικό πλαίσιο, ο βαθμός ψηφιοποίησης του δημόσιου τομέα, η αξιοποίηση της τεχνητής νοημοσύνης και, κυρίως, η ενδυνάμωση των ανθρώπινων δεξιοτήτων—ένα διαρκές ζητούμενο από το 2019.
Πολυδιάστατες μετρήσεις και ο ρόλος των Greenfield επενδύσεων
Αξίζει να σημειωθεί ότι η μέτρηση της ελκυστικότητας ποικίλλει ανάλογα με τα χρησιμοποιούμενα κριτήρια. Ενώ η Τράπεζα της Ελλάδος καταγράφει αύξηση 37% στη συνολική αξία ΑΞΕ για το 2024, η βάση EIM εστιάζει στη μέτρηση των έργων Greenfield—εκείνων που συμβάλλουν απευθείας στη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας και προστιθέμενης αξίας. Η ΕΙΜ δεν περιλαμβάνει επενδύσεις τουρισμού, real estate, επιχειρήσεων κοινής ωφέλειας, ιδιωτικοποιήσεις, εξαγορές και συγχωνεύσεις, γεγονός που δημιουργεί διαφοροποιήσεις σε σχέση με τα επίσημα στατιστικά της ΤτΕ. Όπως επισημαίνεται, η μεθοδολογία της EY εστιάζει στο είδος επενδύσεων που μπορούν να πυροδοτήσουν την ανάπτυξη και τον μετασχηματισμό της ελληνικής οικονομίας.
Στρατηγικές προτεραιότητες για ανταγωνιστικότητα
Για τη διατήρηση και ενίσχυση της ανταγωνιστικής θέσης της Ελλάδας, η έρευνα αναδεικνύει ως κορυφαία προτεραιότητα τη στήριξη στρατηγικών κλάδων. Αυτοί οι κλάδοι περιλαμβάνουν αφενός εκείνους που μειώνουν την εξάρτηση από εισαγωγές κρίσιμων αγαθών από ασταθείς ή μη φιλικές χώρες, και αφετέρου όσους στηρίζονται στο συγκριτικό πλεονέκτημα της Ελλάδας και μπορούν να συμβάλλουν στην καινοτομία, τον ψηφιακό μετασχηματισμό, τη βιώσιμη ανάπτυξη, την εξωστρέφεια, και τη δημιουργία καλά αμειβόμενων θέσεων εργασίας.
Ενδεικτικά, οι άξονες αυτοί αφορούν την τεχνολογική καινοτομία, τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (ΑΠΕ) και την εκμετάλλευση της ηλιακής και αιολικής ισχύος, τον εκσυγχρονισμό των τηλεπικοινωνιών και των ψηφιακών υποδομών, καθώς και την αμυντική βιομηχανία. Επίσης, επισημαίνονται η φαρμακοβιομηχανία, η λογιστική αλυσίδα, ο κλάδος αγροδιατροφής και ο τουρισμός με πιο βιώσιμο προσανατολισμό.
Στοχευμένες πολιτικές και προτάσεις για το μέλλον
Η έρευνα προτείνει, παράλληλα, μία εναλλακτική προσέγγιση βασισμένη στην προσέλκυση εμβληματικών επιχειρήσεων παγκόσμιας εμβέλειας σε κάθε τομέα: να αναγνωριστούν οι ανάγκες αυτών των εταιρειών και να προσαρμοστούν οι εθνικές πολιτικές για να καταστήσουν την Ελλάδα ελκυστικότερο επενδυτικό προορισμό. Αυτό απαιτεί συγκεκριμένες παρεμβάσεις και μεταρρυθμίσεις τόσο στην εθνική πολιτική όσο και σε επίπεδο ευρωπαϊκών οργάνων.
Σχετικές προτάσεις αφορούν τη διατήρηση της ευρωπαϊκής πρωτοπορίας στη βιώσιμη ανάπτυξη, τη μείωση του κόστους ενέργειας, τον εξορθολογισμό του ρυθμιστικού πλαισίου, την ενίσχυση της Τραπεζικής Ένωσης, αλλά και την ανάπτυξη μίας νέας ενιαίας προσέγγισης για τους δασμούς.
Η Ελλάδα, έχοντας επανακτήσει το κύρος της στην ευρωπαϊκή σκηνή μετά την οικονομική κρίση και το τέλος της περιόδου επιτήρησης, οφείλει να αξιοποιήσει τη νέα δυναμική και τις συμμαχίες της στα ευρωπαϊκά όργανα. Η ενεργή συμμετοχή στην κατάρτιση κοινών πολιτικών μπορεί να ανατρέψει την πτωτική τάση των ευρωπαϊκών επενδύσεων και να ενισχύσει περαιτέρω την αναπτυξιακή προοπτική της χώρας.