Η Ελλάδα τα τελευταία χρόνια επιχειρεί να κάνει ένα σημαντικό άλμα προς την ενίσχυση της καινοτομίας και της ανταγωνιστικότητας. Ωστόσο, παρά τη θετική δυναμική, οι δομικές αδυναμίες της οικονομίας και το θεσμικό πλαίσιο εξακολουθούν να λειτουργούν ως τροχοπέδη, κρατώντας τη χώρα χαμηλότερα από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Οι δαπάνες για Έρευνα και Ανάπτυξη (Ε&Α) αυξάνονται με σταθερό ρυθμό, ωστόσο παραμένουν σημαντικά κάτω από τον μέσο όρο της ΕΕ. Οι διαρθρωτικές αδυναμίες της οικονομίας, η γραφειοκρατία και η ασταθής νομοθεσία δυσχεραίνουν τη μετάβαση σε ένα πιο ανταγωνιστικό παραγωγικό μοντέλο.
Η Κομισιόν εκτιμά ότι η Ελλάδα μπορεί να ενισχύσει ουσιαστικά την καινοτομία της με αποτελεσματικότερη διακυβέρνηση, συντονισμό και αξιοποίηση των αυξανόμενων δαπανών Ε&Α. Η μείωση της γραφειοκρατίας, η σταθερότητα του νομικού πλαισίου, η ενίσχυση των ανεξάρτητων αρχών και η βελτίωση της πρόσβασης στη χρηματοδότηση για νεοφυείς και καινοτόμες επιχειρήσεις αναδεικνύονται ως τα «κλειδιά» για να καλυφθεί το χάσμα με την ΕΕ και να απελευθερωθεί το παραγωγικό δυναμικό της χώρας.
Σε μέτρια επίπεδα η καινοτομία
Σύμφωνα με την πρόσφατη έκθεση του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η Ελλάδα κατατάσσεται ως «μέτρια καινοτόμος». Οι ακαθάριστες εγχώριες δαπάνες για Έρευνα και Ανάπτυξη (Ε&Α) αυξήθηκαν στο 1,49% του ΑΕΠ, σημειώνοντας πρόοδο σε σχέση με το 2017, αλλά παραμένουν σημαντικά χαμηλότερες από τον μέσο όρο της ΕΕ που ανέρχεται στο 2,24%. Αυτό σημαίνει ότι η χώρα κινείται μόλις στο 77,5% του ευρωπαϊκού μέσου όρου, με τις εκροές στην καινοτομία να παραμένουν επίσης κάτω από τα αντίστοιχα επίπεδα της Ένωσης.
Παρά τις βελτιώσεις, οι επενδύσεις των ελληνικών επιχειρήσεων σε Ε&Α εξακολουθούν να υπολείπονται. Αυτό έχει ως συνέπεια τη συγκράτηση της διάχυσης της γνώσης, αλλά και την περιορισμένη εμπορευματοποίηση των ερευνητικών αποτελεσμάτων.
Έλλειψη στελεχών Πληροφορικής
Η έλλειψη εξειδικευμένων στελεχών στον τομέα της τεχνολογίας παραμένει επίσης από τα μεγαλύτερα εμπόδια για την ψηφιακή μετάβαση της Ελλάδας, σύμφωνα με την τελευταία αξιολόγηση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Παρά τη σημαντική πρόοδο που έχει σημειωθεί τόσο στην ανάπτυξη τηλεπικοινωνιακών υποδομών όσο και στον ψηφιακό μετασχηματισμό του Δημοσίου, η χώρα εξακολουθεί να υστερεί σε επίπεδο ψηφιακών δεξιοτήτων, διαιωνίζοντας το χάσμα με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Η Ελλάδα το 2024 είχε μόλις 2,5% ειδικών ΤΠΕ, σημαντικά χαμηλότερο από τον μέσο όρο της ΕΕ (5%). Αν και ακολούθησε παρόμοιο ρυθμό ανάπτυξης με αυτόν της ΕΕ (4,2%) η χώρα δείχνει να υστερεί όπως επισημαίνει η Κομισιόν, ενώ και ο στόχος είναι μόλις στο 4,5% για το 2030 όταν η ΕΕ έχει θέσει το 10% ως ορόσημο.
Στην προσαρμογή του οδικού της χάρτη, η Ελλάδα δεν έχει αναθεωρήσει τον στόχο, αλλά έχει προσθέσει επιπλέον μέτρα για την ανάπτυξη της «δεξαμενής» ταλέντων στις ΤΠΕ. Οι προσαρμογές του οδικού χάρτη περιλαμβάνουν επίσης την παρακολούθηση άλλων παραμέτρων που επηρεάζουν το μερίδιο των επαγγελματιών ΤΠΕ, όπως οι απόφοιτοι στον τομέα των ΤΠΕ και η ζήτηση στην αγορά εργασίας.
Η αύξηση του αριθμού των ειδικών στις Τεχνολογίες Πληροφορικής και Επικοινωνιών (ΤΠΕ) αναδεικνύεται ως μια από τις πιο πιεστικές προκλήσεις. Η Κομισιόν επισημαίνει ότι η ελληνική κυβέρνηση έχει προχωρήσει σε πρόσθετες δράσεις, με στόχο να ενθαρρύνει τους νέους να εξοικειωθούν με τις ψηφιακές τεχνολογίες και να ακολουθήσουν ακαδημαϊκές και επαγγελματικές διαδρομές στον τομέα αυτό.
Ιδιαίτερη βαρύτητα δίνεται και στην αντιμετώπιση του φαινομένου του brain drain, που κορυφώθηκε την περίοδο της οικονομικής κρίσης. Η ενθάρρυνση των Ελλήνων υψηλής ειδίκευσης που ζουν στο εξωτερικό να επιστρέψουν, θεωρείται κρίσιμη για την ενίσχυση του ανθρώπινου δυναμικού στον τομέα της ψηφιακής οικονομίας.
Τέλος, παραμένει πρόκληση η γεφύρωση των κενών στις ψηφιακές δεξιότητες τόσο ανάμεσα σε διαφορετικές ηλικιακές ομάδες όσο και μεταξύ αγροτικών και αστικών περιοχών, στοιχείο που δείχνει ότι η ψηφιακή σύγκλιση της Ελλάδας με την υπόλοιπη Ευρώπη απαιτεί ακόμα σημαντικά βήματα.
Οι πρωτοβουλίες στήριξης
Η Πολιτεία προσπαθεί να δημιουργήσει ένα πιο ευνοϊκό περιβάλλον μέσα από το Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, το οποίο περιλαμβάνει δράσεις για την αναβάθμιση των ερευνητικών υποδομών, την ενίσχυση της βασικής και εφαρμοσμένης έρευνας και τη διεθνοποίηση του οικοσυστήματος καινοτομίας.
Παράλληλα, προγράμματα όπως το EquiFund και το EquiFund II έδωσαν ώθηση στην ελληνική startup σκηνή, κινητοποιώντας επενδύσεις και φέρνοντας σε επαφή τον δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα. Τα νεότερα εργαλεία Q-Equity και InnovateNow στοχεύουν στη στήριξη μικρομεσαίων επιχειρήσεων και scale-ups, δημιουργώντας ταμεία επιχειρηματικού κεφαλαίου που επενδύουν σε καινοτόμες ιδέες.
Ωστόσο, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή επισημαίνει ότι οι επενδύσεις επιχειρηματικών κεφαλαίων παραμένουν πολύ χαμηλότερες από τον μέσο όρο της ΕΕ ως ποσοστό του ΑΕΠ, γεγονός που περιορίζει τις δυνατότητες ανάπτυξης.
Τα διαρθρωτικά εμπόδια
Ένα από τα βασικά προβλήματα που επισημαίνεται σταθερά είναι η υψηλή κανονιστική επιβάρυνση και η αστάθεια της νομοθεσίας. Η συχνή αλλαγή κανόνων δημιουργεί αβεβαιότητα, δυσχεραίνοντας την προσέλκυση επενδύσεων. Η Κομισιόν καλεί την Ελλάδα να θεσπίσει πιο σταθερό και προβλέψιμο θεσμικό πλαίσιο, με ποιοτικές δημόσιες διαβουλεύσεις πριν από κάθε νέα νομοθετική παρέμβαση.
Παράλληλα, εξετάζεται η ενίσχυση των ανεξάρτητων αρχών, ώστε να έχουν μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα, διασφαλίζοντας ίσους όρους ανταγωνισμού και επιταχύνοντας την έκδοση ρυθμιστικών αποφάσεων.
Ιδιαίτερα δύσκολη παραμένει και η διαδικασία αδειοδότησης, με υπερβολικές γραφειοκρατικές απαιτήσεις, ρυθμιστικά κενά και ελλιπή νομοθεσία – ειδικά στον τομέα της περιβαλλοντικής αδειοδότησης, όπου οι καθυστερήσεις λειτουργούν αποτρεπτικά για τις επενδύσεις.
Στον τομέα των καθαρών τεχνολογιών, η παραγωγική ικανότητα της χώρας παραμένει μέτρια. Η Κομισιόν επισημαίνει την ανάγκη για ένα ολοκληρωμένο πλαίσιο πολιτικής με στοχευμένα επενδυτικά κίνητρα, που θα μπορούσε να ενισχύσει την εγχώρια παραγωγή και να προσελκύσει περισσότερα κεφάλαια.