Η ελληνική οικονομία συνεχίζει να βρίσκεται αντιμέτωπη με έναν πληθωρισμό που αποδεικνύεται πιο επίμονος από τις αρχικές προβλέψεις, ωστόσο βρίσκεται σε καθοδική πορεία και θα αποκλιμακωθεί σημαντικά το 2026.
Οι αναλυτές της Εθνικής Τράπεζας εκτιμούν ότι η εικόνα θα αρχίσει να βελτιώνεται το 2026. Η αναμενόμενη επιτάχυνση των επενδύσεων παγίου κεφαλαίου (+9% σε ετήσια βάση) και η σταθερή άνοδος της απασχόλησης θα ενισχύσουν το δυνητικό ΑΕΠ, μειώνοντας το παραγωγικό κενό. Παράλληλα, οι διεθνείς εξελίξεις στις τιμές ενέργειας, που προς το παρόν λειτουργούν υποστηρικτικά, μπορούν να επιταχύνουν την αποκλιμάκωση.
Η πρόβλεψη για το 2025 τοποθετεί τον πληθωρισμό βάσει ΔΤΚ στο 2,8% και τον Εναρμονισμένο δείκτη τιμών καταναλωτή στο 3,3%. Για το 2026 αναμένεται αισθητή αποκλιμάκωση στο 2,2% και 2,5% αντίστοιχα, με τη διαφορά από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης να μειώνεται πάνω από 50%.
Σύμφωνα με την τελευταία μελέτη της Διεύθυνσης Οικονομικής Ανάλυσης της Εθνικής Τράπεζας, ο εναρμονισμένος δείκτης τιμών καταναλωτή (ΕνΔΤΚ) κινήθηκε στο 3,7% τον Ιούλιο, έναντι μέσου όρου 2,1% στην Ευρωζώνη, με αποτέλεσμα η απόκλιση να φτάσει στο υψηλότερο σημείο τριετίας.
Γιατί επιμένει ο πληθωρισμός
Οι βασικοί άξονες που τροφοδοτούν τις πληθωριστικές πιέσεις:
Ισχυρή εγχώρια ζήτηση
Η ελληνική οικονομία καταγράφει αναπτυξιακή υπεραπόδοση, με την απασχόληση να αυξάνεται κατά 1,2% το πρώτο εξάμηνο του 2025 και τους πραγματικούς μισθούς να ενισχύονται πάνω από 2,5% ετησίως και κατά 8% σωρευτικά από το 2019. Η δυναμική αυτή ενισχύει την κατανάλωση, δημιουργώντας πληθωριστικές πιέσεις. Το παραγωγικό κενό – η διαφορά δηλαδή ανάμεσα στη ζήτηση και την παραγωγική δυνατότητα της οικονομίας – ανέρχεται στο +2,5%, το υψηλότερο επίπεδο από το 2007.
Η εν λόγω διεύρυνση παρατηρείται παρότι ο ρυθμός αύξησης του δυνητικού ΑΕΠ εκτιμάται ότι έχει επιταχυνθεί σε άνω του 1,7% το 2025, υπερβαίνοντας τον αντίστοιχο για την Ευρωζώνη (+1,1% το 2025) για πρώτη φορά εδώ και 17 έτη. Η σημαντική αύξηση του παραγωγικού κενού υποδηλώνει ότι η ζήτηση έχει αυξηθεί σε μεγαλύτερο ποσοστό από ό,τι η συνολική παραγωγική δυνατότητα της οικονομίας, δεδομένου ότι η κορύφωση του επενδυτικού κύκλου συνήθως έπεται της ανάκαμψης της ζήτησης.
Αυτές οι τάσεις οδηγούν σε μεγαλύτερα περιθώρια ανατιμήσεων τόσο των αγαθών και υπηρεσιών αλλά και των αμοιβών των συντελεστών παραγωγής, σύμφωνα με τους αναλυτές της Εθνικής Τράπεζας.
Τονίζουν πως αυτοί οι παράγοντες μεταφράζονται και σε υψηλό έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών λόγω κυρίως των αυξανόμενων εισαγωγών αγαθών, οι οποίες υπεραντιστάθμισαν τη θετική επίδραση από την αντοχή των αντίστοιχων εμπορευματικών εξαγωγών σε ένα δυσμενές διεθνές περιβάλλον, αλλά και την ανοδική τροχιά των τουριστικών εσόδων.
Τουρισμός και υπηρεσίες
Ο τουριστικός κλάδος καταγράφει νέο ιστορικό ρεκόρ, με τα έσοδα να αυξάνονται 11% το πρώτο εξάμηνο του 2025 και το μέσο έσοδο ανά άφιξη να σημειώνει άνοδο 10%, με τους αναλυτές να επισημαίνουν ότι ένα σημαντικό ποσοστό των τουριστών, κυρίως από τις μεγαλύτερες αγορές της Δυτικής Ευρώπης και των ΗΠΑ, εμφανίζουν μεγαλύτερη ανοχή στις ανατιμήσεις, όντας εξοικειωμένοι με το ακόμη υψηλότερο επίπεδο τιμών αγαθών και υπηρεσιών στις χώρες προέλευσής τους.
Η ισχυρή ζήτηση οδηγεί σε ανατιμήσεις σε καταλύματα και εστίαση, κλάδους που έχουν υψηλή βαρύτητα στον ΕνΔΤΚ (20,1% έναντι 11,3% στην Ευρωζώνη). Αυτό σημαίνει ότι η άνοδος τιμών στον τουρισμό έχει υπερδιπλάσιο αντίκτυπο στον ελληνικό πληθωρισμό, με την υψηλότερα στάθμιση και τις ταχύτερες ανατιμήσεις να οδηγούν σε πληθωριστική επίπτωση 1,4 ποσοστιαίων μονάδων κατά μέσο όρο το 1ο εξάμηνο του έτους, συνεισφορά περίπου τριπλάσια σε σύγκριση με το μ.ο. της Ευρωζώνης.
Ακίνητα
Η αγορά ακινήτων παραμένει «σφιχτή», με τις τιμές ενοικίων να αυξάνονται κατά 10,4% στο εξάμηνο, αντανακλώντας τις μεγάλες ανατιμήσεις κατοικιών της τελευταίας πενταετίας. Την ίδια περίοδο η άνοδος στην ευρωζώνη ήταν κατά 2,9% τόσο το πρώτο εξάμηνο του 2025 όσο και το 2024.
H μελέτη αναφέρει πως η ανισορροπία μεταξύ ζήτησης και προσφοράς στην ελληνική αγορά, συνεχίζει να τροφοδοτεί τις ανατιμήσεις, με τις τιμές των ενοικίων να προσαρμόζονται σταδιακά στις σημαντικές αυξήσεις των τιμών των ακινήτων τα προηγούμενα χρόνια.
Συγκεκριμένα, η σωρευτική μέση ανατίμηση των κατοικιών από το χαμηλότερο σημείο τους − κατά τη 10ετή κρίση που καταγράφηκε το 2017 − έχει υπερβεί το 70%, με το μέσο επίπεδο τιμών να υπερβαίνει πλέον οριακά, κατά το 1ο τρίμηνο του 2025, το προηγούμενο ιστορικό τους υψηλό το 2008, σε ονομαστικούς όρους.
Ως επιταχυντής των ανατιμήσεων λειτούργησε και η συγκρατημένη κατασκευαστική δραστηριότητα − μετά την παρατεταμένη συρρίκνωσή της κατά τη διάρκεια της κρίσης – που οδήγησε σε αργή προσαρμογή της προσφοράς, ενισχύοντας τις αυξήσεις των τιμών ακινήτων και ενοικίων, σε μία σχετικά «ρηχή» εγχώρια αγορά όσον αφορά τον αριθμό των συναλλαγών και το διαθέσιμο προς πώληση οικιστικό απόθεμα.
Ενέργεια
Την ίδια στιγμή, οι τιμές του ηλεκτρικού ρεύματος για τα νοικοκυριά αυξήθηκαν κατά 11,5% στο εξάμηνο, έναντι του 1,6% στην Ευρωζώνη, με το μέσο όρο του επιπέδου τιμών την ίδια περίοδο να διαμορφώνεται στο υψηλότερο σημείο από την κορύφωση της ενεργειακής κρίσης κατά το 1ο εξάμηνο του 2022.
Οι τιμές έχουν αυξηθεί σημαντικά λόγω της μεταβλητότητας στη χονδρική αγορά και των αλλαγών στα τιμολόγια παρόχων. Όπως ανέφερε η έρευνα, οι πάροχοι ενέργειας προχώρησαν προσφάτως σε αλλαγές στην εμπορική τους πολιτική, με τις περισσότερες να εφαρμόζουν, μέχρι τον Ιούλιο, ταχύτερες ανατιμήσεις στα «πράσινα» τιμολόγια με συνεχώς προσαρμοζόμενη τιμή − προκειμένου να επιταχύνουν τη μετάβαση των πελατών τους σε τιμολόγια «σταθερών χρεώσεων».
Αξίζει να επισημανθεί ότι οι εξελίξεις στον τομέα των καυσίμων παραμένουν ευνοϊκές, κυρίως λόγω της συνεχιζόμενης πτώσης των διεθνών τιμών πετρελαίου και της ανατίμησης του ευρώ. Συνολικά, η επίδραση των τιμών καυσίμων στον ΕνΔΤΚ παραμένει αρνητική, (-0,3 ποσοστιαίες μονάδες ετησίως το 1ο εξάμηνο και στο -0,4 π.μ. τον Ιούλιο συγκρατώντας το γενικό πληθωρισμό χαμηλότερα από το δομικό πληθωρισμό
Το μεγάλο στοίχημα για την οικονομία
Όπως σημειώνεται στη μελέτη, το βασικό ζητούμενο είναι κατά πόσο η ελληνική οικονομία θα καταφέρει να διατηρήσει τον ρυθμό ανάπτυξης χωρίς να ανατροφοδοτήσει πληθωριστικές πιέσεις. Η εγχώρια κατανάλωση, ο τουρισμός και η αγορά ακινήτων παραμένουν «θερμά σημεία», αλλά η επενδυτική δυναμική μπορεί να λειτουργήσει ως αντίβαρο.
Η επιμονή του πληθωρισμού αναδεικνύει τις προκλήσεις που έχει μπροστά της η οικονομική πολιτική: πώς να συντηρηθεί η ανάπτυξη και η αγοραστική δύναμη, χωρίς να χαθεί η ισορροπία τιμών που αποτελεί θεμέλιο για τη βιώσιμη πορεία της χώρας.