«Ανάσα» ενδέχεται να πάρουν οι συνδρομητές τηλεόρασης και οι τηλεπικοινωνιακοί πάροχοι, καθώς έχει αναπτυχθεί έντονη φημολογία πως μέσα στο πακέτο μέτρων που θα εξαγγείλει ο πρωθυπουργός από τη ΔΕΘ θα περιλαμβάνεται και η κατάργηση του τέλους 10% στη συνδρομητική τηλεόραση.
Σε περίπτωση που επαληθευτούν οι φήμες, στελέχη του κλάδου σημειώνουν στο BD πως «ήταν δίκαιο και έγινε πράξη», υπογραμμίζοντας τη σημαντική ελάφρυνση που θα δουν οι καταναλωτές στους λογαριασμούς τους, η οποία μπορεί να είναι μεταξύ 4-7 ευρώ το μήνα.
Επί σειρά ετών οι τηλεπικοινωνιακοί πάροχοι έχουν επισημάνει την άδικη επιβολή του τέλους 10% στη συνδρομητική που δημιουργεί ένα άνισο περιβάλλον «όπου παραβιάζονται οι βασικές αρχές ανταγωνισμού με το βάρος του τέλους να επιβάλλεται μόνο στις ελληνικές επιχειρήσεις». Παράλληλα, υπογραμμίζουν πως θα μπορούν να υπάρξουν και μεγαλύτερα περιθώρια ελιγμών στην τιμολογιακή πολιτική δίνοντας την ευκαιρία στον ανταγωνισμό να «ανάψει και πάλι».
Το μέτρο είχε επιβληθεί ως μνημονιακή υποχρέωση το καλοκαίρι του 2016 και είχε ανασταλεί από το φθινόπωρο του 2020 λόγω της πανδημίας, αλλά επέστρεψε τον Ιούνιο του 2022 παρά τις αντιδράσεις των παρόχων και τη δυσαρέσκεια των καταναλωτών.
Υπενθυμίζουμε πως η πρόσφατη μελέτη του ΚΕΠΕ για την πειρατεία στη χώρα, σημειώνεται ότι ο κλάδος της συνδρομητικής τηλεόρασης επιβαρύνεται υπέρμετρα με φόρους και τέλη. Όπως επισημαίνει το ΚΕΠΕ, η μείωση της φορολογίας θα μπορούσε να οδηγήσει τους παρόχους να μειώσουν τις τιμές των υπηρεσιών τους και να προχωρήσουν σε νέες επενδύσεις στον κλάδο ώστε να ενισχυθεί ο ανταγωνισμός και η ποιότητα των υπηρεσιών.
Το ΚΕΠΕ σημειώνει ότι η επιβολή τέλους 10% στις υπηρεσίες συνδρομητικής τηλεόρασης στην Ελλάδα αποτελεί ένα βαρύ αποτύπωμα της περιόδου αυστηρής δημοσιονομικής προσαρμογής, με το πρόσθετο αυτό κόστος να μετακυλίεται τους καταναλωτές, μειώνοντας τη διαθέσιμη αγοραστική τους δύναμη.
Επηρεάζει επίσης αρνητικά και τους εγχώριους παρόχους, που βρίσκονται σε μειονεκτική θέση έναντι των ξένων ανταγωνιστών όπως το Netflix και το Disney+, που δεν είναι υποχρεωμένες να πληρώσουν το συγκεκριμένο τέλος και δεν συνεισφέρουν ουσιαστικά στην ελληνική οικονομία.
Ανάσα στους καταναλωτές που δίνει ώθηση στην αγορά
Με τη συνδρομητική τηλεόραση να βρίσκεται σε ανοδική πορεία, η οριστική κατάργηση του τέλους μπορεί να δώσει νέα πνοή στην αγορά και να ενισχύσει το θετικό μομέντουμ που έχει δημιουργηθεί, ενώ θα διευκολύνει και την περαιτέρω μείωση των τιμών, καθώς μέχρι σήμερα οι φόροι που επιβάλλονται και φτάνουν το 45% του λογαριασμού δεν άφηναν πολλά περιθώρια για τιμολογιακούς ελιγμούς.
Η υψηλή φορολογία και η πειρατεία έχουν αποτελέσει τους βασικότερους ανασταλτικούς παράγοντες για την ανάπτυξη της συνδρομητικής στην Ελλάδα, με την κατάργηση του τέλους συνδρομητικής να εκτιμάται πως μπορεί να «δώσει το έναυσμα στους καταναλωτές να στραφούν πιο εύκολα στη συνδρομητική και επίσης μπορεί να οδηγήσει σε πτώση των τιμών».
Όπως σημειώνεται, η κατάργηση του τέλους συνδρομητικής θα φέρει και την αφαίρεση περίπου 4-7 ευρώ από τον κάθε λογαριασμό. Κάτι το οποίο μπορεί να αποτελέσει δυνατό χτύπημα στην πειρατεία που βρίσκεται σε άνθιση στη χώρα μας, με τους παράνομους συνδρομητές να εκτιμώνται μεταξύ 600.000 και 800.000 ατόμων.
Το ζήτημα του κόστους μιας συνδρομής έχει αποτελέσει το βασικό θέμα συζήτησης, με στελέχη της αγοράς να επισημαίνουν ότι τα περιθώρια ελιγμών είναι ελάχιστα από τη στιγμή που επιβάλλονται επιπλέον φόροι στα τιμολόγια. Είναι χαρακτηριστικό πως σύμφωνα με την μελέτη του ΚΕΠΕ για τις επιπτώσεις της πειρατείας στη χώρα, το φθηνότερο συνδρομητικό πακέτο βρίσκεται στα 13,29 ευρώ τον μήνα και το πιο ακριβό στα 36,69 ευρώ με τη χώρα μας να έχει τιμές χαμηλότερες από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο που είναι στα 18,92 ευρώ και 41,27 ευρώ αντίστοιχα.
Το κόστος που απαιτείται για πρόσβαση σε τηλεοπτικό περιεχόμενο αποτελεί και τον κύριο λόγο που οι χρήστες στρέφονται στις παράνομες συνδέσεις, όπως αναφέρει το Ευρωπαϊκό Γραφείο για τη Διανοητική Ιδιοκτησία (EQUIPO).
Η χαμηλότερη τιμή στο περιεχόμενο από νόμιμες πηγές είναι ο συνηθέστερος λόγος που θα απέτρεπε τους χρήστες από τις παράνομες πηγές περιεχομένου, και αυτός είναι και ένας από τους λόγους όπου η Κομισιόν έχει ζητήσει από τους παρόχους, «να αυξήσουν τη διαθεσιμότητα, την οικονομική προσιτότητα και την ελκυστικότητα των εμπορικών τους προσφορών προς τους τελικούς χρήστες σε ολόκληρη την Ένωση», προκειμένου να αντιμετωπιστεί η πειρατεία.
Δικαιότερος ο ανταγωνισμός με τους διεθνείς κολοσσούς
Στελέχη του κλάδου σημειώνουν πως η κυβέρνηση γνωρίζει τα στοιχεία καθώς έχουν αναλυθεί από τους παρόχους, υπογραμμίζοντας ότι η υψηλή φορολογία εκτός από τις συνθήκες αθέμιτου ανταγωνισμού που δημιουργεί, οδηγεί τους καταναλωτές στην πειρατεία, παρά το γεγονός ότι πλέον κινδυνεύουν και αυτοί να βρεθούν υπόλογοι έναντι του νόμου.
Επισημαίνουν πως πλέον ο ανταγωνισμός δεν είναι μεταξύ των ελληνικών παρόχων, αλλα με τις διεθνείς πλατφόρμες streaming που καταλαμβάνουν ολοένα και μεγαλύτερο κομμάτι της πίτας. Τονίζουν πως υπάρχει ανάγκη να υπάρξουν δίκαιες συνθήκες που θα επιτρέψουν και να μεγαλώσει η πίτα των συνδρομητών, επισημαίνοντας πως αν και οι πλατφόρμες όπως το Netflix άλλαξαν τον τρόπο που βλέπουμε τηλεόραση και ανέβασαν τον πήχη των απαιτήσεων των καταναλωτών για ποιοτικό περιεχόμενο, δεν έχουν καμία συνεισφορά στην ελληνική οικονομία.
Όπως τονίζει το ΚΕΠΕ, «η επιβολή του τέλους 10% συμβάλλει στη δημιουργία ενός άνισου ανταγωνιστικού περιβάλλοντος» με τους ελληνικούς παρόχους να βρίσκονται σε μειονεκτική θέση, καθώς πρέπει να απορροφήσουν το πρόσθετο κόστος, ενώ οι ξένες εταιρείες απολαμβάνουν ένα συγκριτικό πλεονέκτημα, χωρίς να υποχρεούνται σε αντίστοιχες επιβαρύνσεις».
«Δεν γίνεται να μην πληρώνουν το Netflix και οι άλλες πλατφόρμες streaming, και να πληρώνουν μόνο οι Έλληνες πάροχοι. Δεν γίνεται να υπάρχουν δυο μέτρα και δυο σταθμά», αναφέρουν χαρακτηριστικά στελέχη του κλάδου, έχοντας και αυτοί με τη σειρά τους στραμμένο το βλέμμα στις επικείμενες ανακοινώσεις του πρωθυπουργού.
Οι πάροχοι υπενθυμίζουν πως προχωρούν συνεχώς σε επενδύσεις για τον εμπλουτισμό του περιεχομένου τους, με δικές τους παραγωγές που ενισχύουν το εισόδημα εκατοντάδων εργαζομένων συνεισφέροντας στα δημόσια έσοδα. Επίσης, έχουν προχωρήσει σε συμφωνίες όπως εκείνη μεταξύ Cosmote και Nova για αμοιβαία ανταλλαγή αθλητικού περιεχομένου, που ενίσχυσε περαιτέρω τον αριθμό συνδρομητών της αγοράς.