Χαμηλότερα των προσδοκιών των οικονομολόγων αλλά και στόχων του προϋπολογισμού διαμορφώθηκε το ΑΕΠ στο δεύτερο τρίμηνο με τον ρυθμό ανάπτυξης να προσγειώνεται σε ετήσια βάση, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, στο +1,7% από +2,2% που ήταν στο πρώτο τρίμηνο.
Αν και η οικονομία εξακολουθεί να υπεραποδίδει έναντι του μέσου όρου της Ευρωζώνης (+1,5%) ωστόσο η δυναμική εξασθενεί και αυτό παρά το γεγονός ότι η Ελλάδα επωφελείται περισσότερο από το Ταμείο Ανάκαμψης συγκριτικά με τις άλλες ευρωπαϊκές οικονομίες.
Ενθαρρυντικό στοιχείο η βελτίωση των ποιοτικών χαρακτηριστικών της ανάπτυξης όπως επισημαίνει ο Chief Economist της Eurobank, Τάσος Αναστασάτος. Μέχρι τώρα οδηγός των υψηλών ρυθμών ανάπτυξης ήταν η ιδιωτική κατανάλωση ενώ τώρα η αύξηση του ΑΕΠ στηρίχθηκε κυρίως στις επενδύσεις και τις εξαγωγές.
«Σε αντίθεση με τα προηγούμενα τρίμηνα, η ανάπτυξη στηρίχθηκε λιγότερο στην αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης, η οποία επιβραδύνθηκε στο 1.0% YoY (μειούμενη κατά -0,2%QoQ), εν μέρει λόγω επιδράσεων βάσης κι εν μέρει λόγω της διατήρησης του δείκτη καταναλωτικής εμπιστοσύνης σε αρνητικό έδαφος, καθώς η επιμονή του πληθωρισμού επιδρά στις προσδοκίες των καταναλωτών», επισημαίνει σε σημείωμά του ο κ. Αναστασάτος,.
«Αντίθετα, οι επενδύσεις παγίων αυξήθηκαν κατά 6,5%ΥοY, μετά τη μείωση κατά -2,3% ΥοY το προηγούμενο τρίμηνο (+7,4% από -5,0% αντιστοίχως σε τριμηνιαία βάση), συνεισφέροντας θετικά στην ετήσια ανάπτυξη κατά 1,04 ποσοστιαίες μονάδες».
Παρά την ποιοτική αυτή βελτίωση η επίδοση του ΑΕΠ κινείται σημαντικά χαμηλότερα των στόχων που έχει θέσει η κυβέρνηση και φαίνεται δύσκολη η επίτευξη των στόχων του προϋπολογισμού.
«Ο ρυθμός ανόδου υπολείπεται από το +8,4% αύξηση που έχει υποθέσει ο προϋπολογισμός του 2025, ο οποίος για να επιτευχθεί πλέον θα πρέπει να σημειωθεί αύξηση των επενδύσεων παγίων κατά σχεδόν 15% YoY και στα επόμενα δύο τρίμηνα. Αν και αυτός ο στόχος είναι φιλόδοξος, η επιτάχυνση των έργων του ΤΑΑ τα δύο επόμενα τρίμηνα και η επίτευξη του χρονοδιαγράμματος των πληρωμών, παρέχουν στήριξη», σημειώνει ο κ. Αναστασάτος.
«Συμπερασματικά», τονίζει ο επικεφαλής οινομολόγος της Eurobank, «η ελληνική οικονομία συνεχίζεται να υπεραποδίδει σε όρους ανάπτυξης από την λοιπή Ευρωζώνη, έστω και ηπιότερα. Η ανάπτυξη παρουσιάζεται αυτό το τρίμηνο πιο ισόρροπη μεταξύ των συστατικών του ΑΕΠ, ωστόσο είναι νωρίς αυτό να αποδοθεί σε κάποιον δομικό μετασχηματισμό, καθόσον σε ένα βαθμό οφείλεται σε παράγοντες της συγκυρίας (μείωση τιμών πετρελαίου, ανάκαμψη οικοδομής μετά το πάγωμα λόγω ΝΟΚ).
Κατόπιν των στοιχείων των δύο πρώτων τριμήνων, για να επιτευχθεί ο ετήσιος στόχος του προϋπολογισμού και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για ανάπτυξη 2,3% στο σύνολο του 2025, θα πρέπει η οικονομία τα επόμενα δύο τρίμηνα να αναπτυχθεί με μέσο ετήσιο ρυθμό 2,65%, το οποίο κρίνεται απαιτητικό με βάση και την αστάθεια του εξωτερικού περιβάλλοντος. Το ΤΑΑ παρέχει μία αντιστάθμιση της αστάθειας του εξωτερικού περιβάλλοντος, λειτουργώντας ως αντι-κυκλικό εργαλείο.
Επομένως, είναι σημαντικό να ενισχυθούν οι προσπάθειες ώστε να εξασφαλιστεί η λήψη όσον το δυνατόν μεγαλύτερου τμήματος των διαθέσιμων πόρων και, κυρίως, η διάθεση αυτών των πόρων σε χρήσεις που τονώνουν τον σχηματισμό κεφαλαίου και την παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας, καθόσον η ανάπτυξη δεν μπορεί να βασίζεται πλέον σε κυκλικούς παράγοντες.
Σε πιο μακροπρόθεσμο επίπεδο, το βασικό εργαλείο για την επίτευξη των αναπτυξιακών στόχων παραμένουν οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, οι οποίες πρέπει να συνεχιστούν με φιλόδοξο κι εμπροσθοβαρή τρόπο».
Το σημείωμα του κ. Αναστασάτου
Το ελληνικό ΑΕΠ σημείωσε το 2ο τρίμηνο του 2025 πραγματική αύξηση κατά 1,7% σε ετήσια βάση (0,6% σε τριμηνιαία βάση), υψηλότερο από τον μέσο αντίστοιχο στην Ευρωζώνη (1,5% ΥοΥ) αλλά επιβραδυμένο από το 2,2% στο 1ο τρίμηνο του 2025 και κάτω από την πρόβλεψη του επίσημου τομέα για ανάπτυξη 2,3% στο σύνολο του 2025, εν μέσω αστάθειας του εξωτερικού περιβάλλοντος. Ωστόσο, τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της ανάπτυξης παρουσιάζουν στοιχεία βελτίωσης σε σχέση με προηγούμενα τρίμηνα.
Σε αντίθεση με τα προηγούμενα τρίμηνα, η ανάπτυξη στηρίχθηκε λιγότερο στην αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης, η οποία επιβραδύνθηκε στο 1.0% YoY (μειούμενη κατά -0,2%QoQ), εν μέρει λόγω επιδράσεων βάσης κι εν μέρει λόγω της διατήρησης του δείκτη καταναλωτικής εμπιστοσύνης σε αρνητικό έδαφος, καθώς η επιμονή του πληθωρισμού επιδρά στις προσδοκίες των καταναλωτών.
Αντίθετα, οι επενδύσεις παγίων αυξήθηκαν κατά 6,5%ΥοY, μετά τη μείωση κατά -2,3% ΥοY το προηγούμενο τρίμηνο (+7,4% από -5,0% αντιστοίχως σε τριμηνιαία βάση), συνεισφέροντας θετικά στην ετήσια ανάπτυξη κατά 1,04 ποσοστιαίες μονάδες. Πάρα ταύτα, ο ρυθμός ανόδου υπολείπεται από το +8,4% αύξηση που έχει υποθέσει ο προϋπολογισμός του 2025, ο οποίος για να επιτευχθεί πλέον θα πρέπει να σημειωθεί αύξηση των επενδύσεων παγίων κατά σχεδόν 15% YoY και στα επόμενα δύο τρίμηνα. Αν και αυτός ο στόχος είναι φιλόδοξος, η επιτάχυνση των έργων του ΤΑΑ τα δύο επόμενα τρίμηνα και η επίτευξη του χρονοδιαγράμματος των πληρωμών, παρέχουν στήριξη. Μεταξύ των βασικών κατηγοριών ακαθάριστου σχηματισμού πάγιου κεφαλαίου, η αύξηση προήλθε κυρίως από την αύξηση του μεταφορικού εξοπλισμού (+30,4% ή κατά €207,0 εκατ., σε σταθερές τιμές 2020, πιθανώς εν μέρει από την παραλαβή των ηλεκτρικών λεωφορείων), των κατοικιών (+15,2% ή +€169 εκατ., μια ανάκαμψη από την μείωση του προηγούμενου τριμήνου που σχετιζόταν και με την ακύρωση του Νέου Οικοδομικού Κανονισμού) και των άλλων κατασκευών (+7,7% ή +134,0 εκατ.). Αντίθετα, μείωση κατά -13,3%YoY ή -€104 εκατ. παρουσίασαν οι επενδύσεις σε Εξοπλισμό Τεχνολογίας Πληροφορικής και Επικοινωνίας.
Ο συνολικός ακαθάριστος σχηματισμός κεφαλαίου μειώθηκε κατά -10,4% σε ετήσια βάση, παρά την αύξηση των επενδύσεων παγίων, λόγω της μείωσης των αποθεμάτων (-€693εκατ. σε τρέχουσες τιμές, -71,5%, αφαίρεσαν 3,2 ποσοστιαίες μονάδες από τον ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης), μετά και την έντονη συσσώρευση τα δύο προηγούμενα τρίμηνα, μέρος της οποίας πιθανώς αφορούσε ημιτελή επενδυτικά αγαθά.
Ο εξωτερικός τομέας, σε αντίθεση με προηγούμενα τρίμηνα, είχε θετική συνεισφορά στην ετήσια ανάπτυξη (κατά 2,2 π.μ.), καθώς οι εισαγωγές αγαθών και υπηρεσιών μειώθηκαν κατά -3,2% YoY, ενώ οι εξαγωγές αυξήθηκαν κατά 1,9% YoY, έστω και επιβραδυμένες από το +2,6% ΥοΥ του προηγούμενου τριμήνου. Ωστόσο, η μείωση των εισαγωγών αγαθών εν πολλοίς προέρχεται από τη μείωση των τιμών του πετρελαίου, ενώ οι εισαγωγές αγαθών πλην πετρελαίου συνέχισαν να αυξάνονται κι επιπροσθέτως αυξήθηκαν και τα ταξίδια Ελλήνων στο εξωτερικό.
Σε κλαδικό επίπεδο, την ισχυρότερη αύξηση της ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας τους σημείωσαν οι Κατασκευές (+11,0% YoY, με ώθηση από τα δημόσια έργα του ΤΑΑ αλλά και την ανάκαμψη της ιδιωτικής οικοδομικής δραστηριότητας μετά τις αλλαγές στους σχετικούς νόμους). Ακολούθησαν οι Επαγγελματικές και διοικητικές υπηρεσίες (+5,6% YoY) και οι Χρηματοπιστωτικές δραστηριότητες (+5,2% YoY). Αντίθετα, η Βιομηχανία παρέμεινε στάσιμη (-0,1% YoY), λόγω αδύναμης εξωτερικής ζήτησης, στον απόηχο των δασμολογικών πολέμων και των γεωστρατηγικών αναταράξεων.
Συμπερασματικά , η ελληνική οικονομία συνεχίζεται να υπεραποδίδει σε όρους ανάπτυξης από την λοιπή Ευρωζώνη, έστω και ηπιότερα. Η ανάπτυξη παρουσιάζεται αυτό το τρίμηνο πιο ισόρροπη μεταξύ των συστατικών του ΑΕΠ, ωστόσο είναι νωρίς αυτό να αποδοθεί σε κάποιον δομικό μετασχηματισμό, καθόσον σε ένα βαθμό οφείλεται σε παράγοντες της συγκυρίας (μείωση τιμών πετρελαίου, ανάκαμψη οικοδομής μετά το πάγωμα λόγω ΝΟΚ). Κατόπιν των στοιχείων των δύο πρώτων τριμήνων, για να επιτευχθεί ο ετήσιος στόχος του προϋπολογισμού και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για ανάπτυξη 2,3% στο σύνολο του 2025, θα πρέπει η οικονομία τα επόμενα δύο τρίμηνα να αναπτυχθεί με μέσο ετήσιο ρυθμό 2,65%, το οποίο κρίνεται απαιτητικό με βάση και την αστάθεια του εξωτερικού περιβάλλοντος. Το ΤΑΑ παρέχει μία αντιστάθμιση της αστάθειας του εξωτερικού περιβάλλοντος, λειτουργώντας ως αντι-κυκλικό εργαλείο. Επομένως, είναι σημαντικό να ενισχυθούν οι προσπάθειες ώστε να εξασφαλιστεί η λήψη όσον το δυνατόν μεγαλύτερου τμήματος των διαθέσιμων πόρων και, κυρίως, η διάθεση αυτών των πόρων σε χρήσεις που τονώνουν τον σχηματισμό κεφαλαίου και την παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας, καθόσον η ανάπτυξη δεν μπορεί να βασίζεται πλέον σε κυκλικούς παράγοντες. Σε πιο μακροπρόθεσμο επίπεδο, το βασικό εργαλείο για την επίτευξη των αναπτυξιακών στόχων παραμένουν οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, οι οποίες πρέπει να συνεχιστούν με φιλόδοξο κι εμπροσθοβαρή τρόπο.