Σε τελετή που πραγματοποιήθηκε σήμερα, παραδόθηκαν 50 νέα οχήματα 4x4 SUV στη Δασική Υπηρεσία, στο πλαίσιο του Εθνικού Προγράμματος Πολιτικής Προστασίας «ΑΙΓΙΣ», συνολικού προϋπολογισμού 12,75 εκατ. ευρώ.
Παρόντες στην εκδήλωση ήταν οι υπουργοί Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Σταύρος Παπασταύρου, και Κλιματικής Κρίσης και Πολιτικής Προστασίας, Γιάννης Κεφαλογιάννης, μαζί με ανώτερα στελέχη των δύο υπουργείων και εκπροσώπους των δασικών υπηρεσιών.
Ο κ. Παπασταύρου ανέδειξε τη σημασία της πρόληψης, της επιχειρησιακής ετοιμότητας και της αποκατάστασης. Όπως δήλωσε, τα νέα οχήματα ενισχύουν το επιχειρησιακό σκέλος της δασοπροστασίας και υποστηρίζουν τον στρατηγικό σχεδιασμό για πιο ανθεκτικά οικοσυστήματα.
Επεσήμανε τη σημασία των έργων αποκατάστασης μετά από καταστροφές, όπως αντιπλημμυρικά και αναδασώσεις, ενώ τόνισε πως για πρώτη φορά μετά από 20 χρόνια προχωρά η ενίσχυση του προσωπικού των Δασικών Υπηρεσιών.
«Σε κάθε φωτιά, σε κάθε φυσική καταστροφή, Πολιτεία και κοινωνία θα είναι εκεί: να προλάβουν, να δράσουν, να θεραπεύσουν. Το δάσος είναι πνεύμονας, πολιτιστικό αγαθό και ευθύνη όλων μας», δήλωσε χαρακτηριστικά.
Από την πλευρά του, ο κ. Κεφαλογιάννης χαρακτήρισε την προμήθεια των οχημάτων ως πράξη ευθύνης και στρατηγικής πρόληψης απέναντι στην κλιματική κρίση.
Υπογράμμισε τη σημασία της έγκαιρης ειδοποίησης και επέμβασης και στάθηκε στη διαρκή συνεργασία των αρμόδιων υπουργείων ως πρότυπο λειτουργίας για την Πολιτεία.
«Η προστασία των δασών δεν είναι τεχνική υπόθεση, είναι δείκτης πολιτισμού και ικανότητας μιας κοινωνίας να προνοεί και να προστατεύει το μέλλον της», ανέφερε.
Ο Γενικός Γραμματέας Δασών, Στάθης Σταθόπουλος, έκανε λόγο για «σημαντικό βήμα επανεξοπλισμού» μετά από δύο δεκαετίες, ενώ ο Γ.Γ. Πολιτικής Προστασίας, Νίκος Παπαευσταθίου, τόνισε την ανάγκη αξιοποίησης σύγχρονων τεχνολογιών και συνεργειών για την προστασία του φυσικού πλούτου.
Τα νέα οχήματα αποτελούν τα πρώτα από έναν στόλο 300 που προβλέπει το πρόγραμμα και προορίζονται για επιτήρηση και άμεση επέμβαση στη φάση πρώτης προσβολής πυρκαγιών, καλύπτοντας κρίσιμο επιχειρησιακό κενό στη διαχείριση δασικών κινδύνων.