Επίσκεψη στο έργο αποκατάστασης του Τεμένους Βαγιαζήτ στο Διδυμότειχο πραγματοποίησε η υπουργός Πολιτισμού, Λίνα Μενδώνη, μαζί με υπηρεσιακό κλιμάκιο. Η επίσκεψη εντάσσεται στο πλαίσιο της παρακολούθησης της προόδου των παρεμβάσεων που αφορούν την προστασία και ανάδειξη της πολιτιστικής κληρονομιάς της Θράκης.
Το έργο, με συνολικό προϋπολογισμό 12,5 εκατ. ευρώ, χρηματοδοτείται από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας και το Εθνικό Πρόγραμμα Ανάπτυξης, γεγονός που υπογραμμίζει τη στρατηγική σημασία του για την ευρύτερη περιοχή του Έβρου και την πολιτιστική της ανάδειξη.
Πρόκειται για μια τεχνικά απαιτητική αποκατάσταση που υλοποιείται με αυστηρό χρονοδιάγραμμα μέχρι το πρώτο τρίμηνο του 2026. Βασικός στόχος είναι η διατήρηση και ανάδειξη της ιστορικής διαστρωμάτωσης του μνημείου, ώστε να είναι ευδιάκριτη η διαχρονική του εξέλιξη στο πέρασμα των αιώνων.
Σε δηλώσεις της, η υπουργός υπογράμμισε: «Ο Έβρος βρίσκεται στο επίκεντρο των προτεραιοτήτων της κυβέρνησης. Από το 2019, τα επενδυόμενα κονδύλια στον πολιτισμό ξεπέρασαν τα 70 εκατ. ευρώ.
Για εμάς, ο πολιτισμός είναι άμυνα και το αντιλαμβάνονται καλύτερα οι Εβρίτες που ζουν στα σύνορα.» Η ίδια τόνισε ότι το έργο στο Τέμενος Βαγιαζήτ, το οποίο εγκαινιάστηκε το 1420, εξελίσσεται με ικανοποιητικούς ρυθμούς, ενώ αντιμετώπισε πολλές προκλήσεις λόγω της ιστορικότητας και των δομικών ιδιαιτεροτήτων του μνημείου.
Η υπουργός είχε την ευκαιρία να επιθεωρήσει την εξέλιξη των εργασιών στη ξύλινη οροφή και τον μινάρε, ανεβαίνοντας στις κατασκευασμένες σκαλωσιές που αγγίζουν τα 18 μέτρα.
Σημαντικές ποσότητες φυσικής ξυλείας δρυός μεγάλης διατομής, προερχόμενη από αειφόρα δάση της Ευρώπης, έχουν ήδη τοποθετηθεί στη στέψη των τοίχων και στους εσωτερικούς πεσσούς του μνημείου. Η ξυλεία έχει πιστοποιηθεί για την αντοχή της και διαμορφώθηκε στα επιθυμητά μεγέθη σύμφωνα με τις εγκεκριμένες μελέτες.
Σε εξέλιξη βρίσκεται επίσης η αποδόμηση του μιναρέ για τη δομική του αποκατάσταση, με επαναχρησιμοποίηση διαθέσιμου υλικού και προσθήκη νέου, όπου απαιτείται.
Το Τέμενος Βαγιαζήτ αποτελεί εμβληματικό οθωμανικό μνημείο της περιοχής, με ενιαία αίθουσα προσευχής, μιναρέ στη δυτική πλευρά και έκταση περίπου ενός στρέμματος. Η πυρκαγιά του Μαρτίου 2017 κατέστησε αναγκαία τη ριζική αποκατάσταση της στέγης του.
Στην αυτοψία παρέστησαν εκπρόσωποι της τοπικής και πολιτικής ηγεσίας, μεταξύ των οποίων ο βουλευτής Αναστάσιος Δημοσχάκης, ο γενικός γραμματέας Πολιτισμού Γιώργος Διδασκάλου, ο δήμαρχος Διδυμοτείχου Ρωμύλος Χατζηγιάννογλου και στελέχη των αρμόδιων υπηρεσιών του ΥΠΠΟ.
Παράλληλα, στο Βυζαντινό Μουσείο Διδυμοτείχου παρουσιάστηκε το ερευνητικό πρόγραμμα αποκατάστασης και ανάδειξης του Κάστρου Διδυμοτείχου, που εκπονήθηκε σε συνεργασία του Υπουργείου Πολιτισμού με το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.
Το πρόγραμμα θέτει σε προτεραιότητα τις αναγκαίες παρεμβάσεις για τη μακροπρόθεσμη συντήρηση και ανάδειξη του σημαντικού αυτού μνημείου, διασφαλίζοντας την ενσωμάτωσή του στο αστικό περιβάλλον της πόλης.
Η Λίνα Μενδώνη αναφέρθηκε στη σημασία του κάστρου, το χαρακτηριστικό του λόφο Καλέ και την ανάγκη συνολικής διαχείρισης: «Η εκπόνηση ενός ολοκληρωμένου διαχειριστικού σχεδίου ήταν αναγκαία προκειμένου να μην γίνουν αποσπασματικές επεμβάσεις, αλλά να εφαρμοστεί μια οργανωμένη στρατηγική βάσει τεκμηρίωσης και στοχευμένων παρεμβάσεων.
Ήδη η πρώτη φάση ξεκινά με χρηματοδότηση από το ΕΣΠΑ 2021-2027 της Περιφέρειας Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης».
Το ερευνητικό πρόγραμμα, στη πρώτη του φάση, επικεντρώθηκε στην ανάλυση και αρχιτεκτονική τεκμηρίωση του συνόλου του κάστρου, ενώ στη δεύτερη φάση δόθηκε έμφαση στον καθορισμό των παρεμβάσεων με βάση τα τμήματα που εμφανίζουν τα σοβαρότερα δομικά προβλήματα.
Αναμένεται άμεσα να ξεκινήσουν εργασίες σε κρίσιμες πύλες και πύργους, όπως την Πύλη Γέφυρας και την Πύλη Αγοράς, ενώ παράλληλα δρομολογείται αποκατάσταση των διαδρομών, της λιθοδομής και των περιβαλλοντικών υποδομών.
Το Κάστρο του Διδυμοτείχου χρονολογείται από τον 6ο αιώνα μ.Χ. και αποτελούσε σημαντικό διοικητικό, εμπορικό και στρατιωτικό κέντρο της βυζαντινής περιόδου, με ισχυρή οχύρωση μήκους 1.300 μέτρων και 24 πύργους, οι περισσότεροι από τους οποίους σώζονται έως σήμερα.
Εντός του περιβόλου υπάρχουν πολυάριθμα λαξευτά σπήλαια, ένα μικρό ναΐδριο και η σημερινή αρμενική εκκλησία του Αγίου Γεωργίου, χτισμένη στη θέση του βυζαντινού ναού όπου στέφθηκε αυτοκράτορας ο Ιωάννης Στ΄ Καντακουζηνός το 1341.
Στην εκδήλωση συμμετείχαν, εκτός της ηγεσίας του ΥΠΠΟΑ, εκπρόσωποι της τοπικής αυτοδιοίκησης και της Περιφέρειας καθώς και μέλη της ερευνητικής ομάδας του ΑΠΘ και το κοινό της περιοχής.