Η αμερικανική διπλωματία εξέφρασε έντονη ανησυχία για τη συρρίκνωση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Ευρώπη, θέτοντας ιδιαίτερη έμφαση στους περιορισμούς που επιβάλλονται στην ελευθερία της έκφρασης, σύμφωνα με τη νέα, πολυαναμενόμενη έκθεση του Στέιτ Ντιπάρτμεντ που δόθηκε στη δημοσιότητα την Τρίτη.
Για το 2024, το υπουργείο Εξωτερικών των ΗΠΑ επισημαίνει πως χώρες όπως η Γερμανία, η Βρετανία και η Γαλλία αντιμετωπίζουν σοβαρή επιδείνωση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, με έντονη αναφορά στην περιορισμένη έκφραση της γνώμης και την αύξηση φαινομένων αντισημιτισμού στη Γαλλία, ενώ η Βρετανία φέρνει στο προσκήνιο τον σχετικό νόμο περί διαδικτυακής ασφάλειας, ο οποίος έχει αποτελέσει θέμα αντιδράσεων – κυρίως λόγω επικρίσεων από τον ιστότοπο X, του Έλον Μασκ.
Απαντώντας σε σχετικό ερώτημα, η εκπρόσωπος Τάμι Μπρους τόνισε ότι «η κυβερνητική λογοκρισία είναι ανυπόφορη σε μια ελεύθερη κοινωνία», αποφεύγοντας να στοχοποιήσει συγκεκριμένα κράτη. Παράλληλα, υπογράμμισε πως κυβερνήσεις συνεχίζουν να επιβάλλουν λογοκρισία, παρακολουθήσεις και περιορισμούς σε πολιτικά ή θρησκευτικά μη αρεστές φωνές.
Αίσθηση προκάλεσε η παρέμβαση του Αμερικανού Αντιπροέδρου, Βανς, ο οποίος τον Φεβρουάριο στο Μόναχο επεσήμανε ότι η ελευθερία της έκφρασης «υποχωρεί» στην Ευρώπη. Η τοποθέτησή του έρχεται σε συμφωνία με θέσεις κομμάτων όπως η AfD της Γερμανίας, η οποία πρόσφατα χαρακτηρίστηκε «εξτρεμιστική δεξιά» από τις γερμανικές αρχές.
Η ετήσια έκθεση του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, αναλυτική και κατά χώρα, έχει χρησιμεύσει παραδοσιακά ως σημείο αναφοράς στην παγκόσμια αποτύπωση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Φέτος, όμως, εκπονήθηκε αρχικά από την κυβέρνηση Μπάιντεν, γεγονός που οδήγησε το Στέιτ Ντιπάρτμεντ να πραγματοποιήσει σημαντικές αλλαγές ώστε να αντανακλά τις προτεραιότητες της διακυβέρνησης Τραμπ.
Ιδιαίτερη έμφαση δόθηκε στη στάση κατά της πολυμορφίας και σε ζητήματα όπως η άμβλωση, ενώ οι αλλαγές προέβλεπαν ότι οι εκθέσεις «απλοποιήθηκαν ώστε να είναι πιο χρήσιμες και προσβάσιμες στο πεδίο» και να ευθυγραμμίζονται με τη νέα κυβερνητική γραμμή.
Ωστόσο, αυτή η αναδιάρθρωση προκάλεσε αντιδράσεις από τη δημοκρατική αντιπολίτευση και οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων, που εκφράζουν επιφυλάξεις ως προς το κατά πόσο η παρούσα έκδοση αποτυπώνει με ειλικρίνεια τις διεθνείς παραβιάσεις.
Ο γερουσιαστής Κρις Βαν Χόλεν προειδοποίησε πως η «πολιτικοποίηση» των εκθέσεων ενδέχεται να υπονομεύσει τους σκοπούς τους, μειώνοντας ταυτόχρονα την αξιοπιστία του Στέιτ Ντιπάρτμεντ.
Στην περίπτωση του Ελ Σαλβαδόρ, η έκθεση του ΥΠΕΞ κάνει λόγο πως «δεν υπάρχουν αξιόπιστες πληροφορίες για σημαντικές παραβιάσεις» ανθρωπίνων δικαιωμάτων, παρά τη διεθνή κατακραυγή για τις συνθήκες στις φυλακές και τον τρόπο διαχείρισης του εγκλήματος.
Αντίστοιχα, η απόφαση της κυβέρνησης Τραμπ να απελάσει στη χώρα εκατοντάδες πολίτες της Βενεζουέλας, οι οποίοι υποστήριξαν ότι υπέστησαν κακομεταχείριση σε φυλακές, έχει προκαλέσει σφοδρές επικρίσεις.
Αντίθετα, απέναντι σε χώρες με τεταμένες σχέσεις με τις ΗΠΑ, όπως η Νότια Αφρική και η Βραζιλία, η έκθεση υιοθετεί αυστηρή ρητορική.
Η Νότια Αφρική παρουσιάζεται ως περιοχή όπου η κατάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων έχει «επιδεινωθεί αξιοσημείωτα», αναφέρονται μέτρα όπως η απαλλοτρίωση ακινήτων από λευκούς πολίτες και νέες παραβιάσεις κατά φυλετικών μειονοτήτων, μια κριτική που συνδέεται και με τον νόμο αναδιανομής γης ο οποίος επιχειρεί να διορθώσει αδικίες του παρελθόντος, προερχόμενες από την περίοδο του απαρτχάιντ.
Η Βραζιλία, σύμφωνα με το Στέιτ Ντιπάρτμεντ, υιοθέτησε «υπερβολικά και δυσανάλογα μέτρα» που επηρεάζουν την ελευθερία της έκφρασης και περιορίζουν την πρόσβαση σε ψηφιακό περιεχόμενο κρινόμενο «βλαπτικό για τη δημοκρατία».
Ομοσπονδιακοί δικαστές της χώρας έχουν δεχθεί αμερικανικές κυρώσεις, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τον δικαστή Αλεσάντρ ντε Μοράις, ο οποίος ηγείται της δίκης του πρώην προέδρου Ζαΐχ Μπολσονάρου για απόπειρα πραξικοπήματος, αλλά βρέθηκε στο επίκεντρο και λόγω της αντιπαράθεσης με τον Μασκ για περιορισμούς πλατφορμών.
Παράλληλα, όσον αφορά το Ισραήλ, στην έκθεση καταγράφεται μια σημαίνουσα διαφοροποίηση: γίνεται λιγότερη αναφορά σε σχέση με το παρελθόν και παραλείπεται παντελώς οποιαδήποτε μνεία για τον εν εξελίξει πόλεμο στη Λωρίδα της Γάζας.