Η Google απέφυγε την υποχρέωση πώλησης του Chrome, του δημοφιλούς δωρεάν φυλλομετρητή, μετά τη δικαστική απόφαση στις ΗΠΑ που απέρριψε το σχετικό αίτημα της αμερικανικής κυβέρνησης.
Ωστόσο, η εταιρεία υποχρεώνεται πλέον να μοιράζεται σημαντικά δεδομένα αναζητήσεων με ανταγωνιστές της, μια εξέλιξη που στοχεύει στην ενίσχυση του ανταγωνισμού στην ψηφιακή αγορά.
Η ανακοίνωση της απόφασης οδήγησε σε άνοδο της μετοχής της Alphabet (μητρικής της Google) κατά 6,59% στο Χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης, με τον τεχνολογικό δείκτη Nasdaq να επηρεάζεται επίσης θετικά (+0,86%). Το ευνοϊκό αυτό κλίμα αποδίδεται εν μέρει στην υποχώρηση των ανησυχιών σχετικά με τον εμπορικό πόλεμο.
Η δικαστική διένεξη είχε ξεκινήσει τον Αύγουστο του 2024, όταν η αμερικανική δικαιοσύνη έκρινε τη Google ένοχη για διατήρηση μονοπωλίου στις διαδικτυακές αναζητήσεις μέσω αποκλειστικών συμφωνιών εκατομμυρίων δολαρίων με εταιρείες κατασκευής smartphone όπως η Apple και η Samsung. Παρ’ όλο που το υπουργείο Δικαιοσύνης αξίωσε την πώληση του Chrome, το δικαστήριο αποφάνθηκε τελικά ότι είναι αρκούντως αποτελεσματική η υποχρεωτική κοινοποίηση των δεδομένων αναζητήσεων σε ανταγωνιστές, χωρίς να επιβληθεί η απώλεια του φυλλομετρητή, μέτρο που χαρακτηρίστηκε “υπερβολικά περίπλοκο και ριψοκίνδυνο” από τον δικαστή Αμίτ Μέχτα.
Η απόφαση αυτή θεωρείται κομβική για τον έλεγχο των αντιμονοπωλιακών πρακτικών των τεχνολογικών κολοσσών, με πιθανές μακροπρόθεσμες συνέπειες για τον κλάδο.
Όπως εξήγησε η αντιπρόεδρος ρυθμιστικών θεμάτων της Google, Λι-Αν Μαλχόλαντ, η σημερινή αγορά διαμορφώνεται υπό την επίδραση της Τεχνητής Νοημοσύνης, γεγονός που, σύμφωνα με την ίδια, δίνει στους χρήστες “περισσότερα μέσα για να βρουν πληροφορίες” και εντείνει τον ανταγωνισμό. Η Google πάντως εξέφρασε ανησυχίες σχετικά με το ενδεχόμενο η κοινοποίηση δεδομένων να επηρεάσει αρνητικά τους χρήστες αλλά και την προστασία της ιδιωτικότητάς τους.
Ο δικαστής Μέχτα επισήμανε πως το τοπίο των διαδικτυακών αναζητήσεων έχει αλλάξει σημαντικά μετά το 2020 με την είσοδο νέων παικτών όπως η OpenAI, σημειώνοντας ότι ο ανταγωνισμός είναι ενισχυμένος πλέον τόσο οικονομικά όσο και τεχνολογικά.
Το υπουργείο Δικαιοσύνης ζητούσε, επιπλέον, τον περιορισμό στις επενδύσεις της Google σε εταιρείες τεχνητής νοημοσύνης και την παύση πληρωμών σε εταιρείες ώστε να τοποθετούν τη μηχανή αναζήτησής της ως προεπιλογή στις συσκευές τους. Παρόλα αυτά, ο δικαστής έκρινε ότι το αμερικανικό δημόσιο υπερέβη τα όριά του με ορισμένες από τις απαιτήσεις του.
Σύμφωνα με τον καθηγητή νομικής Καρλ Τομπάιας, πρόκειται για “μια προσωρινή μεν νίκη για τη Google, με σημαντικές ωστόσο νέες προκλήσεις στο άμεσο μέλλον”, αφήνοντας ανοιχτό το ενδεχόμενο η εταιρεία να πρέπει να ανασχεδιάσει τη στρατηγική της.
Το δικαστήριο έκρινε επίσης πως η απαγόρευση των συμφωνιών μεταξύ της Google και των κατασκευαστών smartphone δεν θα ωφελούσε τους καταναλωτές ή την αγορά. Αν και η εταιρεία εμποδίζεται να συνάπτει “συμφωνίες αποκλειστικότητας”, εξακολουθεί να είναι νόμιμη η αποζημίωση πλατφορμών όπως η Apple και η Mozilla.
Την εποπτεία για την εφαρμογή αυτών των διορθωτικών μέτρων θα αναλάβει τεχνική επιτροπή, ενώ τα νέα μέτρα θα ισχύσουν 60 μέρες μετά την έκδοση της τελικής απόφασης – η οποία αναμένεται το αργότερο έως τις 10 Σεπτεμβρίου, με διαβουλεύσεις να βρίσκονται ήδη σε εξέλιξη.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η Google αντιμετωπίζει και άλλες αντιμονοπωλιακές υποθέσεις: τις επόμενες εβδομάδες στη Βιρτζίνια, ομοσπονδιακό δικαστήριο θα αποφανθεί για τις πρακτικές της στον τομέα των διαφημιστικών δραστηριοτήτων, ενώ πριν από λίγους μήνες θεσπίστηκε ότι η εταιρεία διατηρεί παράνομο μονοπώλιο εις βάρος του ανταγωνισμού.
Η υπόθεση εντάσσεται σε μια συνολική προσπάθεια της αμερικανικής κυβέρνησης, τόσο υπό Δημοκρατικούς όσο και τους Ρεπουμπλικανούς, να ελέγξει τους κολοσσούς της τεχνολογίας. Αυτή τη στιγμή, συνολικά πέντε σημαντικές αντιμονοπωλιακές υποθέσεις εκδικάζονται κατά μεγάλων εταιρειών του κλάδου.
Από την προεδρία Τραμπ και τη δίωξη της Meta (Facebook), μέχρι τους νέους ελέγχους της κυβέρνησης Μπάιντεν απέναντι σε Apple, Amazon και Google, διαφαίνεται μια εντεινόμενη επιθυμία για ρύθμιση της