Σε σημαντική αναβάθμιση της τιμής-στόχου της μετοχής της ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ, από τα 25,20 στα 31,0 ευρώ, προχώρησε η Πειραιώς Χρηματιστηριακή, εστιάζοντας στις θετικές προοπτικές του ενεργειακού χαρτοφυλακίου, την αυξημένη αποτίμηση των παραχωρήσεων και την υψηλή κερδοφορία του κατασκευαστικού κλάδου του Ομίλου.
Η αναβάθμιση έρχεται σε συνέχεια της στρατηγικής συμφωνίας με τη Motor Oil, μέσω της οποίας οι δύο εταιρείες συνενώνουν τις ενεργειακές τους δραστηριότητες σε μια νέα εταιρεία με μετοχική σύνθεση 50/50.
Το νέο σχήμα θα λειτουργεί ως καθετοποιημένη ενεργειακή εταιρεία (utility), διαθέτοντας τρία εργοστάσια παραγωγής συνολικής ισχύος 1,7 GW και μερίδιο αγοράς 15,5% (Ιούνιος 2025), κατακτώντας τη θέση του τρίτου μεγαλύτερου παρόχου στην εγχώρια αγορά.
Με βάση την ανάλυση τύπου Sum Of The Parts, η συνολική αποτίμηση της ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ φτάνει τα 3,2 δισ. ευρώ (λαμβάνοντας υπόψη ένα holding discount 10%), στηρίζοντας την τιμή-στόχο των 31 ευρώ ανά μετοχή.
Αναλυτικά, οι παραχωρήσεις αποτιμώνται σε 2,3 δισ. ευρώ, εκ των οποίων τα 1,8 δισ. προέρχονται από τους αυτοκινητοδρόμους (χωρίς τον ΒΟΑΚ), ενώ η συμμετοχή του Ομίλου στην Αττική Οδό (90%) εκτιμάται στα 974 εκατ. ευρώ.
Ο κατασκευαστικός τομέας αποτιμάται στα 870 εκατ. ευρώ, χάρη στην ποιοτική σύνθεση ανεκτέλεστου έργου και τις ισχυρές ταμειακές ροές. Ο ενεργειακός τομέας, μετά το deal με τη Motor Oil, αποτιμάται στα 600 εκατ. ευρώ.
Για το 2025, οι εκτιμήσεις της Πειραιώς Χρηματιστηριακής κάνουν λόγο για:
- Συνολικές πωλήσεις: 3,5 δισ. ευρώ
- EBITDA: 605 εκατ. ευρώ
- Καθαρά κέρδη: 136 εκατ. ευρώ
Για το 2026, μετά την ενοποίηση της νέας ενεργειακής εταιρείας με τη μέθοδο καθαρής θέσης:
- Συνολικές πωλήσεις: 2,4 δισ. ευρώ
- EBITDA: 612 εκατ. ευρώ
- Καθαρά κέρδη: 195 εκατ. ευρώ
Η δυναμική συνεχίζεται ως το 2028-2029, με τις προβλέψεις να ανεβάζουν το EBITDA κοντά στα 800 εκατ. ευρώ και τα καθαρά κέρδη στα 300 εκατ. ευρώ.
Σε ό,τι αφορά τη ρευστότητα της μητρικής εταιρείας, για την περίοδο 2025-2031 οι συνολικές εισπράξεις από τις βασικές δραστηριότητες αναμένονται να ανέλθουν στα 2,0 δισ. ευρώ, με περισσότερο από 50% να προέρχεται από τις παραχωρήσεις, οι οποίες αποκτούν ολοένα και μεγαλύτερη βαρύτητα όσο ωριμάζουν τα έργα.
Παράλληλα, οι επενδύσεις (equity) για την ίδια περίοδο υπολογίζονται σε 1,0 δισ. ευρώ, ενώ τα ταμειακά διαθέσιμα της μητρικής αναμένονται στα 400 εκατ. ευρώ τα πρώτα χρόνια, υπερβαίνοντας το 1 δισ. ευρώ από το 2030, όταν θα ξεκινήσει και η οικονομική συνεισφορά των έργων της Εγνατίας Οδού και του IRC.