Δύο ευρέως χρησιμοποιούμενα φάρμακα, η εμπαγλιφλοζίνη και η ενδορρινική ινσουλίνη, φαίνεται να προσφέρουν σημαντικά οφέλη στην υγεία του εγκεφάλου σε άτομα με ήπια γνωστική εξασθένηση και πρώιμο στάδιο νόσου Αλτσχάιμερ, σύμφωνα με νέα κλινική μελέτη της Ιατρικής Σχολής του πανεπιστημίου Wake Forest στις ΗΠΑ.
Η μελέτη, η οποία δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό περιοδικό Alzheimer's & Dementia της αμερικανικής Ένωσης Αλτσχάιμερ, αποτελεί την πρώτη που εξετάζει την εμπαγλιφλοζίνη σε μη διαβητικούς ασθενείς με Αλτσχάιμερ. Τα αποτελέσματα δείχνουν θετική επίδραση στη μνήμη, την εγκεφαλική λειτουργία και τη ροή αίματος στον εγκέφαλο.
Όπως τονίζουν οι ερευνητές, τα πρόσφατα εγκεκριμένα φάρμακα που στοχεύουν την αμυλοειδή πρωτεΐνη παρουσιάζουν περιορισμένη αποτελεσματικότητα, ενώ δεν είναι κατάλληλα για όλους τους ασθενείς λόγω παρενεργειών και αντενδείξεων.
Επιπλέον, δεν αντιμετωπίζουν τις μεταβολικές και αγγειακές διαταραχές που συμβάλλουν στην εξέλιξη της νόσου και δεν αποκαθιστούν τη λειτουργία του εγκεφάλου μετά από βλάβες.
Στη δοκιμή διάρκειας τεσσάρων εβδομάδων συμμετείχαν 47 ενήλικες με μέσο όρο ηλικίας τα 70 έτη, οι οποίοι είχαν ήπια γνωστική διαταραχή ή πρώιμη νόσο Αλτσχάιμερ. Οι συμμετέχοντες χωρίστηκαν σε τέσσερις ομάδες: μία έλαβε ενδορρινική ινσουλίνη, μία εμπαγλιφλοζίνη, μία και τα δύο φάρμακα, ενώ η τέταρτη ομάδα έλαβε εικονικό φάρμακο.
Η ενδορρινική ινσουλίνη χορηγήθηκε με ειδική συσκευή που επιτρέπει την απευθείας μεταφορά της ουσίας στον εγκέφαλο μέσω της μύτης, παρακάμπτοντας το κυκλοφορικό σύστημα. Επιπλέον, χρησιμοποιήθηκαν υψηλότερες δόσεις σε σύγκριση με προηγούμενες μελέτες.
Αμφότερα τα φάρμακα κρίθηκαν ασφαλή και καλά ανεκτά, με ήπιες παρενέργειες. Η ενδορρινική ινσουλίνη βελτίωσε τις επιδόσεις σε γνωστικά τεστ, αύξησε τη δομική ακεραιότητα της λευκής ουσίας του εγκεφάλου και βελτίωσε τη ροή αίματος σε περιοχές που σχετίζονται με τη μνήμη.
Επίσης, μείωσε τα επίπεδα της πρωτεΐνης GFAP στο αίμα, δείκτη που σχετίζεται με δυσλειτουργία των αστροκυττάρων στη νόσο Αλτσχάιμερ.
Η εμπαγλιφλοζίνη, από την άλλη, μείωσε σημαντικά την πρωτεΐνη Ταυ στο εγκεφαλονωτιαίο υγρό – έναν βασικό παράγοντα στην εξέλιξη της νόσου – καθώς και άλλους δείκτες νευρωνικής και αγγειακής δυσλειτουργίας.
Παράλληλα, βελτίωσε τη ροή αίματος σε κρίσιμες περιοχές του εγκεφάλου και αύξησε την HDL χοληστερόλη, αναδεικνύοντας τα μεταβολικά της οφέλη ακόμη και σε μη διαβητικούς ασθενείς.
Και τα δύο φάρμακα προκάλεσαν αλλαγές σε πρωτεΐνες του εγκεφαλονωτιαίου υγρού και του αίματος, γεγονός που υποδηλώνει ενεργοποίηση προστατευτικών ανοσολογικών μηχανισμών και μείωση της επιβλαβούς φλεγμονής.
Δεδομένου ότι η εμπαγλιφλοζίνη και η ενδορρινική ινσουλίνη είναι ήδη εγκεκριμένες για άλλες παθήσεις, υπάρχει η δυνατότητα να αξιοποιηθούν ταχύτερα από τους ασθενείς με Αλτσχάιμερ, σε σύγκριση με νέα φάρμακα που βρίσκονται ακόμα σε στάδιο ανάπτυξης.
Σύμφωνα με τους ερευνητές, επόμενος στόχος είναι η πραγματοποίηση μεγαλύτερων και μακροχρόνιων μελετών σε άτομα με πρώιμη και προκλινική νόσο Αλτσχάιμερ.
Η μελέτη χρηματοδοτήθηκε από την Ένωση Αλτσχάιμερ μέσω του προγράμματος Part the Cloud, το οποίο έχει συγκεντρώσει σχεδόν 90 εκατ. δολάρια για τη στήριξη ερευνητικών προσπαθειών που αποσκοπούν στην επιβράδυνση ή θεραπεία της νόσου Αλτσχάιμερ.