Σε έναν συγκινητικό αποχαιρετισμό προς τον Νίκο Καζαντζάκη, λίγες ημέρες μετά τον θάνατό του τον Οκτώβριο του 1957, ο Μάριος Πλωρίτης δημοσίευσε στην εφημερίδα «Ελευθερία» την τελευταία συνάντησή τους στην Αντίμπ της Γαλλίας, τρία χρόνια πριν. Ο Καζαντζάκης, όπως τον περιγράφει ο Πλωρίτης, παρέμενε αμετακίνητος στις αξίες και στα ιδανικά του, με το πνεύμα του ακούραστο και το βλέμμα του στραμμένο στην Ελλάδα και την Κρήτη, παρά τις δυσκολίες της υγείας του.
Ο Καζαντζάκης δεν κατάφερε να αφήσει την τελευταία του πνοή στην αγαπημένη του Κρήτη, όπως επιθυμούσε. Έφυγε στη Γερμανία, αλλά το σώμα του μεταφέρθηκε στο Ηράκλειο για να αναπαυθεί στη γη που τον γέννησε. Ο συγγραφέας αυτός, που προτάθηκε εννέα φορές για βραβείο Νόμπελ και τιμήθηκε με το βραβείο Ειρήνης, υπήρξε ακούραστος στοχαστής, ταξιδιώτης και δημιουργός.
Η προσωπικότητα και το έργο του παραμένουν δύσκολα στην ερμηνεία, όπως σημειώνει η πανεπιστημιακός Αγαθή Μαρκάτη, λόγω της πολυπλοκότητας των θεματικών και των διαφορετικών αξιολογήσεων που έχουν διατυπωθεί για αυτόν. Ο Καζαντζάκης υπήρξε ανένταχτος πολιτικά, γλωσσικά, λογοτεχνικά και φιλοσοφικά.
Τα πρώτα χρόνια και η διαμόρφωση του στοχαστή
Γεννημένος το 1883 στο Ηράκλειο της Κρήτης, ο Νίκος Καζαντζάκης μεγάλωσε σε μια εποχή που το νησί βίωνε την απελευθέρωση από τον οθωμανικό ζυγό. Σε νεαρή ηλικία εγκαταστάθηκε στη Νάξο και φοίτησε στη Γαλλική Εμπορική Σχολή, όπου ήρθε σε επαφή με τη δυτική λογοτεχνία και πολιτισμό. Το 1910 βρέθηκε στην Αθήνα, όπου συμμετείχε σε κύκλους διανοουμένων και εκπαιδευτικών, συνεισφέροντας ενεργά στο γλωσσικό ζήτημα και στην ίδρυση του Εκπαιδευτικού Ομίλου για την προώθηση της δημοτικής γλώσσας.
Στην Αθήνα γνωρίζει τη Γαλάτεια Αλεξίου, με την οποία συζεί και τελικά παντρεύεται κρυφά, παρά τις αντιρρήσεις του πατέρα του. Τα ταξίδια και οι εμπειρίες του στο εξωτερικό διαμόρφωσαν το πνεύμα του και ενίσχυσαν την ανήσυχη, ερευνητική του φύση. Οι ανταποκρίσεις του σε εφημερίδες και οι μεταφράσεις κορυφαίων έργων της παγκόσμιας λογοτεχνίας ανέδειξαν τη βαθιά στοχαστική του προσέγγιση.
Το πνευματικό έργο και οι μεγάλες αναζητήσεις
Ο Καζαντζάκης συνέθεσε δράμα και ποίηση, αναζητώντας διαρκώς τη λύτρωση στη γνώση, τα ταξίδια και την επαφή με τους ανθρώπους. Θρησκευτικές ανησυχίες και φιλοσοφικά ερωτήματα διαπερνούν το έργο του, με έντονες επιρροές από τον Nietzsche και τον Marx, χωρίς όμως να δεσμεύεται από συγκεκριμένες ιδεολογίες. Η «Ασκητική», έργο-σταθμός, συμπυκνώνει τη φιλοσοφία του για την ελευθερία και την ανεξαρτησία της ψυχής, ενώ το έπος της «Οδύσσειας» (1938) αποτελεί μια υπεράνθρωπη προσπάθεια πνευματικής αναζήτησης.
Η λογοτεχνική του παραγωγή κορυφώνεται με τα μυθιστορήματα της ώριμης ηλικίας, όπως ο «Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά», «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται» και ο «Καπετάν Μιχάλης». Τα έργα του μεταφράζονται σε πολλές γλώσσες και γνωρίζουν διεθνή απήχηση, ενώ μεταφέρονται στο θέατρο και τον κινηματογράφο.
Σύγκρουση με την Εκκλησία και διαχρονική επιρροή
Η έκδοση του «Τελευταίου Πειρασμού» το 1952 προκάλεσε σφοδρές αντιδράσεις από την Εκκλησία και απαγορεύσεις τόσο στην Ελλάδα όσο και στο Βατικανό. Ο Καζαντζάκης απάντησε με το περίφημο «Ad tuum, Domine, tribunal apello». Η μεταφορά του έργου στον κινηματογράφο από τον Μάρτιν Σκορσέζε αναζωπύρωσε τη δημόσια συζήτηση για τη σχέση του συγγραφέα με τη θρησκεία και το θείο.
Το έργο του Καζαντζάκη για τον Θεό διαφοροποιείται από τη μοντέρνα θεολογία, καθώς επιδιώκει όχι την ανθρωποποίηση του Θεού, αλλά τη θεοποίηση του ανθρώπου μέσω της αγάπης. Η φράση «ο Θεός αγάπη εστί» συνοψίζει τη στάση του συγγραφέα απέναντι στο θείο και στην ανθρώπινη ύπαρξη.
Η προσωπική ζωή και το τέλος
Η ζωή του Καζαντζάκη χαρακτηρίζεται από συνεχή αναζήτηση, πνευματική ανησυχία και μια σύνθετη σχέση με τη γυναικεία φύση, συχνά μέσα από το πρίσμα του ασκητισμού και της πνευματικής υπέρβασης. Οι σχέσεις του με τη Γαλάτεια Αλεξίου και αργότερα με την Ελένη Σαμίου αποτυπώνουν τις δυσκολίες του να συνδυάσει το πάθος με την πνευματική του αναζήτηση.
Το 1957, κατά τη διάρκεια ταξιδιού στην Ασία, προσβλήθηκε από ασιατική γρίπη και απεβίωσε στο Freiburg της Γερμανίας. Η σορός του μεταφέρθηκε στο Ηράκλειο, όπου τάφηκε στα βενετσιάνικα τείχη της πόλης. Στον τάφο του χαράχτηκε το επίγραμμα: Δεν ελπίζω τίποτα. Δεν φοβάμαι τίποτα. Είμαι λέφτερος.
Πηγές:
- «Ιστορία Νεοελληνικής Λογοτεχνίας», Λ. Πολίτης (Εκδ. ΜΙΕΤ, Αθήνα 2020)
- «Φιλοσοφική και ερμηνευτική προσέγγιση στην Ασκητική του Καζαντζάκη», Αγ. Μερκάτη (Αθήνα ΕΚΠΑ 2004)
- «Εισαγωγή στη Νεότερη Ελληνική Λογοτεχνία», R. Beaton (Εκδ. Νεφέλη, Αθήνα 1996)
- «Οι φιλοσοφικές καταβολές του έργου του Καζαντζάκη», Κ. Καρατάσου (Εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 2008)
- Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού
- «Οι χρονοτόποι ορισμένων χαρακτήρων στον Καπετάν Μιχάλη», Κλ. Παπαδερού (Επιστήμες Αγωγής, Θεματικό Τεύχος 2017)
- «Χρόνος και Αχρονικότητα», Χαρτοκόλλη (Εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 2006)
- «Νίκος Καζαντζάκης, ο ασυμβίβαστος», Ελ. Καζαντζάκη (Εκδ. Διόπτρα, Αθήνα 1998)
- «Επιστολές προς τη Γαλάτεια», Ελ. Αλεξίου (Εκδ. Δίφρος, Αθήνα 1993)
- «Για να γίνει μεγάλος», Ελ. Αλεξίου (Εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 2004)
- «Καπετάν Μιχάλης», Ν. Καζαντζάκη (Εκδ. Καζαντζάκη, Αθήνα 2017)
- «Ασκητική», Ν. Καζαντζάκη (Εκδ. Καζαντζάκη, Αθήνα 2009)
- «Ο τελευταίος πειρασμός» (Εκδ. Καζαντζάκη, Αθήνα 2012)
- Μουσείο Καζαντζάκη
- Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος