Τα τελευταία χρόνια, παρουσιάζεται μια αισθητή μετατόπιση στο προφίλ του Έλληνα αγοραστή πολυτελών κατοικιών.
Ενώ στο παρελθόν κυριαρχούσε μια περισσότερο συναισθηματική προσέγγιση, με επίκεντρο το κοινωνικό status και το προσωπικό γόητρο, πλέον η αγορά ακινήτου γίνεται με στόχο τη μεγιστοποίηση της επενδυτικής αξίας και τη διασφάλιση αποδόσεων.
Όπως επισημαίνει η Κορίνα Σαΐα, διευθύνουσα σύμβουλος της Premier Realty Greece, «η πολυτελής κατοικία δεν αποτελεί πλέον αποκλειστικά σύμβολο κοινωνικού status ή περιουσιακό απόθεμα, αλλά επιλογή ζωής με προστιθέμενη αξία και επενδυτική λογική».
Η τάση αυτή αντικατοπτρίζει την ωρίμανση της ελληνικής αγοράς και την προσαρμογή των εγχώριων επενδυτών στα νέα δεδομένα, αφήνοντας πίσω τις παθητικές αγορές που βασίζονταν αποκλειστικά σε κριτήρια κύρους ή εξοχικής χρήσης.
Στη σύγχρονη πραγματικότητα, ο ενδιαφερόμενος αγοραστής μελετά συνολικά χαρακτηριστικά όπως η τοποθεσία, η ενεργειακή αποδοτικότητα και οι προοπτικές αποδόσεων.
Η κ. Σαΐα επιβεβαιώνει ότι: «Ο αγοραστής είναι πιο προσεκτικός, γνωρίζει τις αξίες, αξιολογεί τις προοπτικές και επιλέγει με βάση όχι μόνο την αισθητική αλλά και τις δυνατότητες απόδοσης».
Τα πολυτελή ακίνητα συγκεντρώνονται παραδοσιακά στα βόρεια προάστια, όπου η Κηφισιά, η Πολιτεία και η Εκάλη αποτελούν διαχρονικές επιλογές για ασφάλεια και υπεραξία.
Στα νότια, η Βούλα, η Βουλιαγμένη και το Ελληνικό παραμένουν στην αιχμή του ενδιαφέροντος, αυξάνοντας τις προοπτικές τους μετά από σημαντικές αναπλάσεις. Παράλληλα, οι Κυκλάδες προσφέρουν ισχυρές ευκαιρίες για ιδιοκατοίκηση και τουριστική αξιοποίηση με υψηλές αποδόσεις.
Με βάση τα στοιχεία της Premier Realty Greece, οι περισσότερες αγοραπωλησίες πραγματοποιούνται σε τιμές από 800.000 ως 2.000.000 ευρώ, με αρκετές συναλλαγές να υπερβαίνουν τα 2,5 εκατ. ευρώ.
Οι αποδόσεις (yields) διαμορφώνονται κατά μέσο όρο μεταξύ 4% και 6%, ανάλογα με την τοποθεσία, την ποιότητα κατασκευής και τη χρήση του ακινήτου (είτε ως κύρια κατοικία είτε για ενοικίαση μακροχρόνιας ή βραχυχρόνιας διάρκειας).
Εμφανής είναι και η διαφοροποίηση στη διαδικασία αγοραπωλησίας μεταξύ Ελλήνων και ξένων επενδυτών. Οι αλλοδαποί προσεγγίζουν συχνά την αγορά με «τεχνοκρατικό» τρόπο, εστιάζοντας στα νότια προάστια ή σε νησιωτικά ακίνητα με στόχο την Golden Visa και τις αποδόσεις.
Από την άλλη, οι Έλληνες επενδυτές επιζητούν μακροχρόνια λύση στέγασης που να συνδυάζει επένδυση και κληρονομική αξία.
Τα τελευταία χρόνια, καταγράφεται διαρκώς αυξανόμενο εγχώριο ενδιαφέρον, με τους Έλληνες επενδυτές να κινούνται με γνώση και μακροπρόθεσμο ορίζοντα.
Όπως εξηγεί η κ. Σαΐα, «τα τελευταία χρόνια καταγράφουμε σταθερά αυξανόμενο ενδιαφέρον και από Έλληνες, οι οποίοι επενδύουν με γνώση και διάρκεια, δείχνοντας εμπιστοσύνη στην ελληνική αγορά».
Η εξέλιξη αυτή αντανακλά τόσο τη βελτίωση της οικονομίας όσο και την ανάγκη για πιο ασφαλείς επενδυτικές επιλογές, ειδικά σε ένα περιβάλλον με έντονες γεωπολιτικές και χρηματοπιστωτικές αβεβαιότητες.
Ο νέος υποψήφιος αγοραστής δίνει σημασία στην ευελιξία: αναζητά ακίνητα που προσφέρουν συνδυαστικές χρήσεις ως κύρια ή εξοχική κατοικία, τουριστικό κατάλυμα ή ακόμα και ως μελλοντική εξασφάλιση για τα παιδιά.
Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται σε ποιοτικούς παράγοντες όπως η ενεργειακή απόδοση, η αυτονομία χρήσης, οι κοινόχρηστοι χώροι, η εγγύτητα σε υποδομές και η εύκολη συντήρηση.
Επιπλέον, δεν είναι λίγοι όσοι εξετάζουν περιοχές κοντά σε αναπτυξιακές ζώνες ή έργα υποδομών, αντιμετωπίζοντας την αγορά ως μέρος μιας στρατηγικής για το μακροπρόθεσμο μέλλον.
Σύμφωνα με την κ. Σαΐα, «Το 2025, η αγορά πολυτελών κατοικιών στην Ελλάδα βρίσκεται σε φάση ωριμότητας, και οι Έλληνες έχουν επανατοποθετηθεί δυναμικά σε αυτήν. Δεν αγοράζουν απλώς ακίνητο, επενδύουν στο μέλλον τους