Σε μια χώρα που διαθέτει άφθονη ηλιοφάνεια και έχει θέσει την ενεργειακή μετάβαση ως βασική της προτεραιότητα, θα περίμενε κανείς ότι ο κλάδος των ηλιακών θερμοσιφώνων θα είχε την υποστήριξη που του αξίζει. Κι όμως, η πραγματικότητα είναι πολύ διαφορετική. Οι ελληνικές επιχειρήσεις του κλάδου συχνά έρχονται αντιμέτωπες με εμπόδια αλλά και καθυστερήσεις που «φρενάρουν» την ανάπτυξη και τις πωλήσεις στην εγχώρια αγορά παρά το γεγονός ότι συμβάλλουν σημαντικά στην οικονομία της χώρας.
Αξίζει να σημειωθεί ότι ορισμένες από τις μεγαλύτερες ελληνικές εταιρείες, όπως οι ΔΗΜΑΣ ΑΒΕΕ, ΠΑΠΑΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΑΕΒΕ και CALPAK AE, συγκαταλέγονται στις δέκα κορυφαίες παγκοσμίως, αποδεικνύοντας ότι η τεχνογνωσία και η ποιότητα των ελληνικών ηλιακών θερμοσιφώνων αναγνωρίζονται στο εξωτερικό, ακόμα κι αν παραμένουν «υποτιμημένες» στην ίδια τους τη χώρα.
Πάνω από 300 εκατ. ευρώ η συνεισφορά
Σύμφωνα με το ΙΟΒΕ, η συνολική συνεισφορά του κλάδου Θερμικών Ηλιακών Συστημάτων (ΘΗΣ) σε όρους προστιθέμενης αξίας διαμορφώνεται σε 307 εκατ. ευρώ για το 2023. Αν υπολογίσουμε και τους φόρους επί των προϊόντων, η επίδραση σε όρους ΑΕΠ ανέρχεται σε 351 εκατ. ευρώ.
Μάλιστα, από αυτά περίπου το 26% αντιστοιχεί σε φόρους και εισφορές που εισπράττει το κράτος. Έτσι, η συνολική συνεισφορά του κλάδου στα δημόσια έσοδα υπολογίζεται σε 114 εκατ. ευρώ, εκ των οποίων τα 37,2 εκατ. ευρώ εκτιμάται ότι αντιστοιχούν σε έσοδα που εισπράττει το κράτος άμεσα από τον κλάδο ΘΗΣ.
Όσον αφορά στην αξία των πωλήσεων το 2023, αυτές διαμορφώθηκαν σε 344 εκατ. ευρώ, αυξημένες κατά 40% σε σχέση με το 2021. Μάλιστα, εκτιμάται ότι το 84% του τζίρου του κλάδου προήλθε από την κατασκευή και το χονδρικό εμπόριο, ενώ το υπόλοιπο 16% από το λιανικό εμπόριο και την εγκατάσταση.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η συνολική συνεισφορά του κλάδου στην απασχόληση υπολογίζεται σε 8.645 θέσεις εργασίας.
Πολλαπλά τα οφέλη για την «τσέπη» μας και το περιβάλλον
Σύμφωνα με το ΙΟΒΕ, η εγκατάσταση ΘΗΣ συμβάλλει στην εξοικονόμηση ενέργειας, καθώς υποκαθιστούν συμβατικές πηγές ενέργειας, τόσο άμεσα όσο και στην παραγωγή ηλεκτρισμού, μεγάλο μέρος των οποίων εισάγεται επιβαρύνοντας το εμπορικό ισοζύγιο.
Η υποκατάσταση της ηλεκτρικής ενέργειας που επιτυγχάνεται από τη χρήση τους περιορίζει τις αρνητικές εξωτερικές επιδράσεις της ηλεκτροπαραγωγής στο περιβάλλον, αλλά και την αναγκαία πρόσθετη εγκατεστημένη ισχύ ηλεκτροπαραγωγής και χωρητικότητα δικτύων και μονάδων αποθήκευσης ηλεκτρικής ενέργειας.
Μάλιστα, αξίζει να σημειωθεί ότι για την παραγωγή της ποσότητας ενέργειας που παρήγαγαν τα ΘΗΣ το 2023, θα απαιτούνταν πρόσθετες εισαγωγές καυσίμων προς χρήση στις θερμικές μονάδες ηλεκτροπαραγωγής. Έτσι, ανάλογα με το θεωρούμενο σενάριο οι ποσότητες καυσίμων που εξοικονομούνται σε ετήσια βάση εκτιμάται ότι μπορεί να ανέλθουν έως 6,1 εκατ. βαρέλια ισοδύναμου πετρελαίου (boe) ή, ισοδύναμα, από 854 χιλιάδες τόνους ισοδύναμου πετρελαίου
Ωστόσο, η μεγαλύτερη εξοικονόμηση συνδέεται με την υποκατάσταση ηλεκτρικής ενέργειας που παράγεται από μονάδες φυσικού αερίου στο Διασυνδεδεμένο Σύστημα και πετρελαίου στα νησιά, το οποίο είναι και το πιο πιθανό ενδεχόμενο, καθώς οι μονάδες λιγνίτη παραμένουν σε λειτουργία αλλά βρίσκονται σε φάση απόσυρσης μέχρι το 2028, και αποτελούσαν μόλις το 12% του συνολικού μίγματος ηλεκτροπαραγωγής το 2023.
Εκτιμάται ότι η παρούσα αξία του σωρευτικού οφέλους για το εμπορικό ισοζύγιο σε βάθος 20ετίας από την εγκατάσταση και λειτουργία των υφιστάμενων ΘΗΣ μπορεί να ξεπερνά το 4,7 δισ. ευρώ στο σενάριο υποκατάστασης μονάδων φυσικού αερίου και πετρελαίου και το 3,8 δισ. ευρώ στο σενάριο υποκατάστασης του μίγματος θερμικής ηλεκτροπαραγωγής
Τρικλοποδιές στον κλάδο
Μπορεί, λοιπόν, η συνεισφορά του κλάδου στην ελληνική οικονομία να είναι μεγάλη και οι προοπτικές ανάπτυξης ακόμη μεγαλύτερες, ωστόσο ο κλάδος φαίνεται ότι έρχεται συνεχώς αντιμέτωπος με εμπόδια και δυσκολίες, με πιο πρόσφατο παράδειγμα τις αδικαιολόγητες καθυστερήσεις στο πρόγραμμα «Αλλάζω Θέρμανση και Θερμοσίφωνα», που έπληξε πολλές επιχειρήσεις του κλάδου.
Όπως έχει επισημάνει στο Business Daily o Εκτελεστικός Γραμματέας της Ένωσης Βιομηχανιών Ηλιακής Ενέργειας (ΕΒΗΕ), Χρήστος Κώνστας, πρόκειται για ένα πρόγραμμα που βασιζόταν σε μεγάλο βαθμό στο «Αλλάζω - Ανακυκλώνω Θερμοσίφωνα», με έτοιμη πλατφόρμα και οδηγό, ωστόσο παραμένει στάσιμο μέχρι και σήμερα.
«Αυτή τη στιγμή έχουμε χάσει το 50% της παραγωγικής μας δύναμης. Δουλεύουμε στο μισό γιατί δεν έχουμε παραγγελίες. Τα εργοστάσια δεν μπορούν να αποθηκεύσουν μεγάλες ποσότητες, λειτουργούν με ροή παραγγελιών και τώρα δεν ξέρουμε τι να περιμένουμε», είχε αναφέρει χαρακτηριστικά.
Όπως είχε εξηγήσει ο ίδιος, η εγκατάσταση ενός ηλιακού θερμοσίφωνα 160 λίτρων μπορεί να αποφέρει σ’ ένα μέσο ελληνικό νοικοκυριό εξοικονόμηση έως και 2.400 κιλοβατώρες ετησίως- που μεταφράζεται σε 500 ευρώ. «Με 100.000 ηλιακούς θερμοσίφωνες έχουμε εξοικονόμηση 50 εκατ. ευρώ τον χρόνο, ποσό που επιστρέφει στην ελληνική οικονομία», είχε τονίσει.
Πτώση πωλήσεων
Πάντως, ενδεικτικά του πλήγματος που δέχεται ο κλάδος είναι και τα τελευταία στοιχεία για τις πωλήσεις επί ελληνικού εδάφους για 20 εκ των 28 τακτικών μελών της ΕΒΗΕ. Το 2024 αποτέλεσε μια αρνητική παραγωγική χρονιά για τον κλάδο παραγωγής θερμικών ηλιακών με μια συνολική πτώση πωλήσεων της τάξεως του 5,7% για τις δεξαμενές και 10,3% για τους ηλιακούς συλλέκτες.
Οι πωλήσεις στο εξωτερικό παρέμειναν στα ίδια επίπεδα με το 2023 αφού οι περισσότερες επιχειρήσεις προσπάθησαν να καλύψουν μέρος των «χαμένων» πωλήσεων στην εγχώρια αγορά με την αύξηση του ποσοστού πωλήσεων στο εξωτερικό.
Πάντως, εκτιμάται ότι η μεγάλη πτώση πωλήσεων στην ελληνική αγορά (-15,7 % για τις δεξαμενές και - 25.5% για τους ηλιακούς συλλέκτες) οφείλεται στην «νεκρή» περίοδο που προκάλεσε το πρόγραμμα «Ανακυκλώνω - Αλλάζω θερμοσίφωνα» και συγκεκριμένα στο μεγάλο χρονικό διάστημα που μεσολάβησε από την ανακοίνωση του προγράμματος μέχρι την έναρξή του.