Η ψυχική υγεία των εργαζομένων στην Ελλάδα επιδεινώνεται σημαντικά, με αυξημένα ποσοστά κατάθλιψης, άγχους, θυμού και σωματοποίησης, σύμφωνα με την τρίτη έκδοση της έρευνας της ΕΥ Ελλάδος, της Hellas EAP και του Εργαστηρίου Πειραματικής Ψυχολογίας του ΕΚΠΑ.
Παράλληλα, παρατηρείται ενίσχυση της ευαισθητοποίησης γύρω από τα ζητήματα ψυχικής ευεξίας, καθώς το 79% των εργαζομένων αναφέρει ότι πλέον αποτελεί βασική τους προτεραιότητα.
Η έρευνα, που διεξήχθη σε 4.457 εργαζόμενους από τον δημόσιο και ιδιωτικό τομέα, κατέγραψε ότι 55% δηλώνουν πως βιώνουν επαγγελματική εξουθένωση (burnout), ενώ μόλις 21% πιστεύουν ότι ο οργανισμός τους φροντίζει ουσιαστικά για την ψυχική τους υγεία.
Τα στοιχεία δείχνουν σημαντική επιδείνωση των ψυχικών δεικτών σε σχέση με προηγούμενες χρονιές. Συγκεκριμένα, 44% των εργαζομένων δηλώνουν ότι αισθάνονται μελαγχολία (έναντι 35% το 2021), ενώ 47% αναφέρουν απαισιοδοξία για το μέλλον. Το ποσοστό όσων έχουν σκεφτεί να βάλουν τέλος στη ζωή τους έχει διπλασιαστεί στο 4%.
Στο μέτωπο του άγχους, 80% αισθάνονται νευρικότητα ή εσωτερική ταραχή, ενώ 50% βρίσκονται σε διαρκή υπερένταση. Ενδεικτικά, 13% βιώνουν κρίσεις πανικού.
Αντίστοιχα υψηλά είναι και τα επίπεδα θυμού: 32% παραδέχονται ότι έχουν ξεσπάσματα που δεν μπορούν να ελέγξουν και 14% έχουν επιθυμία να βλάψουν άλλους.
Παράλληλα, οι εργαζόμενοι αναφέρουν έντονα φαινόμενα σωματοποίησης, με 47% να εμφανίζουν αδυναμία και ζαλάδες, 24% να υποφέρουν από στομαχικές διαταραχές και 33% να νιώθουν σωματική αδυναμία.
Η κακή ψυχική υγεία έχει άμεσο αντίκτυπο στην απόδοση. 61% δηλώνουν ότι ξεκινούν τη μέρα τους κουρασμένοι και 40% δυσκολεύονται να συγκεντρωθούν στη δουλειά, ενώ μόλις 30% αισθάνονται χαρούμενοι και κινητοποιημένοι – ποσοστό που μειώθηκε από 37% το 2023.
Το 66% αναφέρει ότι το εργασιακό στρες επηρεάζει αρνητικά την προσωπική τους ζωή, ενώ 55% εκφράζουν έντονη ανησυχία για τις γεωπολιτικές και οικονομικές εξελίξεις.
Οι περισσότεροι εργαζόμενοι θεωρούν ότι οι οργανισμοί τους δεν παρέχουν την απαραίτητη υποστήριξη. Μόνο 23% δηλώνουν ότι υπάρχει δυνατότητα ανοιχτού διαλόγου για θέματα ψυχικής υγείας, ενώ μόλις 29% νιώθουν άνετα να μιλήσουν με τον προϊστάμενό τους για προσωπικά ζητήματα όπως άγχος ή στρες.
Οι εργαζόμενοι ζητούν συγκεκριμένες παρεμβάσεις, 48% θέλουν καλύτερη επιλογή στελεχών, 47% εκπαιδεύσεις για τη φροντίδα της ψυχικής υγείας, 46% καλλιέργεια κουλτούρας σεβασμού του χρόνου και 42% παρουσία ψυχολόγου στον χώρο εργασίας.
Η απομακρυσμένη εργασία εξακολουθεί να θεωρείται σημαντική, με 88% να επιθυμούν την επιλογή αυτή και 60% να δηλώνουν πιο αποτελεσματικοί από το σπίτι. Ωστόσο, μόλις 45% νιώθουν σιγουριά για την επαγγελματική τους εξέλιξη μέσω τηλεργασίας.
Η Ευτυχία Κασελάκη (EY Ελλάδος) επισημαίνει: «Τα ανησυχητικά ευρήματα δεν οφείλονται πλέον στην πανδημία, αλλά σε βαθύτερα και πιο μόνιμα αίτια. Η ψυχική υγεία πρέπει να βρίσκεται στο επίκεντρο της στρατηγικής των οργανισμών».
Η Τατιάνα Τούντα (Hellas EAP) τονίζει: «Η ψυχική υγεία δεν είναι αόρατη. Επηρεάζει κάθε πτυχή της ζωής. Είναι ενθαρρυντικό ότι όλο και περισσότεροι εργαζόμενοι ζητούν υποστήριξη και σπάνε το στίγμα».
Ο καθηγητής Πέτρος Ρούσσος (ΕΚΠΑ) υπογραμμίζει: «Η ψυχική υγεία αποτελεί οργανωσιακό κεφάλαιο. Η στρατηγική ενσωμάτωση πολιτικών φροντίδας δεν είναι απλώς καλή πρακτική, είναι προϋπόθεση βιωσιμότητας και καινοτομίας».