Θετικές προοπτικές διαγράφονται για την παραγωγικότητα της ελληνικής οικονομίας έως το 2026, όπως επισημαίνεται στην Ετήσια Έκθεση 2025 του Εθνικού Συμβουλίου Παραγωγικότητας της Ελλάδας, που εκπονήθηκε από το Κέντρο Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ).
Το ΚΕΠΕ προβλέπει ότι η παραγωγικότητα θα σημειώσει αύξηση 2,3% σε όρους ΑΕΠ ανά εργαζόμενο και 2% σε όρους ΑΕΠ ανά ώρα εργασίας μέχρι το 2026, σε σύγκριση με το 2024.
Η συνολική παραγωγικότητα των συντελεστών παραγωγής (TFP) αυξήθηκε κατά 1,1% το 2024, ενώ η παραγωγικότητα του κεφαλαίου κατέγραψε άνοδο 1,5%.
Η συμβολή της έντασης κεφαλαίου στην αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας ήταν οριακή, γεγονός που υποδηλώνει σταδιακή ομαλοποίηση και βελτίωση της αξιοποίησης του φυσικού κεφαλαίου.
Κατά την περίοδο 2023-2024, η ελληνική οικονομία αναπτύχθηκε με ρυθμό υψηλότερο από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης και της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ κατά 2,3% συγκαταλέγεται στις υψηλότερες της Ευρώπης, αντανακλώντας τη μείωση της ανεργίας, την αύξηση της συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό, τη βελτίωση της αποδοτικότητας και την ποιοτική αναβάθμιση των επενδύσεων.
Η ελληνική παραγωγικότητα ανέκαμψε ήπια, με αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας κατά 1% σε όρους ΑΕΠ ανά εργαζόμενο και 0,77% σε όρους ΑΕΠ ανά ώρα εργασίας, όταν στην Ευρωζώνη και την ΕΕ καταγράφηκαν χαμηλές ή μηδενικές μεταβολές.
Η περιορισμένη βελτίωση της παραγωγικότητας αποδίδεται στη στήριξη της ανάπτυξης από επενδύσεις με μεσομακροπρόθεσμη απόδοση, κυρίως δημόσιες, και στη μείωση της ανεργίας. Για περαιτέρω πρόοδο απαιτούνται επενδύσεις με κατάλληλα ποιοτικά χαρακτηριστικά.
Επισημαίνεται ότι η διατηρήσιμη μεγέθυνση θα μπορούσε να ενισχυθεί με αύξηση του βαθμού απασχόλησης, ειδικά μέσω της ένταξης ανενεργού πληθυσμού στην αγορά εργασίας, καθώς οι άνεργοι με ελάχιστες δεξιότητες πλησιάζουν πλέον το όριο του διαθέσιμου ανθρώπινου δυναμικού.
Η δημοσιονομική εξυγίανση παραμένει καθοριστικής σημασίας για τη διατηρήσιμη ανάπτυξη. Η μείωση του δείκτη χρέους προς ΑΕΠ και το σημαντικό πρωτογενές πλεόνασμα, που προήλθε από περιορισμό δαπανών και αύξηση εσόδων, ενισχύουν τις δυνατότητες μελλοντικών επενδύσεων σε νέες τεχνολογίες, καινοτομία και στρατηγικούς τομείς όπως αγροδιατροφή, καθαρή ενέργεια, πρώτες ύλες και άμυνα.
Παράλληλα, η αναβάθμιση του ανθρώπινου κεφαλαίου μέσω σύγχρονων συστημάτων εκπαίδευσης και κατάρτισης είναι απαραίτητη για την προσαρμογή του εργατικού δυναμικού στις νέες ανάγκες της παραγωγής.
Η δημόσια διοίκηση εξακολουθεί να εμφανίζει χρόνιες αδυναμίες, με την Ελλάδα να υστερεί στην αποδοτικότητα των δημόσιων δαπανών σε σχέση με τον μέσο όρο της Ευρωζώνης. Κρίσιμες προτεραιότητες είναι η εφαρμογή προϋπολογισμού βάσει αποτελεσμάτων, η διαφάνεια και η ενίσχυση της λογοδοσίας.
Η ενίσχυση της επιχειρηματικής έρευνας και ανάπτυξης (Ε&Α) και η συνεργασία μεταξύ πανεπιστημίων, ερευνητικών κέντρων και βιομηχανίας θεωρούνται απαραίτητες για την τεχνολογική αναβάθμιση της οικονομίας.
Όπως επισημαίνει το ΚΕΠΕ, «Η βελτίωση της παραγωγικότητας, η ενίσχυση του τεχνολογικού δυναμικού, η αναβάθμιση των θεσμών και η ενίσχυση της βιομηχανικής βάσης αποτελούν αναγκαίες προϋποθέσεις για να επιτευχθεί διατηρήσιμη σύγκλιση με την Ευρώπη.
Η αξιοποίηση παραγωγικών επενδυτικών ευκαιριών, η ενίσχυση της Ε&Α και ο ψηφιακός μετασχηματισμός μπορούν να λειτουργήσουν ως καταλύτες για μία νέα περίοδο υψηλής παραγωγικότητας και οικονομικής ανθεκτικότητας».