«Οι εξελίξεις είναι μη αναστρέψιμες. Η νοσταλγία μιας εποχής που μας είχε κάπως βολέψει όλους είναι μάταια. Δεν πρόκειται ποτέ να επιστρέψουμε στη, μέσα σε εθνικά πλαίσια, ρυθμιζόμενη οικονομία».
Αυτό είχε τονίσει σε μια ομιλία του για την ένταξη της Ελλάδας στην Ευρώπη, ο πρώην πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Σημίτης, ο οποίος απεβίωσε σήμερα, φράση που αν είχαμε ακούσει και κατανοήσει, πολίτες και κυρίως οι πολιτικές ηγεσίες, θα μας είχε γλιτώσει από τις μεγάλες περιπέτειες της χρεοκοπίας της δεκαετίας του 2010.
Αλλά και από περιπέτειες που πιθανόν να έρχονται.
Οι πολιτικές ηγεσίες επιχείρησαν και εν πολλοίς επιμένουν σε κάτι που δεν γίνεται: την πλήρη ένταξη της Ελλάδας στο ορθολογικό ευρωπαϊκό περιβάλλον και ταυτόχρονα τη διατήρηση ενός ανορθολογικού οικονομικού μοντέλου – των συντεχνιών, του προστατευτισμού, των κρατικών επιδοτήσεων, της διανομής κρατικών προμηθειών, της επιδοτούμενης επιχειρηματικότητας και του ελέγχου της οικονομίας μέσω της γραφειοκρατίας. Ασφαλώς, η χώρα, η κοινωνία και η οικονομία αναπόδραστα αλλάζουν στο πέρασμα του χρόνου ωστόσο η οικονομία μας και η δημόσια διοίκηση εξακολουθούν, σε πολλά πεδία, να θυμίζουν περισσότερο δεκαετία 1990 και την προ ευρώ εποχή και λιγότερο σύγχρονη δυτική χώρα.
Το έργο και η προσφορά του πρώην πρωθυπουργού στη χώρα είναι πολύ μεγάλο και είναι βέβαιο ότι ο ιστορικός του μέλλοντος θα τοποθετήσει τον Κωνσταντίνο Σημίτη σε περίοπτη θέση. Εχθροί και φίλοι, από καιρό, του πιστώνουν δύο μεγάλες επιτυχίες: την ένταξη της Ελλάδας στη ζώνη του ευρώ και την ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ.
Ο Κώστα Σημίτης αυτοπροσδιορίστηκε πολιτικά ως το αντίπαλο δέος του Ανδρέα Παπανδρέου με επίκεντρο τις μεταρρυθμίσεις και την αντίθεσή του στο λαϊκισμό.
Η δεκαετία του 1990 και το φάσμα του... Grexit
Έχουν περάσει τόσα πολλά χρόνια, τρεισήμισι δεκαετίες, που οι περιπέτειες της δεκαετίας του ‘90 αποτελούν μακρινή ανάμνηση, αν δεν έχουν σβήσει από τη μνήμη των περισσότερων.
Η δεκαετία του ’90 είχε ξεκινήσει με τον χειρότερο δυνατό τρόπο και το μέλλον της χώρας διαγραφόταν ζοφερό: πολιτική αστάθεια, το φάσμα της ακυβερνησίας και ο κίνδυνος χρεοκοπίας δεν άφηναν περιθώρια αισιοδοξίας.
Στις 5 Μαρτίου 1990, οι τότε πρόεδρος και ο αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ζακ Ντελόρ και Χανς Κριστόφερσεν, απέστειλαν επιστολή στην ελληνική κυβέρνηση με την οποία υπογράμμιζαν την κακή οικονομική κατάσταση της χώρας και προειδοποιούσαν ότι αν δεν ληφθούν μέτρα «κινδυνεύει να υπονομευθεί μόνιμα η πορεία της Ελλάδας προς την Ενιαία Αγορά, την Οικονομική και Νομισματική Ένωση και την ευρωπαϊκή ενοποίηση».
Ήταν μια απειλή – προάγγελος του «Grexit».
Λίγες εβδομάδες νωρίτερα, στα μέσα Φεβρουαρίου 1990, τα πολιτικά κόμματα που είχαν σχηματίσει την Οικουμενική Κυβέρνηση Ζολώτα απέσυραν την υποστήριξή τους, και η κυβέρνηση μετασχηματίστηκε σε υπηρεσιακή, προκειμένου να οδηγήσει τη χώρα σε εκλογές για τρίτη φορά σε διάστημα δέκα μηνών!
Οι εκλογές πραγματοποιήθηκαν στις 8 Απριλίου 1990 με κύριο σύνθημα «αυτοδυναμία Ν.Δ. ή χάος». Νικήτρια αναδείχθηκε η Ν.Δ. με ποσοστό 46,89% και 150 έδρες, σε σύνολο 300, ενώ το ΠΑΣΟΚ απέσπασε το 38,61% των ψήφων (123 έδρες).
Στις 11 Απριλίου ορκίστηκε η νέα κυβέρνηση με την ισχνή κοινοβουλευτική πλειοψηφία κάτι που δεν εμπόδισε όμως τον τότε πρωθυπουργό Κωνσταντίνο Μητσοτάκη να επιχειρήσει σαρωτικές μεταρρυθμίσεις για τον εκσυγχρονισμό και την εξυγίανση της οικονομίας.
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη επιχείρησε να μετασχηματίσει ριζικά την ελληνική οικονομία, προχωρώντας δυναμικά στην κατεύθυνση της δημοσιονομικής εξυγίανσης, των μεταρρυθμίσεων και της απελευθέρωσης των δυνάμεων της αγοράς. Ήταν μια εποχή απόλυτης κυριαρχίας των φιλελεύθερων οικονομικών ιδεών, στον απόηχο της κατάρρευσης της Σοβιετικής Αυτοκρατορίας, που σφραγίστηκε με την πτώση του Τείχους του Βερολίνου το 1989.
Η μείωση των κρατικών δαπανών, η αύξηση των εσόδων, η απελευθέρωση των αγορών και του τραπεζικού συστήματος, οι αποκρατικοποιήσεις και οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις (ασφαλιστικό, εργασιακές σχέσεις, παιδεία κ.ά.) αποτέλεσαν τους βασικούς πυλώνες της νέας οικονομικής πολιτικής. Μεγάλη έμφαση δόθηκε στις ιδιωτικοποιήσεις κρατικών εταιρειών, προσπάθεια που συνάντησε τη σφοδρή αντίδραση κατεστημένων συμφερόντων (συνδικάτα, κόμματα, επιχειρηματικά συμφέροντα κ.ά.), ενώ επιφυλακτική, αν όχι αρνητική, ήταν και η στάση της κοινής γνώμης.
Γρήγορα εκδηλώθηκαν σφοδρές αντιδράσεις στα σχέδια Μητσοτάκη. Στα τέλη του 1991 η χώρα σαρώθηκε από μαζικές απεργίες που διοργανώνονταν κυρίως από συνδικάτα εταιρειών του δημόσιου τομέα (ΔΕΗ, ΟΤΕ, Ολυμπιακή Αεροπορία, ΟΣΕ, ΕΥΔΑΠ, τράπεζες) με στόχο την ανατροπή της πολιτικής των αποκρατικοποιήσεων και, γενικότερα, της λιτότητας.
Από τις αρχές του 1992 η αμφισβήτηση της οικονομικής πολιτικής επεκτάθηκε και στο εσωτερικό της κυβέρνησης. Τον Φεβρουάριο του 1992 ο αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης Αθανάσιος Κανελλόπουλος επέκρινε με άρθρο του την οικονομική πολιτική της κυβέρνησης παίρνοντας αποστάσεις από τον «ακραίο φιλελευθερισμό». Έτσι, η Κυβέρνηση Μητσοτάκη εισήλθε σε μια περίοδο φθοράς και αστάθειας, με τελική κατάληξη την πτώση της τον Σεπτέμβριο του 1993.
Η επιστροφή ΠΑΣΟΚ και η άνοδος του Κώστα Σημίτη
Με τις πρόωρες εκλογές στις 10 Οκτωβρίου 1993 το ΠΑΣΟΚ επανήλθε θριαμβευτικά στην εξουσία εγκαινιάζοντας μια νέα μεγάλη περίοδο κυριαρχίας του στην πολιτική σκηνή. Το ΠΑΣΟΚ έλαβε το 46,8% των ψήφων, η ΝΔ το 39,3%, η Πολιτική Άνοιξη, του Αντώνη Σαμαρά που προκάλεσε τη ρήξη της κυβέρνησης Μητσοτάκη, το 4,9%, και το ΚΚΕ το 4,5%. Αυτή τη φορά δεν υπήρχε καμία δυσκολία να σχηματιστεί κυβέρνηση. Ο εκλογικός νόμος είχε αλλάξει και έτσι το ΠΑΣΟΚ κατέλαβε 170 έδρες.
Η δεύτερη περίοδος διακυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ χαρακτηρίστηκε από την παρακμή και αποχώρηση του Ανδρέα Παπανδρέου και την ανάδειξη στην ηγεσία του ΠΑΣΟΚ και της χώρας του Κώστα Σημίτη.
Ο Σημίτης, σταθερός εκφραστής της εκσυγχρονιστικής φιλοευρωπαϊκής τάσης του ΠΑΣΟΚ και έχοντας συγκρουστεί αρκετές φορές με τον Παπανδρέου, εμφύσησε νέα πνοή στην πολιτική ζωή της χώρας και πέτυχε αυτό που τότε φαινόταν ακατόρθωτο: την ένταξη της Ελλάδας στην ευρωζώνη.
Η βραχύβια επιστροφή του Ανδρέα Παπανδρέου στην εξουσία στο τέλος του 1993 ήταν πολύ διαφορετική από εκείνη της δεκαετίας του ’80. Ο ηγέτης του ΠΑΣΟΚ αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα υγείας και βρισκόταν κοντά στην ολοκλήρωση της πολυτάραχης διαδρομής του. Στο οικονομικό πεδίο ακολούθησε ξεκάθαρα φιλοευρωπαϊκή πολιτική, έχοντας αποδεχθεί ως κορυφαία στρατηγική επιλογή τη συμμετοχή της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και την υιοθέτηση του ευρώ.
Τον Νοέμβριο του 1994 το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Υπουργών Οικονομικών ενέκρινε το Πρόγραμμα Σύγκλισης που υπέβαλε η ελληνική κυβέρνηση για την ένταξη της χώρας μας στην ευρωπαϊκή νομισματική ένωση.
Η φθίνουσα πορεία της υγείας του Α. Παπανδρέου ευνόησε τη δημιουργία μιας ισχυρής αυλής, μιας παρέας δελφίνων, υπουργών, στελεχών και άλλων φίλων, που επενέβαιναν στα οικονομικά και πολιτικά δρώμενα συχνά δίχως να τηρούν κανένα πρόσχημα.
Επιτυγχάνοντας το αδύνατο: την ένταξη στη Ζώνη του Ευρώ
Τον Ιανουάριο του 1996 ο πρωθυπουργός Α. Παπανδρέου παραιτήθηκε μετά από περίπου δύο μήνες νοσηλείας του στο Ωνάσειο Καρδιοχειρουργικό Κέντρο και στην ηγεσία του ΠΑΣΟΚ ανήλθε ο Κώστας Σημίτης.
Ο Κ. Σημίτης αμφισβήτησε ανοιχτά και δυναμικά τον ιστορικό ηγέτη του ΠΑΣΟΚ και επιβλήθηκε πολιτικά ως το αντίπαλο δέος του Α. Παπανδρέου με επίκεντρο τις μεταρρυθμίσεις και την αντίθεση στο λαϊκισμό.
Ο νέος πρωθυπουργός προχώρησε σε εκλογές στις 22 Σεπτεμβρίου 1996 προκειμένου να λάβει και τη λαϊκή εντολή, εκλογές τις οποίες κέρδισε, με το ΠΑΣΟΚ να αποσπά το 41,49% (162 έδρες) και τη ΝΔ το 38,12%.
Ο Κ. Σημίτης έθεσε ως μεγάλο εθνικό στόχο την ένταξη της χώρας στην ευρωζώνη και προς αυτή την κατεύθυνση επικέντρωσε όλες τις προσπάθειές του. Η Ελλάδα έπρεπε, πάση θυσία, να ανέβει στο τρένο της Ενωμένης Ευρώπης, δηλαδή να συμμετάσχει στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση (ΟΝΕ).
Η περίοδος Σημίτη χαρακτηρίστηκε από μια συστηματική, συνεπή προσπάθεια για τη βελτίωση των οικονομικών μεγεθών, το μετασχηματισμό της οικονομίας και την επίτευξη των στόχων του Μάαστριχτ.
Η βελτίωση της οικονομίας επί διακυβέρνησης Σημίτη ήταν εντυπωσιακή. Σημειώθηκε σημαντική επιτάχυνση των ρυθμών ανάπτυξης (1997: +3,2%, 1998: +3,7%, 1999: +3,5%), μείωση των ελλειμμάτων (σε 4% του ΑΕΠ το 1998 από 14% το 1993), μεγάλη μείωση του πληθωρισμού (2,1% το 1999 από 10,9% το 1994), ενώ το χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ σταθεροποιήθηκε και, από το 1997, για πρώτη φορά, άρχισε να μειώνεται (109,5% έναντι 111,6% το 1993).
Στην Έκθεση του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος για το 1999 καταγραφόταν η θετική εικόνα της οικονομίας: «[…] για πρώτη φορά μετά από δεκαετίες διαμορφώθηκαν συνθήκες νομισματικής σταθερότητας […] ως αποτέλεσμα μιας μακρόχρονης και επίπονης προσπάθειας».
Η Ελλάδα βρισκόταν μια ανάσα από την επίτευξη του μεγάλου στόχου, που στις αρχές της δεκαετίας έμοιαζε απίθανος: την ένταξη στη Ζώνη του Ευρώ. Την ισότιμη συμμετοχή στην Ευρώπη των ισχυρών!
Το 1999 αποτέλεσε έτος-σταθμό στην ευρωπαϊκή ιστορία, με την εισαγωγή του νέου κοινού νομίσματος, του ευρώ, και τη δημιουργία της ευρωπαϊκής νομισματικής ένωσης.31 Δύο χρόνια μετά η Ελλάδα ήταν ισότιμο μέλος της ζώνης του ευρώ!
Η ένταξη στο ευρώ, και στη λέσχη των ισχυρών κρατών της Ευρώπης, αποτέλεσε τη μεγαλύτερη εθνική επιτυχία στη νεότερη ιστορία της χώρας. Ο Σημίτης κατόρθωσε κάτι σπάνιο για τα ελληνικά δεδομένα: να θέσει συγκεκριμένους στόχους και να τους πετύχει.
Ένας επίμονος μεταρρυθμιστής
Την περίοδο Σημίτη επιταχύνθηκαν οι ρυθμοί κατασκευής και ολοκληρώθηκαν πολλά μεγάλα έργα, όπως το Μετρό της Αθήνας, το νέο αεροδρόμιο «Ελευθέριος Βενιζέλος», η Αττική Οδός, η Εγνατία Οδός, η Γέφυρα Ρίου-Αντιρρίου, αναβαθμίζοντας ουσιαστικά τις υποδομές της χώρας.
Πολλά από αυτά είχαν ενταχθεί στο πλαίσιο των υποχρεώσεων που είχε αναλάβει η χώρα για τη διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004 στην Αθήνα. Παρά τα προβλήματα, η τότε κυβέρνηση κατάφερε να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις του πολύπλοκου εγχειρήματος των αγώνων, ολοκληρώνοντας με ταχύτητα, ειδικά για τα δεδομένα της εποχής, τα μεγάλα έργα.
Σημαντικές προσπάθειες έγιναν για τον διοικητικό εκσυγχρονισμό της χώρας, ίσως οι σημαντικότερες μετά την μεταπολίτευση, με την συνένωση κοινοτήτων σε μεγαλύτερους δήμους (Σχέδιο Καποδίστριας), την δημιουργία των Ανεξάρτητων Αρχών, την δημιουργία των Κέντρων Εξυπηρέτησης Πολιτών (ΚΕΠ) κ.α.
Ο Σημίτης κατά την πρώτη τετραετία της διακυβέρνησής του απέφυγε να προχωρήσει σε σημαντικές αλλαγές και μεταρρυθμίσεις, καθώς πίστευε ότι έπρεπε με κάθε τρόπο να αποφευχθούν οι κοινωνικοί κραδασμοί για να μην επηρεάσουν αρνητικά τον μεγάλο εθνικό στόχο της ένταξης στην ΟΝΕ.
Στη δεύτερη τετραετία επιχείρησε στο πολιτικοκοινωνικό πεδίο το διαχωρισμό κράτους-εκκλησίας και στην οικονομία τη μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού προσπάθειες που πυροδότησαν μεγάλες αντιδράσεις.
Τον Μάιο του 2000, ένα μήνα μετά την επανεκλογή του ΠΑΣΟΚ, η νέα κυβέρνηση θα προχωρούσε στην καθιέρωση της μη αναγραφής του θρησκεύματος στις αστυνομικές ταυτότητες, στην κατάργηση του θρησκευτικού όρκου και στην καθιέρωση της πολιτικής κηδείας.
Δύσκολα μπορούσε να φανταστεί κανείς το τι θα επακολουθούσε. Η αντίδραση της Εκκλησίας της Ελλάδος και του τότε αρχιεπισκόπου Χριστόδουλου ήταν άμεση και οργισμένη. Μιλώντας σε πιστούς, δύο ημέρες μετά τη συνέντευξη του υπουργού Παιδείας που παρουσίασε το σχέδιο της κυβέρνησης, τόνισε ότι στα ζητήματα αυτά: «… μόνο ένας παράγων υπάρχει και αυτός είναι ο λαός, που δεν πρέπει να αγνοείται». Ο μητροπολίτης Πειραιώς Καλλίνικος δήλωσε ότι η Εκκλησία «δεν δεσμεύεται από νόμους».61 Λίγο μετά ο αρχιεπίσκοπος, μιλώντας στον ραδιοφωνικό σταθμό της Εκκλησίας, έκανε λόγο για «ξενολαγνεία», παρομοίωσε την πολιτική εξουσία με «μαϊμού που όσο πιο ψηλά ανεβαίνει τόσο πιο πολύ δείχνει τα οπίσθιά της», απειλώντας ότι «δεν είμαστε διατεθειμένοι να παραδοθούμε χειροπόδαρα δεμένοι».
Τη δύσκολη θέση της κυβέρνησης έσπευσε να εκμεταλλευτεί η αξιωματική αντιπολίτευση, με τον πρόεδρο της ΝΔ Κώστα Καραμανλή να συναντάται στις 19 Μαΐου με τον αρχιεπίσκοπο και να τάσσεται υπέρ της προαιρετικής αναγραφής του θρησκεύματος στις ταυτότητες.
Η κυβέρνηση Σημίτη ωστόσο επέμεινε στις θέσεις της και η εκκλησία κλιμάκωσε τις επιθέσεις χαρακτηρίζοντας τον Σημίτη ως «πρωθυπουργό αυθαιρεσίας» και «δικτάτορα». Ακολούθησαν τον Ιούνιο του 2000 «λαοσυνάξεις» σε Θεσσαλονίκη και Αθήνα, που διοργάνωσε η εκκλησία, ενώ ο μητροπολίτης Καλαβρύτων έφτασε στο σημείο να δηλώσει ότι «η Ιερά Σύνοδος είναι πάνω από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, τη Βουλή, την κυβέρνηση και τη δικαστική εξουσία».
Ο Σημίτης όπως δεν υποχώρησε στάση καθόλου συνηθισμένη στην Ελλάδα της μεταπολίτευσης. Ο πρωθυπουργός και η κυβέρνηση επέμειναν στο θέμα των ταυτοτήτων δεν υποχώρησαν, υλοποιώντας το σχεδιασμό της κυβέρνησης.
Ωστόσο πολιτικά υπέστη μεγάλα τραύματα και έκαψε πολύτιμο πολιτικό κεφάλαιο που δυστυχώς δεν υπήρχε στην τόσο αναγκαία μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού, που δεν έγινε.
Η σφοδρή αντίδραση αποτύπωσε την κυριαρχία της μικροπολιτικής και την αδυναμία συνεννόησης των πολιτικών δυνάμεων ακόμα και σε αυτονόητα, για μια πολιτισμένη δημοκρατική χώρα, ζητήματα, όπως ο διαχωρισμός Εκκλησίας-Κράτους.
Λίγο αργότερα ακολούθησε η συντριβή της μεταρρύθμισης του ασφαλιστικού, σηματοδοτώντας το τέλος της κυριαρχίας Σημίτη στο ΠΑΣΟΚ. Σε αντίθεση με την υπόθεση των ταυτοτήτων, οι αντιδράσεις για το ασφαλιστικό ήταν πέρα για πέρα αναμενόμενες. Η κυβέρνηση Σημίτη είχε ήδη πάρει μια καλή πρόγευση το 1997, με τη δημοσίευση της περιβόητης Έκθεσης Σπράου-Τήνιου, που προειδοποιούσε για την ωρολογιακή βόμβα του ασφαλιστικού και την ανάγκη άμεσης δράσης.
Η Έκθεση περιείχε την προφητική πρόβλεψη ότι, αν δεν προχωρήσουμε γρήγορα σε αλλαγές, υπήρχε μεγάλος κίνδυνος το 2010 να αποτελέσει έτος κρίσης για το ασφαλιστικό.
Οι αντιδράσεις ήταν κάτι παραπάνω από σφοδρές. Ο πρόεδρος της ΓΣΕΕ, και στέλεχος της ΠΑΣΚΕ –του συνδικαλιστικού βραχίονα του ΠΑΣΟΚ–, Χρήστος Πολυζωγόπουλος χαρακτήρισε τις προτάσεις καταστροφικές για την κοινωνική ασφάλιση και τους συνταξιούχους, ενώ συνδικαλιστικά στελέχη της Νέας Δημοκρατίας έκαναν λόγο για λογιστική προσέγγιση και κοινωνική αναλγησία.
Στο όνομα της προστασίας των εργαζομένων και των συνταξιούχων, η εφημερίδα Ελευθεροτυπία παρομοίωσε τον καθηγητή Γιάννη Σπράο με το δικτάτορα της Χιλής Πινοσέτ, σημειώνοντας μεταξύ πολλών άλλων ότι «… η τελική πρόταση δεν είναι παρά ακριβής μετάφραση –λέξη προς λέξη– της χιλιανής επιλογής». Ο Ριζοσπάστης σε κείμενο-ανάλυση με τίτλο «Μνημείο κοινωνικού δαρβινισμού» συνέκρινε τον Σπράο με φονιά που προσπαθεί να λύσει το πρόβλημα των συντάξεων με μέτρα που θα οδηγήσουν τους εργαζομένους σε πρόωρο θάνατο.
Βλέποντας το μέγεθος των αντιδράσεων η κυβέρνηση πήρε αμέσως αποστάσεις από την Έκθεση, ενώ Σπράος και Τήνιος μετατράπηκαν πολιτικά σε λεπρούς με τους οποίους κανείς δεν ήθελε να έχει την παραμικρή επαφή. Όπως εξομολογήθηκε αργότερα ο Πλάτων Τήνιος, περισσότερο από όλα τον σόκαρε η στάση των άλλων μελών της επιτροπής που συνέταξε την Έκθεση και τα οποία συμπεριφέρθηκαν λες και είχαν άγνοια των περιεχομένων της Έκθεσης. Σύμφωνα με τον Τήνιο, ο Τάσος Γιαννίτσης, σύμβουλος του Σημίτη και μετέπειτα υπουργός, «έκανε λες και δεν είχε υπάρξει ποτέ μέλος της επιτροπής».
Τέσσερα χρόνια αργότερα, τροφή για τις ύαινες της «δημοκρατίας» θα αποτελούσε ο ίδιος ο Γιαννίτσης.
Τον Απρίλιο του 2001 ο Γιαννίτσης παρουσίασε μια σειρά σημαντικών και απολύτως απαραίτητων αλλαγών για τον εξορθολογισμό και την εξυγίανση του Συστήματος Κοινωνικής Ασφάλισης.
Μεταξύ άλλων ο νόμος προέβλεπε δραστικές περικοπές στο ευνοϊκό καθεστώς των προνομιούχων εργαζομένων (τράπεζες, ΔΕΚΟ, δημοσιογράφοι κ.ά.), ενώ περιλάμβανε και την καθιέρωση νέου ορίου συνταξιοδότησης, για όλους τους εργαζόμενους, τα 65 χρόνια. Διαφορετικά, προειδοποιούσε –όπως και τόσοι άλλοι πριν– ότι η κατάρρευση και η χρεοκοπία ήταν προ των πυλών.
Όπως γράφει ο Γιαννίτσης, στόχος ήταν: «να επικεντρωθούμε σε αλλαγές καταστάσεων που είχαν πάρει τη μορφή καταφανών αδίκων προνομίων για περιορισμένες ομάδες επαγγελμάτων και δημιουργούσαν ένα μεγάλο και αδικαιολόγητο χάσμα στον τρόπο αντιμετώπισης των ασφαλισμένων. Γιατί ήταν δίκαιες ρυθμίσεις προηγούμενων δεκαετιών για τη συνταξιοδότηση μητέρων ανηλίκων, σε ηλικίες 45-50 ετών, να εξακολουθούν να ισχύουν σε φάσεις πλήρους ανατροπής των δεδομένων; Γιατί έπρεπε να ισχύουν καταχρηστικές υπαγωγές επαγγελμάτων σε βαρέα και ανθυγιεινά; Πόσο δίκαιο ήταν να υπάρχουν ποσοστά αναπλήρωσης συντάξεων σε “ευγενή” Ταμεία από 110% μέχρι και 130%, ή να υπάρχουν Ταμεία όπου η πληρωμή ασφαλιστικών εισφορών γίνεται από τους συναλλασσόμενους πολίτες αντί για τους εργοδότες και τους εργαζόμενους (δημοσιογραφικά Ταμεία); Όλα αυτά τα στοιχεία διαμόρφωναν ένα εξαιρετικά άνισο τοπίο στην ελληνική κοινωνική ασφάλιση. Τέτοιες ανισότητες στο μέτρο που απορρέουν από τη συμβολή των ασφαλισμένων μπορεί να είναι αποδεκτές. Τι γίνεται όμως όταν τα Ταμεία είναι ελλειμματικά ή όταν το βάρος των εισφορών το φέρουν τρίτοι; Η Ελλάδα έχει τη δεύτερη θέση μεταξύ των 29 χωρών του ΟΟΣΑ σε ό,τι αφορά τα ποσοστά αναπλήρωσης των ομάδων ασφαλισμένων με υψηλά εισοδήματα. Η Ελλάδα έχει επίσης το τρίτο πιο άνισο σύστημα στο συνταξιοδοτικό μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ. Έπρεπε τέτοιες καταστάσεις να παραμένουν, όταν την ίδια στιγμή έπρεπε να βρεθούν τρόποι για μια δύσκολη ασφαλιστική μεταρρύθμιση;».
Για μία ακόμη φορά δεν έγινε καμία συζήτηση για την ουσία του προβλήματος και όλο το πολιτικό φάσμα, από αριστερά μέχρι δεξιά, επιδόθηκε σε μια άκρατη δημαγωγία στο όνομα της προστασίας των εργαζομένων, των συνταξιούχων, των αδυνάμων και φυσικά της «δημοκρατίας». Τα μεγάλα ελλείμματα, η αύξηση του προσδόκιμου ζωής, η μείωση των γεννήσεων και τα προκλητικά προνόμια που απολάμβαναν ορισμένες ομάδες δεν απασχολούσαν κανέναν.
«Οι εργαζόμενοι και οι συνταξιούχοι δεν είναι μόνοι τους στον αγώνα για μια καλύτερη ζωή» δήλωσε για τις αλλαγές στο ασφαλιστικό ο πρόεδρος της ΝΔ Κώστας Καραμανλής, κάνοντας λόγο για κυβερνητική ανευθυνότητα και προχειρότητα, ενώ, σε ένα κρεσέντο λαϊκισμού σημείωσε ότι «οι εργαζόμενοι είναι οι μόνοι που δεν ευθύνονται για τα σημερινά αδιέξοδα».
Ο πρόεδρος του Συνασπισμού Νίκος Κωνσταντόπουλος εξέφρασε «την πλήρη αντίθεσή μας προς τα μέτρα της κυβέρνησης για το Ασφαλιστικό και την ανησυχία μας για την κοινωνική αβεβαιότητα, την αναστάτωση που τα μέτρα αυτά προκαλούν». Μάλιστα ο κ. Κωνσταντόπουλος πρότεινε, ως λύση στο πρόβλημα, τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος.
Μεγάλες αντιδράσεις εκδηλώθηκαν φυσικά κι ανάμεσα στα στελέχη και την κομματική βάση του ΠΑΣΟΚ. Στις 26 Απριλίου, η κυβέρνηση υποχώρησε άτακτα, ανακοινώνοντας την απόσυρση του Σχεδίου Γαννίτση, ενώ την ίδια ημέρα πραγματοποιήθηκε μια από τις μεγαλύτερες διαδηλώσεις στο κέντρο της Αθήνας, με τη συμμετοχή άνω των 100.000 εργαζομένων!
Δυστυχώς η Έκθεση Σρπάνου – Τήνιου αποδείχθηκε προφητική με τις αλόγιστες δαπάνες για το ασφαλιστικό να αποτελούν μια από τις σημαντικότερες αιτίες της υπερχρέωσης και του δημοσιονομικού εκτροχιασμού. Το 2010 η χώρα χρεοκόπησε.
Οι σκιές της διακυβέρνησης Κ. Σημίτη
Όπως αναφέρθηκε η ένταξη της χώρας στο ευρώ αποτέλεσε μια από τις μεγαλύτερες εθνικές επιτυχίες στην νεότερη ιστορία της Ελλάδας.
Όμως, στο περιθώριο της επιτυχίας του ευρώ και των υψηλών ρυθμών ανάπτυξης, τα μεγάλα χρόνια διαρθρωτικά προβλήματα της χώρας, όπως η χαμηλή ανταγωνιστικότητα, η εσωστρέφεια, το χρέος, η ανεργία, τα ελλείμματα και κυρίως η θεσμική και διοικητική ανεπάρκεια, παρέμεναν ακλόνητα.
Εν πολλοίς η οικονομία παρέμενε καθηλωμένη στο αναποτελεσματικό, ανορθολογικό μοντέλο λειτουργίας των περασμένων δεκαετιών. Η οικονομία και οι επιχειρήσεις δεν μπορούσαν να αντεπεξέλθουν στον διεθνή ανταγωνισμό, ενώ θεσμικά και διοικητικά η Ελλάδα υπολειτουργούσε. Οι ονομαστικοί στόχοι για την ένταξη στο ευρώ είχαν επιτευχθεί, όχι όμως και ο τόσο αναγκαίος μετασχηματισμός της πραγματικής οικονομίας και της διοίκησης του κράτους, ώστε η χώρα να μπορέσει να σταθεί αποτελεσματικά στο σύγχρονο ανταγωνιστικό περιβάλλον. Ήταν κάτι που πολύ σύντομα θα βρίσκαμε μπροστά μας.
Δεν έγινε καμία σοβαρή προσπάθεια για τον περιορισμό του κομματικού κράτους, της διαφθοράς καθώς της θεσμικής ανεπάρκειας. Αντίθετα η κατάσταση επιδεινώθηκε και η διαφθορά έλαβε μεγάλες διαστάσεις. Η διαφθορά αποτέλεσε το μεγάλο μελανό σημείο που στιγμάτισε τη διακυβέρνηση Σημίτη.
Η μεταρρύθμιση του κράτους βέβαια ήταν κάτι ανέφικτο ειδικά εκείνη την εποχή.
Ας μην λησμονούμε ότι ακόμα και μετά την χρεοκοπία του 2010 και μια δεκαετία μεταρρυθμίσεων που επέβαλαν βίαια τα μνημόνια η λειτουργία του κράτους, της δημόσιας διοίκησης και της Δικαιοσύνης, δεν έχει αλλάξει ιδιαίτερα.
Επίσης η διακυβέρνηση Σημίτη στιγματίστηκε τα τελευταία χρόνια της δεκαετίας του ’90 σημειώθηκε ένα πολύ μεγάλων διαστάσεων κερδοσκοπικό επεισόδιο στο Χρηματιστήριο Αθηνών, που έμεινε γνωστό ως «το σκάνδαλο του Χρηματιστηρίου».
Όλη η χώρα καταλήφθηκε από μια μανία για τις μετοχές και μεγάλο μέρος του πληθυσμού πίστεψε ότι ανακάλυψε έναν εύκολο και σίγουρο τρόπο να πλουτίσει.
Το 1999 η χρηματιστηριακή φούσκα έσκασε με κρότο και τα επόμενα χρόνια η Σοφοκλέους κατέρρευσε. Ο χρηματιστηριακός παροξυσμός εμπότισε την κοινωνία με τη νοοτροπία του γρήγορου κι εύκολου κέρδους, κάτι που αναδείχθηκε σε πρότυπο επιτυχίας, αποτελώντας τον προάγγελο του υπερκαταναλωτισμού, της επιτυχίας χωρίς κόπο και της επίδειξης πλούτου που κυριάρχησαν τη δεκαετία του ’00.
Τέλος, έντονη κριτική έχει διατυπωθεί για τους χειρισμούς του Κ. Σημίτη στην κρίση των Ιμίων τον Ιανουάριο του 1996, λίγες ημέρες μετά την ανέλιξή του στην ηγεσία του ΠΑΣΟΚ, και το «ευχαριστώ» στην κυβέρνηση των ΗΠΑ για την συμβολή της στην αποκλιμάκωση της κρίσης.
Δεδομένης της πολιτικής αστάθειας που αναπόδραστα δημιουργούσε η διαδοχή της εξουσίας από την Α. Παπανδρέου (που παραιτήθηκε τον Ιανουάριο του 1996) στον Κ. Σημίτη, ο νέος πρωθυπουργός βρέθηκε προ τετελεσμένων και επιχείρησε έναν έντιμο συμβιβασμό κόντρα στις πολεμοκάπηλες Σειρήνες της εποχής.
Σε όσους ασκούν κριτική στον Κώστα Σημίτη για την κρίση στα Ίμια καλό θα ήταν να διαβάσουν το βιβλίο του τότε Αρχηγού των Ενόπλων Δυνάμεων, ναυάρχου Χρήστου Λυμπέρη, «Πορεία σε ταραγμένες θάλασσες». Από τα δικά του λόγια προκύπτει ότι η κλιμάκωση της κρίσης με την Τουρκία, στην οποία συνέβαλε ο ίδιος καθοριστικά, έγινε χωρίς συνεννόηση με την πολιτική ηγεσία.
Το κείμενο έχει βασιστεί στο βιβλίο «Από το μεγάλο Πάρτι στη Χρεοκοπία», Εκδόσεις Παπαδόπουλος