Η τελευταία πράξη του δράματος της «ηρωικής» διαπραγμάτευσης του 2015 διαδραματίστηκε τέτοιες μέρες πριν δέκα χρόνια, με την προκήρυξη δημοψηφίσματος, το κλείσιμο των τραπεζών, την επιβολή capital controls και τελικά την άτακτη υποχώρηση της κυβέρνησης Α. Τσίπρα - Π. Καμένου.
Η «ηρωική» διαπραγμάτευση μιας κυβέρνησης εμποτισμένη με απόλυτες βεβαιότητες και σημείο εκκίνησης την αδιαπραγμάτευτη δέσμευση για το «σκίσιμο» των μνημονίων, με έναν νόμο - ένα άρθο,-και κατάληξη το τρίτο, και βαρύτερο, μνημόνιο.
Το κερασάκι στην τούρτα ήταν ότι όλοι αυτοί οι σκληρά αντιμνημονιακοί, Α. Τσίπρας και Π. Καμένος, που κατηγορούσαν όσους θεωρούσαν ότι το μνημόνιο είναι ένας δύσκολος μονόδρομος ως «υποταγμένους στην τρόικα», «εντεταλμένους των μνημονίων» και η συνέχεια με την τρόικα «συνειδητή εγκληματική πράξη κατά της πατρίδας και του λαού που βυθίζεται σε ανθρωπιστική κρίση» ήταν η μόνη κυβέρνηση που εφάρμοσε τελικά, από την αρχή μέχρι το τέλος, το μνημόνιο που συμφωνήθηκε το 2015 με τους δανειστές και την τρόικα η οποία μετονομάστηκε σε θεσμοί.
Το δημοψήφισμα αποτέλεσε την τελευταία στάση στο ταξίδι στον κόσμο του φαντασιακού και των μαγικών λύσεων της κυβέρνησηκυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ.
Αποτέλεσε την τελευταία πράξη του δράματος ενός πυρετικού εξαμήνου, που ακολούθησε μετά τις εκλογές του 2015, και μιας αλλοπρόσαλης κατάστασης που δύσκολα μπορεί να χαρακτηριστεί ως διαπραγμάτευση ή κάτι που ώστε να προσομοιάζει με διαπραγμάτευση.
Η κυβέρνηση παρασύρθηκε και παγιδεύτηκε σε ένα ιδιαίτερα επικίνδυνο παιχνίδι το οποίο στηρίζονταν στην εξαιρετικά απλοϊκή, ανόητη, στρατηγική, του ότι στο τέλος οι Ευρωπαίοι θα υποχωρήσουν γιατί δεν τους συμφέρει να χρεοκοπήσει η Ελλάδα και να μπει σε περιπέτειες το ευρώ.
Οι δανειστές «θα δώσουν τα λεφτά στις 24 Απριλίου, γιατί δεν τους συμφέρει να διαλύσουμε την Ευρωζώνη…», δήλωνε ο Υπουργός Επικρατείας Αλέκος Φλαμπουράρης και μαζί του πολλοί άλλοι.

Ο Αλέξης Τσίπρας με τον Πάνο Καμμένο
Την «στρατηγική» πλαισίωνε μια ακόμα σταθερά ότι η Ελλάδα δεν θα αφεθεί να χρεοκοπήσει λόγω των γεωπολιτικών περιπλοκών που θα προκαλούσε κάτι τέτοιο.
Τέλος, η κυβέρνηση αναζήτησε την νομιμοποιητική βάση για την ανατροπή των συμφωνιών που είχαν υπογράψει οι προηγούμενες κυβερνήσεις στο αμφιλεγόμενο επιχείρημα ότι με βάση το εκλογικό αποτέλεσμα ο λαός απέρριπτε τις «μνημονιακές πολιτικές» και οι εταίροι θα έπρεπε να σεβαστούν την ετυμηγορία του ελληνικού λαού.
Η προσέγγιση αυτή αποτύπωνε την μεσσιανική αντίληψη ότι ο ΣΥΡΙΖΑ και μόνον αντιπροσώπευε την «πραγματική» βούληση του λαού και όλες οι προηγούμενες κυβερνήσεις ήταν αμφισβητούμενες. Είναι χαρακτηριστικό ότι μετά τις εκλογές της 25ής Ιανουαρίου ο Τσίπρας έκανε λόγο για την επιστροφή της δημοκρατίας στην Ελλάδα!
Φτάνοντας στο αδιέξοδο
Μετά από μήνες ενός «διαπραγματευτικού κρυφτό - κυνηγητού» που μπορεί να περιγραφή ως ένας καταιγισμός πολεμικής ρητορικής, υπερήφανων διακηρύξεων, ατελείωτων συνεντεύξεων, συναντήσεων, θεαματικών δημόσιων δηλώσεων, συναισθηματικών εκρήξεων και μεγαλοστομιών το τέλος του δράματος πλησίαζε.
Η στρατηγική του ότι οι Ευρωπαίοι θα υποχωρούσαν καθώς δεν τους συμφέρει η Ελλάδα να χρεοκοπήσει και να μπει σε κίνδυνο το ευρώ κατέρρεε.
Η Αθήνα έψαχνε δίοδο διαφυγής από το αδιέξοδο. Ο πρωθυπουργός προχώρησε στην αναδόμηση της διαπραγματευτικής ομάδας τοποθετώντας επικεφαλής τον αναπληρωτή Υπουργό Εξωτερικών Ευκλείδη Τσακαλώτο στη θέση του Βαρουφάκη ενώ σε συνέντευξή του ο Τσίπρας άφησε ανοιχτό το ενδεχόμενο διενέργειας δημοψηφίσματος.
Ο Μάιος πέρσασε με την Αθήνα να αισιοδοξεί, τουλάχιστον δημόσια, για την επίτευξη συμφωνίας.
Αντίθετα μηνύματα εξέπεμπαν οι άλλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες ενώ στον τύπο αναλύονταν σχέδια για μια προσωρινή έξοδο της Ελλάδας από το ευρώ.

O πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Ντόναλντ Τουσκ
Τον Ιούνιο πραγματοποιήθηκαν νέες επαφές του πρωθυπουργού με τον πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής αλλά και τους ηγέτες της Γερμανίας – Γαλλίας σε μια προσπάθεια να επιτευχθεί συμφωνία χωρίς αποτέλεσμα.
Για άλλη μια φορά η διαπραγμάτευση βρίσκονταν στον αέρα με το ΔΝΤ να υπογραμμίζει ότι είμαστε πολύ μακριά από μια συμφωνία ενώ ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Ντόναλντ Τουσκ δήλωνε ότι «είναι προφανές ότι χρειαζόμαστε αποφάσεις, όχι διαπραγματεύσεις. Φοβάμαι ότι έρχεται η ημέρα που κάποιος θα πει ότι τελείωσε το παιχνίδι».
Η απειλή της ρήξης
Η κυβέρνηση βρίσκονταν σε πλήρες αδιέξοδο και απελπισμένη επιχείρησε να παίξει το τελευταίο της χαρτί: το χαρτί της ρήξης!
Ο πρωθυπουργός μιλώντας στην ΚΟ του ΣΥΡΙΖΑ στις 16 Ιουνίου σημείωσε ότι «η εμμονή των θεσμών σε ένα πρόγραμμα περικοπών που έχει πασιφανώς αποτύχει» είναι πιθανό «πως εξυπηρετεί πολιτικές σκοπιμότητες καθώς και ένα πολιτικό σχέδιο για την ταπείνωση όχι μόνο της ελληνικής κυβέρνησης αλλά και την ταπείνωση ενός ολόκληρου λαού», ενώ άφησε ανοιχτή την προοπτική ρήξης σημειώνοντας ότι η υιοθέτηση ενός αποτυχημένου προγράμματος «χωρίς καμία απολύτως ρύθμιση του χρέους, τότε δεν αφήνεται κανένα περιθώριο επιλογής, στο Ελληνικό Κοινοβούλιο, όχι μόνο στο ΣΥΡΙΖΑ, όχι μόνο στην Ελληνική Κυβέρνηση».
Ασυνήθιστα σκληρή γλώσσα και εκφράσεις χρησιμοποιούσαν ο περισσότεροι ξένοι αξιωματούχο ενώ η επικεφαλής του ΔΝΤ Κριστίν Λαγκάρντ δήλωσε δημόσια το ανήκουστο ότι «αυτή τη στιγμή μας λείπει ο διάλογος, είναι βασικό να τον αποκαταστήσουμε με ενήλικες στο δωμάτιο».
Και ενώ η χώρα βρισκόταν αντιμέτωπη με τον κίνδυνο άτακτης χρεοκοπίας και εκδίωξης από την Ευρωζώνη στις 19 Ιουνίου ο πρωθυπουργός επέλεξε να ταξιδέψει για δεύτερη φορά στη Ρωσία όπου, μιλώντας στο Οικονομικό Φόρουμ της Αγίας Πετρούπολης, προχώρησε σε μια εξαιρετικά αμφιλεγόμενη τοποθέτηση – προαναγγελία ρήξης. «Όλοι το γνωρίζετε, τώρα, αυτή τη στιγμή βρισκόμαστε στη μέση μιας μεγάλης φουρτούνας. Αλλά είμαστε ένας λαός της θάλασσας που ξέρει να βγαίνει από φουρτούνες και κυρίως δεν φοβάται να ανοιχτεί σε μεγάλα πελάγη, σε καινούργιες θάλασσες προκειμένου να φτάσει σε νέα και πιο ασφαλή λιμάνια».

Ώρες μόνο μετά την ομιλία του πρωθυπουργού ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Ντόναλντ Τουσκ ανακοίνωσε τη σύγκλιση έκτακτης Συνόδου Κορυφής για την Ελλάδα πραγματοποιώντας μια εξαιρετικά σκληρή και απροκάλυπτα απειλητική δήλωση – τελεσίγραφο:
«Το παιχνίδι του δειλού πρέπει να τελειώσει, όπως επίσης και το παιχνίδι της επίρριψης ευθυνών γιατί δεν είναι παιχνίδι και δεν υπάρχει χρόνος για κανένα παιχνίδι. Είναι η πραγματικότητα και θα έχει συνέπειες πρώτα απ’ όλα για τον ελληνικό λαό. Στόχος της Συνόδου Κορυφής είναι να βεβαιωθούμε ότι ο ένας καταλαβαίνει τις θέσεις του άλλου και τις συνέπειες των πράξεων μας. Να φύγουν οι ψευδαισθήσεις ότι θα υπάρξει μαγική λύση. Είμαστε κοντά στο σημείο που η ελληνική κυβέρνηση θα πρέπει να διαλέξει μεταξύ αυτού που εγώ πιστεύω ότι είναι μια καλή συμφωνία για την παροχή στήριξης ή να βαδίσει προς την πτώχευση».
Πέντε μήνες μετά τις εκλογές πλησίαζε η στιγμή της ανώμαλης προσγείωσης. Ο Τσίπρας, έχοντας στα χέρια του την τύχη της χώρας, ερχόταν αντιμέτωπος –όπως και οι προηγούμενοι πρωθυπουργοί- με τη σκληρή πραγματικότητα: ότι η Ελλάδα για να εξασφαλίσει τα χρήματα που χρειάζονταν για να μην χρεοκοπήσει και τα οποία έδιναν μόνον οι εταίροι στην ΕΕ θα έπρεπε να αποδεχθεί ένα αυστηρό πλαίσιο δημοσιονομικής πειθαρχίας και μεταρρυθμίσεων: ένα μνημόνιο.
Η απελπισία του δημοψηφίσματος
Το απόγευμα της Παρασκευής 26 Ιουνίου η καγκελάριος της Γερμανίας παρότρυνε τον πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα να αποδεχθεί τη «εξαιρετικά γενναιόδωρη», όπως τη χαρακτήρισε, προσφορά των πιστωτών της χώρας, προειδοποιώντας ταυτόχρονα για τις συνέπειες στην αντίθετη περίπτωση.
Στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκε και ο πρόεδρος της Γαλλίας αλλά και άλλοι ευρωπαϊοι ηγέτες.
Λίγες ώρες μετά ο πρωθυπουργός προχώρησε στην προκήρυξη δημοψηφίσματος για την 5η Ιουλίου με ερώτημα την αποδοχή ή όχι της πρότασης των δανειστών.
Παράλληλα ζήτησε «ολιγοήμερη παράταση του προγράμματος, προκειμένου ο Ελληνικός λαός να αποφασίσει, ελεύθερος από πιέσεις και εκβιασμούς», αίτημα που απορρίφθηκε από το Eurogroup.
Η Ελλάδα βρέθηκε εκτός προγράμματος η ΕΚΤ διεμήνυσαν ότι δεν μπορεί να συνεχιστεί η χρηματοδότηση των ελληνικών τραπεζών και την Κυριακή 28 Ιουλίου η κυβέρνηση ανακοίνωσε την επιβολή κεφαλαιακών περιορισμών στις τράπεζες κάτι που δεν είχε να συμβεί από τον Β Παγκόσμιο Πόλεμο.
Πέντε μήνες μετά τις εκλογές και την επαναδιαπραγμάτευση για την οποία διαβεβαίωνε ότι δεν υπάρχει ούτε μια στο εκατομμύριο να μην πετύχει ο Τσίπρας μετέφερε την ευθύνη της επιλογής στους πολίτες, αφού οδήγησε τη χώρα σε αδιέξοδο

Η πρώην καγκελάριος της Γερμανίας Α. Μέρκελ
Σε διάγγελμά του τόνισε ότι οι προτάσεις των θεσμών «δεν είναι μια βιώσιμη και επωφελής συμφωνία για όλα τα μέρη, αλλά η ταπείνωση ολόκληρου του ελληνικού λαού»… «Στο εκβιαστικό τελεσίγραφο για την αποδοχή από τη μεριά μας μιας αυστηρής και ταπεινωτικής λιτότητας δίχως τέλος και χωρίς προοπτική να ορθοποδήσουμε ποτέ κοινωνικά και οικονομικά, σας καλώ να αποφασίσετε κυρίαρχα και περήφανα, όπως η ιστορία των Ελλήνων προστάζει».
Σύμφωνα με την κυβέρνηση το αδιέξοδο θα μπορούσε να ξεπεραστεί, η διαπραγματευτική θέση της Ελλάδας να ενισχυθεί και μια καλύτερη συμφωνία να επιτευχθεί αρκεί οι πολίτες, ο λαός, να ψήφιζε στο δημοψήφισμα το μεγάλο, περήφανο, Όχι!
Το πώς ακριβώς θα ενδυνάμωνε την κυβέρνηση ένα δημοψήφισμα, μόλις πέντε μήνες μετά την εκλογική της νίκη με την οποία είχε λάβει ξεκάθαρη λαϊκή εντολή για την ακύρωση των μνημονίων και τον τερματισμό της λιτότητας, δεν εξηγήθηκε πότε.
Το όχι στο δημοψήφισμα, υποστήριζε η κυβέρνηση, θα της έδινε την δύναμη να επιτύχει μια καλύτερη συμφωνία από αυτή που προτάθηκε από τους εταίρους στις 25 Ιουνίου και η οποία απορρίφθηκε από την ελληνική πλευρά.
Η κυβέρνηση υπογράμμιζε ότι το «Όχι» στο δημοψήφισμα δεν αποτελούσε ούτε όχι στο ευρώ, ούτε όχι στην Ευρώπη διαβεβαιώνοντας ότι δεν υπήρχε κανένας απολύτως κίνδυνος για την ευρωπαϊκή πορεία της χώρας.
Η επόμενη μέρα «ενός περήφανου όχι στην υποτέλεια, στην αναξιοπρέπεια, θα είναι μια μέρα που θα βρει τη χώρα μας με πολύ πιο ενισχυμένη τη διαπραγματευτική της δυνατότητα, αλλά θα είναι ταυτόχρονα και η ώρα της αλήθειας για του πιστωτές. Θα είναι η ώρα που θα καταλάβουν ότι η Ελλάδα δεν πρόκειται να παραδοθεί, ότι η Ελλάδα δεν είναι παιχνίδι που τελείωσε», δήλωνε ο πρωθυπουργός.
Οι διαβεβαιώσεις για την δύναμη του «Όχι» και την επίτευξη καλύτερη συμφωνίας ήταν σχεδόν πανομοιότυπες με τις προεκλογικές διαβεβαιώσεις ότι η πρόταση του Σύριζα προς τους ευρωπαίους για τον τερματισμό της λιτότητας δεν υπήρχε περίπτωση να μην γίνει δεκτή.
Τα ψέμματα Βαρουφάκη και ο θρίαμβος του ΟΧΙ
Ο υπουργός οικονομικών Βαρουφάκης σε γραπτή του δήλωσή του, για την ανάγκη επικράτησης του «Όχι» στο δημοψήφισμα, υποστήριξε ότι «από την στιγμή που ανακοινώσαμε το δημοψήφισμα, η επίσημη Ευρώπη έχει σηματοδοτήσει εμπιστευτικά πως είναι έτοιμη να συζητήσει την αναδιάρθρωση του χρέους», ενώ δυο ημέρες πριν τη διεξαγωγή του δημοψηφίσματος υποστήριξε ότι:
«Από τότε που αναγγείλαμε τη διεξαγωγή του δημοψηφίσματος και ενοχλήσαμε τους Ευρωπαίους εταίρους μας είχαμε τις πιο ενδιαφέρουσες προτάσεις να έρχονται από τις Βρυξέλλες. Ενδεχομένως αυτό το δημοψήφισμα και το αδιέξοδο που αντιπροσωπεύει, συγκέντρωσε αρκετά μυαλά στις Βρυξέλλες και είχαμε ορισμένες πολύ καλές προτάσεις. Προτάσεις που θα υπογράφαμε».
Περιττό να σημειωθεί ότι ο ισχυρισμός Βαρουφάκη δεν είχε καμία σχέση με την πραγματικότητα. Ήταν ένα ψέμμα.

Στην ΕΕ η αναγγελία του δημοψηφίσματος προκάλεσε σύγχυση. Υπογραμμίστηκε ότι η πρόταση της 25ης Ιουνίου δεν υπάρχει πια, ότι η Ελλάδα ήταν χωρίς πρόγραμμα χρηματοδότησης και ότι η επικράτηση του «Όχι» δεν θα βοηθούσε τη χώρα.
O πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ζαν Κλοντ Γιούνκερ δήλωσε ότι μια ψήφος υπέρ του Όχι στο δημοψήφισμα θα αποδυνάμωνε δραματικά τη θέση της Ελλάδας στις διαπραγματεύσεις, ενώ ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Μάρτιν Σούλτς σημείωσε ότι το πραγματικό διακύβευμα του δημοψηφίσματος είναι το ευρώ, δηλώσεις που από κυβερνητικούς κύκλους χαρακτηρίστηκαν ως ωμή παρέμβαση στα εσωτερικά της χώρας .
Στο εσωτερικό επικράτησε έντονη αντιπαλότητα και διχασμός με τους υποστηρικτές του «Ναι» να προειδοποιούν για τις καταστροφικές συνέπειες του Όχι και με τους υποστηρικτές του «Όχι», και την κυβέρνηση, να τους κατηγορούν για τρομοκρατία.
Την Κυριακή 5 Ιουλίου το «Όχι» στο δημοψήφισμα θριάμβευσε, συγκεντρώνοντας το 61,31% των ψήφων. Ο θρίαμβος ξεπέρασε κάθε προσδοκια του Σύριζα και του Α. Τσίπρα.
Από τους πανηγυρισμούς στην άκακτη υποχώρηση
Οι πανηγυρισμοί του κόσμου και των υποστηρικτών του Όχι δεν κράτησαν παρά ώρες.
Μετά την γνωστοποίηση του αποτελέσματος, το βράδυ της Κυριακής, στο Μέγαρο Μαξίμου επικρατούσε, σύμφωνα με μαρτυρίες, απόλυτη θλίψη και αμηχανία για την διαχείριση του αποτελέσματος.
Νωρίς το πρωί της Δευτέρας 6 Ιουλίου ο Βαρουφάκης παραιτήθηκε (είχε δηλώσει ότι θα παραιτούνταν αν επικρατούσε το «Ναι») ενώ τη θέση του Υπουργού Οικονομικών ανέλαβε ο Ευκλείδης Τσακαλώτος. Το μεσημέρι συνεδρίασε σε βαρύ κλίμα το συμβούλιο των πολιτικών αρχηγών υπό τον πρόεδρο της Δημοκρατίας όπου στο κοινό ανακοινωθέν τονίζονταν ότι η πρόσφατη ετυμηγορία του ελληνικού λαού δεν συνιστά εντολή ρήξης αλλά εντολή συνέχισης της διαπραγμάτευσης.
Στη συνάντηση των πολιτικών αρχηγών ο πρωθυπουργός υπογράμμισε ότι δεν τίθεται ζήτημα αμφισβήτησης της ευρωπαϊκής πορείας της χώρας, ότι θα κινηθεί άμεσα για την επίτευξη συμφωνίας και τόνισε την ετοιμότητα της Αθήνας να αποδεχθεί την πρόταση των θεσμών.

Εν πολλοίς μετά το δημοψήφισμα η κυβέρνηση κινήθηκε σαν να είχε θριαμβεύσει το Ναι και έκανε τα πάντα για την επίτευξη μιας συμφωνίας. Ότι δηλαδή δεν έκανε τους προηγούμενους πέντε μήνες.
Η κυβέρνηση βρίσκονταν αντιμέτωπη με τους περιορισμούς της πραγματικότητας, όπως και οι «προδοτικές» κυβερνήσεις πριν από αυτή, συνειδητοποιώντας το άτοπο της «στρατηγικής» του δεν τους συμφέρει να μας αφήσουν να χρεοκοπήσουμε.
Με τις τράπεζες κλειστές, λόγω της ειδικής τραπεζικής αργίας για την επιβολή των κεφαλαιακών περιορισμών, τα κρατικά ταμία άδεια, δίχως πρόγραμμα χρηματοδότησης και δίχως την παραμικρή εναλλακτική επιλογή η κυβέρνηση βρίσκονταν στο έλεος των εταίρων.
Η χώρα όδευε προς μια ταπεινωτική, ιστορική, συντριβή.
Την Τρίτη 7 Ιουλίου πραγματοποιήθηκε νέα Σύνοδος Κορυφής όπου παρουσιάστηκε στον πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα το σχέδιο Β της Κομισιόν 1.000 σελίδων για την αντιμετώπιση της εξόδου της Ελλάδας από την ευρωζώνη και την παροχή βοήθειας για την αντιμετώπιση της συνακόλουθης ανθρωπιστικής κρίσης στη χώρα μας.
Χωρίς περιστροφές οι εταίροι έδειχναν στην Ελλάδα την πόρτα της εξόδου.
Μετά τη Σύνοδο ακολούθησε μπαράζ δραματικών δηλώσεων ευρωπαίων ηγετών και αξιωματούχων που μιλούσαν για έξοδο της Ελλάδας από το ευρώ και για το σχέδιο αντιμετώπισης της ανθρωπιστικής κρίσης που θα επακολουθούσε παγώνοντας το αίμα στην Αθήνα και όλη τη χώρα. Ο πρόεδρος της Κομισιόν Γιούνκερ δήλωσε ότι «δεν αποκλείω κανένα σενάριο, ούτε το χειρότερο, προσθέτοντας ότι η Επιτροπή έχει επεξεργαστεί σχέδιο για Grexit σε όλη του την έκταση».

Ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Ντόναλντ Τουσκ σημείωσε ότι: «δεν μπορούμε να αποκλείσουμε το μαύρο σενάριο και πρέπει να συζητηθούν οι επιπτώσεις του μαύρου σεναρίου για όλη την ΕΕ και τις πιθανές ανθρωπιστικές ανάγκες της Ελλάδας, γι' αυτό ήταν απολύτως δικαιολογημένη η σύγκληση των 28 χωρών». Ο πρόεδρος της Γαλλίας Φ. Ολάντ προειδοποίησε ότι «χωρίς συμφωνία, οι παρενέργειες θα είναι πολύ σοβαρές» ενώ οι καγκελάριος της Γερμανίας τόνισε ότι «έχουμε ελάχιστες ημέρες, αν όχι ώρες ώστε να βρούμε μία λύση», προσθέτοντας ότι η Ελλάδα θα χρειαστεί μια νέα πολυετή συμφωνία με περισσότερα μέτρα.
Η κυβέρνηση του Σύριζα βρισκόταν αντιμέτωπη με το αδιανόητο. Αυτό που θεωρούσε αδύνατο και διαβεβαίωνε τους πολίτες ότι δεν υπάρχει καμία περίπτωση να συμβεί: τον εξοστρακισμό της χώρας από την Ευρώπη.
Το Grexit δεν αποτελούσε πλέον ένα κινδυνολογικό σενάριο αλλά βρίσκονταν προ των πυλών.
Για πρώτη φορά ορίστηκε Σύνοδος Κορυφής της ΕΕ (την Κυριακή 12 Ιουλίου) για την Ελλάδα για να συζητηθεί το ενδεχόμενο εξόδου της χώρας μας από την ευρωζώνη και την παροχή ανθρωπιστικής βοήθειας! Μετά από αυτά δόθηκε παράταση λίγων ημέρων στην Ελλάδα ώστε η κυβέρνηση να παρουσιάσει ένα αποδεκτό από την ευρωζώνη σχέδιο, το αργότερο μέχρι το Σάββατο 11 Ιουλίου, ώστε να αποφύγει το μοιραίο.

Η Αθήνα τις επόμενες ημέρες θα έτρεχε νυχθημερόν για να παρουσιάσει μια συμφωνία αποδεκτή από τους εταίρους. Όμως δεν ήταν πια εντελώς μόνη. Γαλλία, Ιταλία και Κύπρος αντιτάχθηκαν ανοιχτά στην πρόταση Σόιμπλε για την προσωρινή αποχώρηση της Ελλάδας από την Ευρωζώνη, ωστόσο οι 15 υπόλοιπες χώρες μέλη δεν έφεραν αντίρρηση.
Στην δύσκολη προσπάθεια της ελληνικής κυβέρνησης για την διαμόρφωση ενός αποδεκτού πακέτου μέτρων και μεταρρυθμίσεων και την επίτευξη συμφωνίας βοήθησε σημαντικά ομάδα Γάλλων εμπειρογνωμόνων.
Στις 8 Ιουλίου ο Υπουργός Οικονομικών Ευκλείδης Τσακαλώτος απέστειλε επιστολή στον Ευρωπαϊκό Μηχανισμού Σταθερότητας (European Stability Mechanism - ESM) με την οποία η Ελλάδα ζητούσε και τυπικά μια νέα δανειακή σύμβαση. Ένα νέο μνημόνιο.
Στην επιστολή ανέφερε την αποφασιστικότητα της κυβέρνηση να λάβει μέτρα και να προχωρήσει σε μεταρρυθμίσεις για τον εκσυγχρονισμό της οικονομίας τονίζοντας ότι «η Ελλάδα είναι αποφασισμένη να τηρήσει τις οικονομικές της υποχρεώσεις προς όλους τους πιστωτές της πλήρως και εγκαίρως»… «Επαναδιατυπώνουμε την δέσμευση της Ελλάδας να παραμείνει μέλος της ευρωζώνης και να σεβαστεί τους κανόνες και τις ρυθμίσεις ως κράτος μέλος».
Το κείμενο έχει βασιστεί στο βιβλίο «Από το Μεγάλο Παρτι στη Χρεοκοπία», εκδόσεις Παπαδόπουλος.