Η Θεσσαλονίκη αντιμετωπίζει σήμερα κρίσιμα ζητήματα ανάπτυξης και αναμένει ουσιαστικά έργα, όχι μόνο υποσχέσεις.
Η επίσκεψη του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη στη ΔΕΘ το 2019 συνοδεύτηκε από ηχηρές εξαγγελίες και δεσμεύσεις για την πόλη, ωστόσο, έξι χρόνια αργότερα, η πλειοψηφία αυτών των έργων παραμένει ακόμη στα χαρτιά.
Η τοπική αγορά πιέζεται από την ανεπαρκή αγοραστική δύναμη και τις συνεχείς ανατιμήσεις, ενώ η ύπαιθρος στη Θεσσαλονίκη και τη Μακεδονία γνωρίζει πρωτοφανή ερημοποίηση.
Παράλληλα, το Γραφείο Πρωθυπουργού και η Αυτοδιοίκηση έχουν δεχθεί υποβάθμιση, χωρίς να προωθηθούν μεταρρυθμιστικές πρωτοβουλίες για τη μητροπολιτική λειτουργία της πόλης ή την αναπτυξιακή προοπτική της Βόρειας Ελλάδας.
Αξιοσημείωτο είναι ότι η Θεσσαλονίκη έμεινε εκτός του Ταμείου Ανάκαμψης, γεγονός που την αποδυναμώνει περαιτέρω στο επιχειρηματικό και επενδυτικό περιβάλλον.
Κάθε φθινόπωρο, η ΔΕΘ οφείλει να αποτελεί αφετηρία ενός ειλικρινούς δημόσιου διαλόγου που θα ενισχύσει την αξιοπιστία της πολιτικής απέναντι στους πολίτες.
Οι πανηγυρικές εμφανίσεις και οι αποσπασματικές εξαγγελίες δεν ανταποκρίνονται στις σημερινές ανάγκες. Συμβολικό παράδειγμα αποτελεί η ακινησία που επικρατεί, εδώ και έξι χρόνια, στο Διαμετακομιστικό Κέντρο (Logistics, Γκόνου) και στις βασικές συγκοινωνιακές διασυνδέσεις του λιμένα (ΟΛΘ), αφήνοντας τη Θεσσαλονίκη μακριά από τον ρόλο του βασικού κόμβου για τα Βαλκάνια.
Οι πρόσφατες παρουσιάσεις έργων που στην πραγματικότητα δρομολογήθηκαν από προηγούμενες κυβερνήσεις, όπως το Παιδιατρικό Νοσοκομείο Φιλύρου ή το μερικώς απελευθερωμένο Μετρό, δεν αντισταθμίζουν το χαμένο έδαφος.
Το Μετρό «πάγωσε» για τρία επιπλέον χρόνια, εν μέσω αμφιλεγόμενων αποφάσεων για τη διαχείριση των αρχαιοτήτων στη Βενιζέλου, ενώ ακόμα εκκρεμούν μελέτες και χρηματοδότηση για την επέκτασή του στα δυτικά προάστια και το αεροδρόμιο.
Το μόνο έργο που προχώρησε, το Flyover, πραγματοποιήθηκε χωρίς ολοκληρωμένο κυκλοφοριακό σχεδιασμό και αξιολόγηση των περιβαλλοντικών συνεπειών.
Η κυβερνητική προσέγγιση για την ανάπλαση της ΔΕΘ, χαρακτηριζόταν τα τελευταία χρόνια από την πρόθεση ιδιωτικοποίησης και μετατροπής της σε project real estate, αγνοώντας τη σημασία του δημόσιου χώρου και του ιστορικού της ρόλου.
Αν και υπήρξε πρόσφατη μεταστροφή, μετά τις πιέσεις από θεσμικούς φορείς, πολίτες και τον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, η απουσία τεκμηριωμένων στοιχείων όσον αφορά τον φορέα διαχείρισης, την τεχνική, οικονομική και περιβαλλοντική τεκμηρίωση, καθιστούν το μέλλον του έργου ασαφές.
Ο χαμένος χρόνος για την πόλη είναι ανεκτίμητος. Ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ προτάσσει τη διατήρηση της έκθεσης στους φορείς της Θεσσαλονίκης, με τη δημιουργία ενός σύγχρονου εκθεσιακού-συνεδριακού κέντρου, πράσινου και ενιαίου δημόσιου χώρου στο κέντρο της πόλης, καθώς και τη διασφάλιση δημοτικών θέσεων στάθμευσης.
Επίσης, ζητείται η ενσωμάτωση της έκτασης της Αγίας Φωτεινής και τμήματος του Γ’ Σώματος Στρατού, ενισχύοντας έτσι τον δημόσιο χαρακτήρα του έργου για όλη την κοινωνία.
Η Θεσσαλονίκη δεν χρειάζεται άλλο έναν κατάλογο εξαγγελιών. Τα αδιέξοδα στην αγορά και την καθημερινή ζωή, μαζί με τις καθυστερήσεις στα μεγάλα έργα, αποδεικνύουν την ανάγκη για ουσιαστική πολιτική αλλαγή.
Μόνο μια προοδευτική κυβέρνηση μπορεί να προχωρήσει σε πραγματική αποκέντρωση της οικονομίας και των αποφάσεων, στη δημιουργία ισχυρών περιφερειακών υποδομών, και στην εξασφάλιση της πρόσβασης στα κρίσιμα δημόσια αγαθά όπως η Υγεία, η Παιδεία και το Νερό.
Παράλληλα, απαιτείται η υιοθέτηση ολοκληρωμένης δημόσιας πολιτικής για την κοινωνική κατοικία και τη φοιτητική στέγη, όπως και ο επανασχεδιασμός της μητροπολιτικής διοίκησης και του ρυθμιστικού σχεδίου πόλης, με έμφαση στην αξιοποίηση επιστημονικών εργαλείων και τη διαφάνεια στη λήψη αποφάσεων.
Μόνο έτσι μπορεί να διασφαλιστεί μια προοπτική ευημερίας για τη Θεσσαλονίκη, σε μια περίοδο που οι διεθνείς προκλήσεις και η πολλαπλασιαζόμενη αβεβαιότητα επιβάλλουν επανεξέταση του συνολικού πολιτικού και οικονομικού μοντέλου της Ελλάδας.