Στην Ελλάδα, οι υψηλές θερμοκρασίες και οι καύσωνες είναι συχνά φαινόμενα κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού. Ωστόσο, παρά τη συχνότητά τους, κάθε χρόνο καταγράφονται δεκάδες περιστατικά θερμοπληξίας και ηλίασης, με αρκετούς συμπολίτες μας να χρειάζονται νοσηλεία.
Η Ελληνική Πνευμονολογική Εταιρεία επισημαίνει ότι η έλλειψη ενημέρωσης παίζει καθοριστικό ρόλο σε αυτή την επαναλαμβανόμενη εικόνα.
Ο καύσωνας χαρακτηρίζεται ως η περίοδος όπου η θερμοκρασία υπερβαίνει σημαντικά τον μέσο όρο για την εποχή. Όταν μάλιστα συνδυάζεται με αυξημένη υγρασία, οι επιπτώσεις στο ανθρώπινο σώμα επιδεινώνονται, καθώς περιορίζεται η ικανότητα του οργανισμού να αποβάλλει θερμότητα μέσω εφίδρωσης. Αυτό ενδέχεται να προκαλέσει σοβαρά προβλήματα υγείας, ιδιαίτερα σε ευάλωτους πληθυσμούς.
Δύο είναι οι κύριες παθολογικές καταστάσεις που προκύπτουν από την έκθεση στη ζέστη: η ηλίαση (θερμική εξάντληση) και η θερμοπληξία. Στην πρώτη περίπτωση, εμφανίζονται συμπτώματα όπως αδυναμία, έντονη δίψα, πονοκέφαλος, εφίδρωση, ζάλη και ταχυκαρδία.
Αν δεν αντιμετωπιστεί, η ηλίαση μπορεί να εξελιχθεί σε θερμοπληξία, η οποία συνοδεύεται από πολύ υψηλό πυρετό, απώλεια συνείδησης, αποπροσανατολισμό και κίνδυνο για ζωτικά όργανα.
Ο καύσωνας είναι ιδιαίτερα επικίνδυνος για τους ηλικιωμένους, τα μικρά παιδιά, τα άτομα με χρόνια καρδιοαναπνευστικά νοσήματα, καθώς και για όσους εργάζονται ή αθλούνται σε εξωτερικούς χώρους.
Παράγοντες όπως η κατανάλωση αλκοόλ, η αφυδάτωση, η χρήση φαρμάκων (π.χ. διουρητικών), η παχυσαρκία και η έκθεση σε υψηλή υγρασία επιδεινώνουν τον κίνδυνο.
Η καλύτερη προστασία είναι η πρόληψη. Συνίσταται αποφυγή έκθεσης στον ήλιο, χρήση ελαφριών και ανοιχτόχρωμων ρούχων, επαρκής ενυδάτωση και παραμονή σε δροσερά και κλιματιζόμενα περιβάλλοντα.
Είναι σημαντικό να αποφεύγονται οι μετακινήσεις και οι εξωτερικές δραστηριότητες κατά τις θερμότερες ώρες της ημέρας. Τα γεύματα πρέπει να είναι ελαφριά, πλούσια σε φρούτα και λαχανικά, ενώ το αλκοόλ και τα βαριά φαγητά καλό είναι να αποφεύγονται.
Οι πολίτες καλούνται να δείξουν ιδιαίτερη μέριμνα για ηλικιωμένους και παιδιά, διασφαλίζοντας ότι βρίσκονται σε ασφαλές και δροσερό περιβάλλον. Όσοι γνωρίζουν γείτονες ή συγγενείς που ζουν μόνοι, θα πρέπει να φροντίσουν για την επικοινωνία και την παροχή της απαραίτητης φροντίδας. Η έγκαιρη παρέμβαση μπορεί να αποβεί σωτήρια.
Ιδιαίτερη προσοχή απαιτείται και από τους ασθενείς με αναπνευστικά προβλήματα, όπως το άσθμα και η ΧΑΠ. Πρέπει να τηρούν πιστά την αγωγή τους, να γνωρίζουν πώς να αντιδράσουν σε περίπτωση συμπτωμάτων και να διαμένουν σε δροσερό περιβάλλον.
Η συμβουλή του γιατρού είναι καθοριστική, ειδικά για ενδεχόμενες τροποποιήσεις στην αγωγή τους κατά τη διάρκεια καύσωνα.