Η μία μετά την άλλη φαίνεται να υποβάλλονται οι καταγγελίες από την ελληνική αγορά Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας στην Κομισιόν, καθώς μετά την προσφυγή 214 παραγωγών φωτοβολταϊκών για το καθεστώς του repowering, κατατέθηκε σήμερα νέα καταγγελία σχετικά με την αποθήκευση ενέργειας.
Στην καταγγελία , που υπογράφουν 229 παραγωγοί φωτοβολταϊκών, υποστηρίζουν , μεταξύ άλλων, στρεβλώσεις στη διαδικασία αδειοδότησης έργων αποθήκευσης, άνιση μεταχείριση παραγωγών και επενδυτών, απόκλιση από το ευρωπαϊκό πλαίσιο για την πράσινη μετάβαση, κρούοντας τον κώδωνα του κινδύνου για τις επιπτώσεις στους μικρομεσαίους παραγωγούς και στην ανταγωνιστικότητα της αγοράς ΑΠΕ.
Σύμφωνα με όσα μεταφέρουν στο BD παράγοντες της αγοράς, η χώρα μας παραβιάζει στην πράξη την ευρωπαϊκή Οδηγία 944, η οποία προβλέπει ότι τα κράτη-μέλη οφείλουν να μη δημιουργούν εμπόδια στη χορήγηση όρων σύνδεσης για έργα αποθήκευσης.
Παρ’ όλα αυτά, επί τέσσερα με πέντε χρόνια η αποθήκευση αντιμετωπιζόταν στη χώρα μας ως «επτασφράγιστο μυστικό», χωρίς καν θεσμοθετημένη διαδικασία για τη χορήγηση όρων σύνδεσης.
Με βάση τις ίδιες πηγές, μέχρι και σήμερα παραμένει άγνωστο πόσα αιτήματα για standalone μπαταρίες κατατέθηκαν στην πρόσκληση του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας, που έληξε στις 31 Οκτωβρίου.
Μάλιστα, δύο μήνες μετά τη λήξη της προθεσμίας, δεν υπάρχει επίσημη εικόνα ούτε καν για τον αριθμό των φακέλων που πρωτοκολλήθηκαν, γεγονός που προκαλεί ανησυχία για το πώς θα προχωρήσουν τα έργα.
Υπερβολικές εγγυητικές «φρενάρουν» την αποθήκευση
Αξίζει να σημειώσουμε ότι στο επίκεντρο της καταγγελίας βρίσκεται η νέα Κοινή Υπουργική Απόφαση του ΥΠΕΝ, η οποία εισάγει υπέρμετρα και δυσανάλογα οικονομικά βάρη για έργα αποθήκευσης ενέργειας, υπονομεύοντας την ανάπτυξή τους.
Ειδικότερα, προβλέπει εγγυητική ύψους 200.000 ευρώ ανά εγκατεστημένο MW για έργα που συνδέονται στο Σύστημα Μεταφοράς (ΑΔΜΗΕ) και 50.000 ευρώ ανά MW για έργα στο Δίκτυο Διανομής (ΔΕΔΔΗΕ), χωρίς καμία εξαίρεση ή ειδική μεταχείριση για τις μονάδες αποθήκευσης ενέργειας.
Παράγοντες της αγοράς επισημαίνουν ότι η απαίτηση τόσο υψηλών εγγυητικών λειτουργεί ως ουσιαστικό αντικίνητρο, ιδίως για μικρομεσαίους επενδυτές, περιορίζοντας τον ανταγωνισμό και αποτρέποντας νέα έργα.
Μάλιστα, το πρόβλημα γίνεται εντονότερο αν συγκριθεί με την πρακτική άλλων κρατών-μελών της ΕΕ, όπου οι αντίστοιχες εγγυήσεις κυμαίνονται από μηδενικά ποσά έως περίπου 10.000 ευρώ ανά MW.
Η αγορά ζητά από την Κομισιόν να εξετάσει της συμβατότητας της επίμαχης ΚΥΑ με το ευρωπαϊκό θεσμικό πλαίσιο, με στόχο την έκδοση αιτιολογημένης γνώμης ή σύστασης προς την ελληνική κυβέρνηση.
Το ζητούμενο, σύμφωνα με τους φορείς του κλάδου, είναι η άμεση προσαρμογή του πλαισίου και η άρση των χρηματοοικονομικών εμποδίων που απειλούν να καθηλώσουν έναν από τους πιο κρίσιμους τομείς της πράσινης μετάβασης.
Όπως αναφέρεται σε σχετική ανακοίνωση, «η τόσο μαζική συμμετοχή παραγωγών από όλη την Ελλάδα αποτελεί μια ιδιαίτερα σημαντική και ουσιαστική ενέργεια συλλογικής διεκδίκησης.
Αποδεικνύει ότι οι μικρομεσαίοι παραγωγοί μπορούν να παρέμβουν με σοβαρότητα και δύναμη σε ευρωπαϊκό επίπεδο, όταν ενώνονται για έναν κοινό σκοπό».
Σύγκρουση με το ενωσιακό δίκαιο
Η επίμαχη ρύθμιση εγείρει και σοβαρά νομικά ζητήματα, καθώς φέρεται να συγκρούεται με βασικές διατάξεις του ευρωπαϊκού δικαίου. Ειδικότερα, το άρθρο 42 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/944 απαιτεί διαδικασίες σύνδεσης που είναι διαφανείς, αντικειμενικές και χωρίς διακρίσεις για τις μονάδες αποθήκευσης.
Παράλληλα, τίθεται ζήτημα παραβίασης της αρχής της αναλογικότητας, καθώς τα επιβαλλόμενα ποσά δεν φαίνεται να είναι ούτε αναγκαία ούτε πρόσφορα για την εξυπηρέτηση του σκοπού της δέσμευσης ισχύος στο δίκτυο.
Σε αντίθεση με τον Κανονισμό (ΕΕ) 2019/943 και τις κατευθυντήριες γραμμές για τις κρατικές ενισχύσεις στον τομέα της ενέργειας και του κλίματος (CEEAG), η ελληνική ρύθμιση εισάγει εκ των πραγμάτων διακριτική μεταχείριση εις βάρος της αποθήκευσης.
Σε κίνδυνο η ευρωπαϊκή χρηματοδότηση και οι κλιματικοί στόχοι
Όπως υπογραμμίζει η αγορά, η καθυστέρηση ανάπτυξης έργων αποθήκευσης ενδέχεται να οδηγήσει σε αυξημένες περικοπές παραγωγής από ΑΠΕ, μειώνοντας την αποδοτικότητα του ενεργειακού συστήματος και θέτοντας σε κίνδυνο την επίτευξη των στόχων του Εθνικού Σχεδίου για την Ενέργεια και το Κλίμα έως το 2030.
Ταυτόχρονα, δεν αποκλείεται να δημιουργηθούν εμπλοκές στη χρηματοδότηση έργων μέσω ευρωπαϊκών πόρων, καθώς η ασυμβατότητα του εθνικού πλαισίου με το ενωσιακό δίκαιο μπορεί να αποτελέσει λόγο αμφισβήτησης ή ακόμα και αναστολής ενισχύσεων.