Το 2025, ο Ντόναλντ Τραμπ ξαναγράφει τον κόσμο με δασμούς και ένα αμφιλεγόμενο σχέδιο για την αναμόρφωση του παγκόσμιου εμπορικού συστήματος που οι ίδιες οι ΗΠΑ είχαν χτίσει. Αυτό που αρχικά μοιάζει με χάος, δασμοί σε συμμάχους και αντιπάλους, αδιαφορία για τις αντιδράσεις της Wall Street και δημόσιες εκρήξεις εναντίον φίλων και εχθρών, μπορεί να είναι κάτι πολύ πιο μεθοδικό: τα πρώτα βήματα ενός νέου σχεδιασμού για την παγκόσμια τάξη.
Το σχέδιο αυτό φιλοδοξεί να επανα-βιομηχανοποιήσει τις ΗΠΑ, να σταματήσει τη φθίνουσα πορεία της αμερικανικής οικονομικής ισχύος και ταυτόχρονα να διατηρήσει το δολάριο ως παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα.
Το πρόβλημα είναι ότι για τους περισσότερους οικονομολόγους αυτοί οι στόχοι είναι ασύμβατοι. Και σε ό,τι αφορά τις αγορές εγκαινιάζει ένα εντελώς νέο κεφάλαιο μεταβλητότητας.
Δασμοί, Ισχύς και MAGA
Όταν ο Τραμπ επιτίθεται σε συμμάχους, επιβάλλει δασμούς χωρίς λογική ή αγνοεί τον πανικό των αγορών, οι επικριτές βλέπουν παράνοια. Οι συνεργάτες του βλέπουν διαπραγματευτικό όπλο.
Ο Scott Bessent, νυν Υπουργός Οικονομικών, είναι βετεράνος σε Macro Hedge Fund. Ο Stephen Miran, με PhD από το Harvard, στέλεχος σε εταιρεία επενδύσεων και τώρα επικεφαλής οικονομικός σύμβουλος του Τραμπ, προκάλεσε σάλο με το άρθρο του A User’s Guide to Restructuring the Global Trading System.
Και οι δύο εστιάζουν στην υπαρξιακή απειλή για την Αμερική: την αποβιομηχάνιση, το χρέος και τα ελλείματα. Η άποψη του Τραμπ είναι ίδια από το 1987, όταν η Ιαπωνία ήταν ο εμπορικός αντίπαλος: η επιστροφή των εργοστασίων είναι ζήτημα εθνικής ασφάλειας. Η βιομηχανική παρακμή, ειδικά σε στρατηγικούς τομείς όπως τα chips και τα ναυπηγεία- η βαρια αμυντική βιομηχανία, αφήνει την Αμερική επικίνδυνα εκτεθειμένη, ειδικά απέναντι στην Κίνα. Το πρόβλημα δεν ειναι τα iphones.
Οι Bessent και Miran αφήνουν να εννοηθεί ότι δεν αυτοσχεδιάζουν, αλλά έχουν σχέδιο. Όπως είπε πρόσφατα ο Bessent: η πολιτική δασμών του Τραμπ «έχει ξεκινήσει τη διαδικασία επαναπροσανατολισμού των διεθνών οικονομικών μας σχέσεων» αν και περίεργως, δήλωσε «δεν είχε άμεση εμπλοκή στον σχεδιασμό τους».
Ο στόχος είναι η πλήρης επανασχεδίαση της παγκόσμιας οικονομικής τάξης υπό αμερικανική ηγεσία. Κατά Bessent, οι χώρες θα κατηγοριοποιηθούν σε τρεις ζώνες: πράσινη (χαμηλοί δασμοί, εγγυήσεις ασφαλείας, πρόσβαση στο δολάριο), κίτρινη (υπό όρους συνεργασία), και κόκκινη (οικονομικοί αντίπαλοι). «Ας ξέρουν όλοι σε ποια κατηγορία ανήκουν», δήλωσε ο Bessent. Πρόκειται για απροκάλυπτη επίδειξη ισχύος, αλλά όχι χωρίς ιστορικό προηγούμενο. Γιατί δεν είναι η πρώτη φορά που οι ΗΠΑ επιχειρούν να αναδιοργανώσουν τον κόσμο.
Λίγες μέρες πριν την ανακοίνωση των δασμών, ο οίκος αξιολόγησης Moody’s ανέφερε ότι η αξιολόγηση triple-A των ΗΠΑ βασίζεται όλο και περισσότερο στην «εξαιρετική οικονομική ισχύ και στους μοναδικούς και κεντρικούς ρόλους του δολαρίου και της αγοράς ομολόγων του Δημοσίου στο παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα». Εξ’ ου και η αίσθηση επείγοντος:
Ο Bessent βλέπει τους δασμούς όχι μόνο ως εργαλείο εμπορικής αναδιάρθρωσης αλλά και ως μοχλό δημοσιονομικής στρατηγικής. «Πώς θα μειώσουμε αυτό το χρέος και τα ελλείμματα χωρίς να προκαλέσουμε ύφεση;» αναρωτήθηκε πρόσφατα. Η απάντηση που δίνει είναι σταδιακή εξισορρόπηση μέχρι το 2028, μέσω αποπληθωρισμού και περιορισμού του ελλείμματος στο 3%–3,5% του ΑΕΠ.
Όταν το Σύστημα που Έχτισες Δεν Λειτουργεί Πλέον
Οι ΗΠΑ σχεδίασαν την παγκόσμια τάξη μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, πρώτα μέσω του Bretton Woods(1944–1971) και του ΝΑΤΟ και μετά με την απορρύθμιση και παγκοσμιοποίηση των Reagan και Thatcher τη δεκαετία του ’80. Και τα δύο μοντέλα στόχευαν στην ειρήνη, την ευημερία και την αμερικανική ηγεμονία. Και για δεκαετίες, λειτούργησαν όπως σχεδιάστηκαν.
Στο μεταπολεμικό σύστημα του Bretton Woods, τα νομίσματα ήταν συνδεδεμένα με το δολάριο, το οποίο είχε κάλυψη σε χρυσό. Σε αντάλλαγμα, η Αμερική πρόσφερε πρόσβαση στην αγορά της, στρατιωτική προστασία και οικονομική βοήθεια σε συμμάχους.
Ήταν ένα μεγάλο παζάρι: οι ΗΠΑ βοήθησαν να ξαναχτιστούν η Ευρώπη και η Ιαπωνία (πρώην εχθρός) και εξασφάλισαν συμμαχίες εν μέσω Ψυχρού Πολέμου. Το σύστημα στηρίχτηκε στο δολάριο ως παγκόσμιο νόμισμα για τις συναλλαγές και τα αποθεματικά.
Αλλά υπήρχε κόστος. Όπως επισημαίνει ο Miran, το λεγόμενο «παράδοξο του Triffin» καταδίκασε το BrettonWoods. Οσο αναπτυσσόταν ο κόσμος, τόσο χρειαζόταν περισσότερα δολάρια, αλλά η προσφορά χρυσού ήταν σταθερή. Έτσι το 1971, ο Νίξον διέκοψε τη σύνδεση δολαρίου-χρυσού και το σύστημα πέρασε σε κυμαινόμενες ισοτιμίες. Ακολούθησε η απορρύθμιση και η παγκοσμιοποίηση των '80s.
Το νέο σύστημα βασίστηκε σε ανοιχτές αγορές, κυμαινόμενες ισοτιμίες και στρατιωτική προστασία για το παγκόσμιο εμπόριο. Οι χώρες μπορούσαν να εξάγουν στις ΗΠΑ, να συναλλάσσονται σε δολάρια και να μεταφέρουν εμπορεύματα υπό την υψηλή προστασία του αμερικανικού ναυτικού.
Σε αντάλλαγμα, η Αμερική απολάμβανε το περιβόητο «υπερβολικό προνόμιο»: παγκόσμια ζήτηση για το δολάριο. Αυτό της επέτρεπε να τρέχει ελλείμματα, να χρηματοδοτεί τις παγκόσμιες φιλοδοξίες της και να αυξάνει τον πλούτο της , χωρίς να προκαλεί νομισματική κρίση.
Η κυριαρχία του δολαρίου ομως δεν ήταν μόνο προνόμιο, ήταν και παγίδα. Η ζήτηση για δολάρια επέτρεψε στις ΗΠΑ να χρηματοδοτούν ανεξέλεγκτα ελλείμματα, να εισάγουν περισσότερα απ’ όσα παράγουν και να αναβάλουν κρίσιμες μεταρρυθμίσεις.
Με άλλα λόγια, το δολάριο λειτουργησε και ως ασπίδα απέναντι στις ίδιες τις αδυναμίες του συστήματος: χαμηλή παραγωγικότητα, γραφειοκρατία, υπερβολικές δημόσιες δαπάνες.
Ετσι, το ισχυρό δολάριο αποδυνάμωσε τη βιομηχανία: τα εισαγόμενα έγιναν φθηνότερα, η εγχώρια παραγωγή μη ανταγωνιστική. Οι δουλειές έφυγαν. Η ανισότητα αυξήθηκε. Και τότε εμφανίστηκε η Κίνα. Το 2001, η Κίνα μπήκε στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου. Το αποτέλεσμα: ένα τσουνάμι φθηνών εξαγωγών που έπληξαν βαριά τη βιομηχανία των ΗΠΑ. Οι οικονομολόγοι το ονόμασαν “σοκ της Κίνας”.
Το 2016, με το συνθημα Make America Great Again, ο Τραμπ ξεκίνησε τον πρώτο του εμπορικό πόλεμο με δασμούς στην Κίνα. Δεν τα κατάφερε γιατί η Κίνα βρήκε τρόπο να τους παρακάμψει εξάγοντας μέσω τρίτων χωρών. Ο πρόεδρος Μπάιντεν ακολούθησε διαφορετική στρατηγική: επιδοτήσεις στη βιομηχανία.
Η κυβέρνησή του επένδυσε δισεκατομμύρια στην επαναβιομηχάνιση, με κόστος τα τεράστια ελλείμματα. Στο μεταξύ, η άνοδος της Κίνας συνεχίστηκε αμείωτη. Η ομάδα Τραμπ πιστεύει ότι ήρθε η ώρα για κάτι πιο δραστικό: πλήρη ανασχεδιασμό του παγκόσμιου εμπορικού συστήματος.
Το Σενάριο MAGA
Με τις δηλώσεις και τα γραπτά τους, οι Τραμπ, Bessent και Miran σκιαγραφούν ένα τολμηρό οδικό χάρτη:
Η αρχή ήταν βίαιη και αποσταθεροποιητική. Οι ΗΠΑ επιτίθενται φραστικά σε γεωπολιτικούς αντιπάλους αλλά και σε παραδοσιακούς συμμάχους, προκαλώντας παγκόσμια αβεβαιότητα. Θέλουμε τη Γροιλανδία, ο Καναδάς πρέπει να γίνει Πολιτεία των ΗΠΑ κτλ. Κατόπιν επιβάλλουν παράλογους και απρόβλεπτους δασμούς σε όλους, πέρα από κάθε οικονομική η άλλη λογική. Αντί να επιλέξει σταδιακή αναθεώρηση του εμπορίου, η ομάδα Τραμπ επιλέγει το σοκ.
Ο στόχος δεν είναι η άμεση τιμωρία ή η απόσυρση από τις εμπορικές σχέσεις, αλλά κάτι βαθύτερο: να δημιουργηθεί ένα νέο πεδίο διαπραγμάτευσης με την Ουάσινγκτον στο κέντρο του, χωρίς να μπορεί η Κίνα να κάνει bypass εξάγοντας από τρίτες χώρες.
Ο Miran αποκαλεί αυτή τη φάση “κεφάλαιο διαπραγμάτευσης”, ένα είδος προκαταβολικής επίθεσης πριν τις νέες εμπορικές διαπραγματεύσεις. Με απλά λόγια: πρώτα σε αναστατώνω, μετά σου δείχνω τον δρόμο για να κερδίσεις την εύνοιά μου και το πιο σημαντικό, κλείνω όλες τις εξόδους διαφυγής του βασικού αντίπαλου που είναι η Κίνα.
Το χάος λοιπόν δεν είναι αστοχία, είναι μέθοδος. Προκαλεί σύγχυση, αναγκάζει κυβερνήσεις να επαναξιολογήσουν συνολικά τις σχέσεις τους με τις ΗΠΑ και την Κίνα, και θέτει την Αμερική σε θέση ισχύος για να επαναπροσδιορίσει τους όρους του παιχνιδιού.
Το χάος οδηγεί σε νέα τάξη. Αν μια χώρα θέλει πρόσβαση στην αμερικανική αγορά, θα πρέπει να προσφέρει αντίστοιχους όρους. Οι ΗΠΑ επιδιώκουν να εξισορροπήσουν τους όρους του εμπορίου, κάτι που σημαίνει ότι θα αντιμετωπίζουν κάθε εμπορικό εταίρο ανάλογα με το πόσο «δίκαια» παίζει, με βάση κριτήρια όπως: σεβασμό στην πνευματική ιδιοκτησία (όχι αντιγραφές και βιομηχανική κατασκοπεία), αποφυγή χειραγώγησης συναλλάγματος (τεχνητή υποτίμηση νομισμάτων για αύξηση εξαγωγών) και το πιο βασικό: να μην λειτουργεί σαν δούρειος ίππος της Κίνας για τις εξαγωγές της στις ΗΠΑ.
Οι χώρες που πληρούν αυτά τα κριτήρια θα ανταμείβονται με ευνοϊκούς όρους πρόσβασης στην αμερικανική αγορά και στο χρηματοοικονομικό της σύστημα.
Το τρίτο και πιο φιλόδοξο βήμα του σχεδίου είναι η εγκαθίδρυση ενός νέου νομισματικού συστήματος , εμπνευσμένου από το Bretton Woods του 1944 και το Plaza Accord του 1985.
Η προτεινόμενη "Συμφωνία Mar-a-Lago» θα λειτουργούσε ως εξής: Οι πιστοί εταίροι των ΗΠΑ θα προσαρμόζουν τις ισοτιμίες τους με το δολάριο (ή και κάποιοι θα τις συνδέουν σε αυτό). Όταν το δολάριο γίνεται υπερβολικά ισχυρό και απειλεί την αμερικανική ανταγωνιστικότητα, αυτές οι χώρες θα ανατιμούν τα νομίσματά τους με συντονισμένο τρόπο ώστε να διατηρείται η ισορροπία στο εμπόριο.
Σε αντάλλαγμα, αποκτούν πρόσβαση στις αγορές των ΗΠΑ, στο δολαριακό χρηματοοικονομικό σύστημα και στρατιωτική προστασία. Απλά αυτή τη φορά η ομάδα του Τραμπ τις καλεί να τα πληρώσουν. Η εποχή της «δωρεάν ασφάλειας» τελείωσε.
Αν εφαρμοστεί, αυτό το σύστημα μπορεί να αποδυναμώσει το δολάριο στρατηγικά χωρίς να απωλέσει το στάτους του reserve currency και ίσως να λύσει τον γρίφο: πώς να επαναβιομηχανοποιήσεις μια χώρα χωρίς να χάσεις την παγκόσμια νομισματική της κυριαρχία. Γιατί δεν γίνεται οι ΗΠΑ να προστατεύουν τις θάλασσες με αεροπλανοφόρα made in China.
Παρότι φαινομενικά το σχέδιο MAGA στοχεύει στη διόρθωση του εμπορικού ισοζυγίου μέσω δασμών, στην ουσία μεταβιβάζει το κόστος της αμερικανικής ανασυγκρότησης στους συμμάχους. Οι εταίροι καλούνται να ανατιμήσουν τα νομίσματά τους, να ανοίξουν τις αγορές τους και να πληρώσουν για την ασφάλεια, την ώρα που οι ΗΠΑ αμφιταλαντεύονται για επώδυνες εσωτερικές μεταρρυθμίσεις. Οι εμπορικοί «εχθροί» απομονώνονται.
Την ίδια στιγμή, ο Λευκός Οίκος φαίνεται πρόθυμος να ανεχθεί βραχυπρόθεσμες αναταραχές στις χρηματαγορές. Στόχος δεν είναι η προστασία της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας με κάθε κόστος, αλλά η σταδιακή επανεκκίνηση της παραγωγής και η αναδιαμόρφωση των ροών πλούτου.
Στο παρασκήνιο, βέβαια, η μάχη δεν είναι μόνο πολιτική ή ιδεολογική. Είναι και χρηματοδοτική. Η Moody’s σημείωσε ότι τα υψηλότερα επιτόκια έχουν καταστήσει το χρέος λιγότερο βιώσιμο. Αυτό οφείλεται εν μέρει στις αυξήσεις επιτοκίων από την Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ (Fed) για την καταπολέμηση του πληθωρισμού, καθώς και στα τεράστια ελλείμματα επί προεδρίας Μπάιντεν.
Με σχεδόν 6 τρισ. δολάρια να πρέπει να αναχρηματοδοτηθούν εντός των επόμενων 9 μηνών, η κυβέρνηση κινείται σε αγώνα δρόμου για να συγκρατήσει τις αποδόσεις των ομολόγων.
Πάντα υπάρχει ένα plan B
Πίσω από τα πρωτοσέλιδα, ένα αθόρυβο έργο ξεδιπλώνεται στους διαδρόμους των κεντρικών τραπεζών και των χρηματοπιστωτικών οργανισμών. Εκεί, δεν σχεδιάζουν το επόμενο Bretton Woods. Το οικοδομούν ήδη. Ψηφιακά. Προγραμματιζόμενα.
Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ανακοίνωσε ότι το ψηφιακό ευρώ (CBDC) θα λανσαριστεί μέσα στο 2025, οι Ασιατικές Κεντρικές Τράπεζες σχεδιάζουν τα δικά τους CBDCs. Η JPMorgan επενδύει στην blockchain πλατφόρμα Kinexys. Η Κίνα έχει ήδη από το 2022 το ψηφιακό Yuan. Συνολικά 87 χώρες αναπτύσσουν ή δοκιμάζουν CBDC.
Δεν μιλάμε όμως για κάποιο αποκεντρωμένο crypto-ουτοπικό DeFi όραμα. Αντίθετα, για ένα απόλυτα συγκεντρωτικό, regulated οικοδόμημα, ενορχηστρωμένο από κρατικούς θεσμούς, Κεντρικές και εμπορικές τράπεζες, σχεδιασμένο ώστε να εδραιώσει την αμερικανική επιρροή μέσω της ίδιας της υποδομής του χρηματοπιστωτικού συστήματος.
Τα tokenized κρατικά ομόλογα, τα θεσμικά stablecoins, τα προγραμματιζόμενα δίκτυα πληρωμών και τα ρυθμιζόμενα συστήματα εκκαθάρισης δημιουργούνται αθόρυβα, σταθερά και με αυξανόμενη θεσμική αναγνώριση. Οι διασυνοριακές ροές γίνονται στιγμιαία. Η κανονιστική συμμόρφωση είναι άμεση και ενσωματώνεται στον ίδιο τον κώδικα. Οι κανόνες είναι προγραμματιζόμενοι και η πρόσβαση είναι υπό όρους.
Δηλαδή: αντί για ένα νέο Bretton Woods βασισμένο στη διπλωματία, ή ένα accord τύπου Mar-a-Lago βασισμένο σε δασμούς και πειθαναγκασμό, το επόμενο σύστημα θα μπορούσε να προκύψει από μια ακόμα μετάλλαξη του υπάρχοντος, με βάση την τεχνολογία. Το δολάριο δεν θα είναι απλώς το νόμισμα του εμπορίου, θα είναι το ίδιο το πρωτόκολλο του συστήματος.
Αυτό το νέο τοπίο θα μπορούσε να οδηγήσει σε ένα σύστημα «δύο δολαρίων»: το παραδοσιακό fiat δολάριο που συνεχίζει να λειτουργεί στο παγκόσμιο σύστημα κυμαινόμενων ισοτιμιών και χρηματοοικονομικής διαμεσολάβησης, και από την άλλη, ένα παράλληλο ψηφιακό δολάριο, tokenized, με προγραμματιζόμενες ροές — που ενσωματώνουν compliance, όρους συμμετοχής και ρυθμισμένη πρόσβαση.
Το δεύτερο αυτό επίπεδο δεν αντικαθιστά το πρώτο, αλλά το υπερκαλύπτει λειτουργικά, οικοδομώντας μια υποδομή όπου η αμερικανική επιρροή ασκείται όχι μόνο μέσω νομισματικής πολιτικής ή στρατιωτικής ισχύος, αλλά μέσω του λογισμικού πάνω στο οποίο τρέχει η παγκόσμια οικονομία.
Επίλογος
Το σύστημα του Bretton Woods απο το 1944 εχει μεταλλαχθεί αρκετές φορές. Στα τέλη της δεκαετίας του ‘50 δημιουργήθηκε από ανάγκη η αγορά των «ευρωδολαρίων» σαν μετάλλαξη, χωρίς να τη σχεδίασει κανείς. Το 1971 ο Νιξον έσπασε τη σύνδεση με τον χρυσό σαν αντίδραση και αυτοσχεδιασμό ανάγκης.
Το 1985 το Plaza Accord ήρθε σαν ο επόμενος αυτοσχεδιασμός στο πρόβλημα του μη ανταγωνιστικού δολλαρίου. Το 2008 η FED ανοιξε δολαριακά swap lines και εγκανίασε το QE σαν άλλο ένα επιτόπου αυτοσχεδιασμό στο υπαρκτό πρόβλημα της έλλειψης δολαρίων. Και κάθε φορά, η μετάλλαξη και ο αυτοσχεδιασμός αντιμετώπισης ανισορροπιών του συστήματος παρέμειναν σαν δομικό του στοιχείο.
Ίσως η νέα παγκόσμια τάξη MAGA να είναι ακριβώς αυτό που φαίνεται: μια ωμή επίδειξη δύναμης για την ανασυγκρότηση της αμερικανικής βιομηχανίας και την αναδιάρθρωση του εμπορίου.
Αλλά υπάρχει κι ένα άλλο επίπεδο, κρυμμένο κάτω από τον θόρυβο: η δημιουργική καταστροφή να οδηγήσει στην επόμενη μετάλλαξη του συστήματος ή σε μια νέα μορφή κυριαρχίας, που δεν βασίζεται στην αντιπαράθεση, αλλά στην τεχνολογία, σε μια υποδομή που θα μπορούσε να εδραιωθεί και ως αμυντικός μηχανισμός του παγκόσμιου συστήματος, μια προσπάθεια ενσωμάτωσης της εμπιστοσύνης στον ίδιο τον κώδικα.
Η παγκόσμια τάξη του Τραμπ είναι φιλόδοξη, αμφιλεγόμενη, και πιθανότατα ανεφάρμοστη. Αλλά δεν είναι ασυνάρτητη. Πίσω από την χαρακτηριστική ρητορική του μπορεί να υπάρχει ένα δομημένο σχέδιο ανασχεδιασμού της παγκόσμιας οικονομικής αρχιτεκτονικής με στόχο τη διατήρηση του ρόλου της Αμερικής.
Το αν θα πετύχει ή όχι, δεν θα εξαρτηθεί μόνο από την ισχύ και την πολιτική, αλλά και από κάτι πιο θεμελιώδες: Αν η Αμερική μπορεί να πείσει τον κόσμο να συνεχίσει την εμπιστεύεται. Ο πρώην πρέσβης Nicholas Burns το είπε απλά: «Four words: be nice to allies. Seriously».
- Ο κ. Θανάσης Δρογώσης είναι Αντιπρόεδρος της Pantelakis Securities.