Οι γερμανικές εκλογές προσελκύουν το ενδιαφέρον όλης της Ευρώπης. Η άλλοτε «ατμομηχανή» έχει μετατραπεί σε μεγάλο ασθενή, αλλά ταυτόχρονα εξακολουθεί να αντιστοιχεί στο 25% του ΑΕΠ της ΕΕ και να θεωρείται η χώρα που μπορεί να διαδραματίσει τον σημαντικότερο ρόλο στις σχέσεις της ΕΕ με συμμάχους αλλά και εχθρούς.
Οι εκλογές της 23ης Φεβρουαρίου είναι οι πιο σημαντικές στην Ευρώπη εδώ και χρόνια. Υπάρχει ένας πιθανός νικητής, που δεν είναι άλλος από τον επικεφαλής των CDU/CSU, Φρίντριχ Μερτς, αλλά το τι θα συμβεί στη συνέχεια είναι δύσκολο να το διακρίνει κανείς και ταυτόχρονα εξαιρετικά σημαντικό.
Η τελευταία μεγάλη δημοσκόπηση πριν από την εκλογική διαδικασία έδειξε ότι το CDU/CSU συγκεντρώνει το 28% των ψήφων, ένα ποσοστό που δημιουργεί ποικίλα προβλήματα στον σχηματισμό μίας κυβέρνησης συνεργασίας. Ακολουθεί η Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD) με ποσοστό 21%, στην τρίτη θέση το SPD με 16% στην πρόθεση ψήφου και οι Πράσινοι με 14%. Στο 8%, το αριστερό κόμμα Die Linke, φαίνεται ότι εξασφαλίζει την εκπροσώπησή του στην Μπούντεσταγκ. Όλα τα υπόλοιπα κόμματα θα αγωνιστούν για να μπουν στη Βουλή: Οι Φιλελεύθεροι (FDP) υπολογίζονται στο 4,5%, όσο και η αριστερή λαϊκιστική «Συμμαχία Σάρα Βάγκενκνεχτ» (BSW), ενώ τα λοιπά κόμματα συγκεντρώνουν μαζί 4%.
Σημειώνεται ότι το ελάχιστο ποσοστό για να εισέλθει ένα κόμμα στο γερμανικό κοινοβούλιο είναι 5%, ενώ το εκλογικό σύστημα είναι αρκετά περίπλοκο ως προς το ποιος μπορεί να εκλεγεί, καθώς βασικός στόχος είναι να υπάρχει ισορροπημένη συμμετοχή όλων των πολιτικών τάσεων και όλων των κοινωνικών πτυχών.
Τα βασικά θέματα που απασχόλησαν τους επικεφαλής των 4 κυρίαρχων κομμάτων ήταν η οικονομία, το μεταναστευτικό αλλά και οι σχέσεις της Γερμανίας με χώρες όπως η Ρωσία και η Κίνα.
CDU/CSU: Μειώσεις φόρων, προώθηση μεταρρυθμίσεων
Το κεντροδεξιό μπλοκ της Γερμανίας, η Χριστιανοδημοκρατική Ένωση (CDU) και το αδελφό κόμμα της Βαυαρίας, η Χριστιανοκοινωνική Ένωση (CSU), ψήφισαν ομόφωνα υπέρ ενός προεκλογικού προγράμματος που υπόσχεται μείωση των φόρων και διακοπή της παράνομης μετανάστευσης.
Η CDU/CSU θέλει να μειώσει τον φόρο εισοδήματος και να μειώσει σταδιακά τους φόρους για τις επιχειρήσεις στο 25%. Υπόσχεται να μην περικόψει τις συντάξεις και σχεδιάζει να ενθαρρύνει όσους θέλουν να συνεχίσουν να εργάζονται μετά την ηλικία συνταξιοδότησης των 67 ετών, επιτρέποντάς τους να κερδίζουν έως και 2.000 ευρώ μηνιαίως αφορολόγητα επιπλέον της σύνταξής τους.
Οι ιδέες του υποψήφιου καγκελάριου του CDU Φρίντριχ Μερτς θα κοστίσουν δισεκατομμύρια ευρώ και θα είναι εξαιρετικά δύσκολο να εφαρμοστούν εάν το CDU/CSU αρνηθεί να χαλαρώσει το «φρένο του χρέους». Κατοχυρωμένο στον βασικό νόμο της Γερμανίας, το φρένο περιορίζει το φρέσκο χρέος στο 0,35% της οικονομικής παραγωγής (ΑΕΠ) κατ' ανώτατο όριο. Το CDU/CSU τάσσεται υπέρ της επέκτασης της βιντεοεπιτήρησης σε δημόσιους χώρους και της εισαγωγής αυτοματοποιημένης αναγνώρισης προσώπου σε σιδηροδρομικούς σταθμούς και αεροδρόμια.
Θέλει η Γερμανία να αναλάβει περισσότερες ευθύνες στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ και να δαπανά πάνω από το 2% του ΑΕΠ για την άμυνα. Η CDU/CSU υπόσχεται να συνεχίσει να υποστηρίζει στρατιωτικά το Ισραήλ και τάσσεται υπέρ μιας λύσης δύο κρατών στη Μέση Ανατολή.
Όσον αφορά την Κίνα, το CDU/CSU κάνει λόγο για «συστημικό ανταγωνισμό». Θέλει να διατηρήσει στενές οικονομικές σχέσεις και, ταυτόχρονα, να μειώσει τις κρίσιμες οικονομικές εξαρτήσεις και να ενισχύσει την προστασία των κρίσιμων υποδομών και της σχετικής με την ασφάλεια τεχνολογίας.
AfD: Ήπιο με τη Ρωσία, σκληρό με τους μετανάστες
Σύμφωνα με το προεκλογικό της πρόγραμμα, η ακροδεξιά Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD) επιθυμεί την έξοδο της Γερμανίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση και την κατάργηση του ευρώ. Αρνείται την ύπαρξη της ανθρωπογενούς κλιματικής αλλαγής και τάσσεται υπέρ της δημιουργίας νέων μονάδων ηλεκτροπαραγωγής με καύση άνθρακα και πυρηνικών σταθμών και θέλει να επαναλάβει την εισαγωγή ρωσικού φυσικού αερίου.
Το AfD θέλει επίσης ακόμη αυστηρότερους συνοριακούς ελέγχους που απωθούν τους πρόσφυγες που έχουν ταξιδέψει μέσω άλλων χωρών της ΕΕ για να φτάσουν στη Γερμανία. Θέλουν να κρατούν τους αιτούντες άσυλο στα σύνορα ενώ οι αιτήσεις τους εξετάζονται.
Για το AfD, το ζήτημα της εσωτερικής ασφάλειας συνδέεται στενά με τη μεταναστευτική πολιτική. Στο πλαίσιο αυτό, ζητά, για παράδειγμα, την προληπτική κράτηση ατόμων και τη μείωση του ορίου ηλικίας για την άσκηση ποινικής δίωξης από τα 14 στα 12 έτη. Αντιτίθεται στην ολοκληρωμένη βιντεοεπιτήρηση σε δημόσιους χώρους και απορρίπτει τη διατήρηση δεδομένων και τις διαδικτυακές έρευνες.
Το AfD στοχεύει να αυξήσει το ποσοστό γεννήσεων με οικονομικά κίνητρα και να επιφέρει έτσι μια δημογραφική στροφή στη Γερμανία μέσω μιας «ενεργοποιητικής οικογενειακής πολιτικής». Όσον αφορά τις πληρωμές κοινωνικής ασφάλισης το κόμμα θέλει οι ξένοι υπήκοοι να γίνονται δικαιούχοι μόνο εφόσον έχουν εργαστεί στη Γερμανία για τουλάχιστον 10 χρόνια και έχουν καταβάλει εισφορές κοινωνικής ασφάλισης.
SPD: Χαλαρή δημοσιονομική πολιτική, αύξηση επενδύσεων
Οι Σοσιαλδημοκράτες (SPD) θέλουν να αναλάβουν περισσότερο χρέος προκειμένου να διατεθούν δισεκατομμύρια ευρώ για επενδύσεις, για παράδειγμα στις προβληματικές υποδομές. Το κόμμα εστιάζει επίσης σε φορολογικά κίνητρα για τις επιχειρήσεις που ελπίζουν να αυξήσουν τις επενδύσεις.
Σύμφωνα με το μήνυμά του προς τους ψηφοφόρους με χαμηλό εισόδημα, το SPD θέλει οι υπερπλούσιοι με περιουσία άνω των 100 εκατομμυρίων ευρώ να πληρώνουν φόρο περιουσίας. Ο καγκελάριος Όλαφ Σολτς ανακοίνωσε ότι θα αυξήσει και πάλι τον νόμιμο κατώτατο μισθό, αυτή τη φορά από 12 ευρώ σε 15 ευρώ.
Όσον αφορά τις συντάξεις, το SPD θέλει να εξασφαλίσει μακροπρόθεσμα ένα επίπεδο συντάξεων τουλάχιστον 48%. Το κόμμα απορρίπτει τόσο την περικοπή των συντάξεων όσο και την αύξηση της ηλικίας συνταξιοδότησης από τα σημερινά 67 έτη. Το SPD θέλει να εργαστεί προς την κατεύθυνση της επιτάχυνσης των διαδικασιών ασύλου. Υπόσχεται επίσης να εργαστεί προς την κατεύθυνση ολοκληρωμένων μεταναστευτικών συμφωνιών «που ανοίγουν τη μετανάστευση για κατάρτιση και εργασία» και να θέσει σε ισχύ σταθερές συμφωνίες ότι οι χώρες θα παίρνουν πίσω τους υπηκόους τους που πρέπει να εγκαταλείψουν τη χώρα.
Τα σχέδια του SPD για την εξωτερική πολιτική και την πολιτική ασφάλειας επικεντρώνονται στην υποστήριξη της Ουκρανίας ενάντια στον επιθετικό πόλεμο της Ρωσίας και στη στάθμευση αμερικανικών όπλων μεσαίου βεληνεκούς στη δυτική Γερμανία. Το SPD θέλει να συνεχίσει να στηρίζει την Ουκρανία, μεταξύ άλλων με όπλα και εξοπλισμό. Το SPD είναι σαφώς προσηλωμένο στο ΝΑΤΟ και θέλει να δαπανά τουλάχιστον το 2% του ΑΕΠ για την άμυνα. Μακροπρόθεσμος στόχος του είναι μια «Ευρωπαϊκή Αμυντική Ένωση» και η δημιουργία μιας ανταγωνιστικής ευρωπαϊκής αμυντικής βιομηχανίας.
Το SPD θέλει να ακολουθήσει μια συντονισμένη ευρωπαϊκή πολιτική απέναντι στην Κίνα, την οποία κατηγοριοποιεί ως «εταίρο, ανταγωνιστή και συστημικό αντίπαλο». Θέλει να καταστήσει τη Γερμανία οικονομικά πιο ανεξάρτητη από την Κίνα, αλλά να συνεργαστεί σε παγκόσμιες προκλήσεις όπως η κλιματική αλλαγή ή ο έλεγχος των εξοπλισμών.
Πράσινοι: «Μαζεύουν» τη στήριξη στις ΑΠΕ
Τα τελευταία τρία χρόνια της διακυβέρνησης, οι Πράσινοι αντιμετώπισαν επικρίσεις σχετικά με τα σχέδιά τους για την προστασία του κλίματος. Τώρα το κόμμα έχει μειώσει τις απαιτήσεις του για τη μείωση των αερίων του θερμοκηπίου σε σύγκριση με την προεκλογική εκστρατεία του 2021.
Οι Πράσινοι θέλουν επίσης να μεταρρυθμίσουν το φρένο χρέους, να εισαγάγουν επιδοτήσεις για ηλεκτρικά αυτοκίνητα και να προτείνουν ένα νέο «ταμείο πολιτών» για τη διασφάλιση των συντάξεων. Το ταμείο αυτό θα πρέπει επίσης να τροφοδοτείται με κρατικά χρήματα. Και θέλουν έναν φόρο δισεκατομμυριούχων, όπως δήλωσε ο αντικαγκελάριος και επικεφαλής υποψήφιος Ρόμπερτ Χάμπεκ σε συνέντευξή του στην εφημερίδα Bild.
Όσον αφορά τη μεταναστευτική πολιτική, οι Πράσινοι θέλουν να διατηρήσουν το βασικό δικαίωμα στο άσυλο, καθώς και τις διεθνείς υποχρεώσεις που απορρέουν από τη Σύμβαση της Γενεύης για τους πρόσφυγες, την επικουρική προστασία και την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Αντιτίθενται στις απελάσεις σε περιοχές πολέμου και κρίσης.
Οι Πράσινοι αντιτίθενται στα σχέδια ανάθεσης των διαδικασιών ασύλου σε τρίτες χώρες, επισημαίνοντας τις δυσκολίες στην εφαρμογή τέτοιων συμφωνιών μεταξύ του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ρουάντα και μεταξύ της Ιταλίας και της Αλβανίας.