Από τις 30 Ιουνίου, το προσωπικό της Βουλής των Αντιπροσώπων των ΗΠΑ καλείται να απομακρύνει το WhatsApp από όλες τις υπηρεσιακές συσκευές, λόγω αυξημένων κινδύνων για την ασφάλεια και την προστασία της ιδιωτικότητας των χρηστών.
Σε μια κίνηση που εντείνει την πίεση στη Meta, τη μητρική εταιρεία του WhatsApp, η Διοίκηση της Βουλής ενημέρωσε επίσημα τους υπαλλήλους της ότι η δημοφιλής εφαρμογή ανταλλαγής μηνυμάτων χαρακτηρίζεται ως «υψηλού κινδύνου» για κυβερνητική χρήση. Όπως αναφέρει εσωτερικό υπόμνημα που επικαλούνται οι Financial Times, οι λόγοι της απόφασης περιλαμβάνουν την αδιαφάνεια γύρω από τις πολιτικές προστασίας των δεδομένων, την έλλειψη κρυπτογράφησης για αποθηκευμένα μηνύματα και τις ενδεχόμενες ευπάθειες ασφαλείας.
Η εντολή προβλέπει ότι από τις 30 Ιουνίου και εξής, κανένα μέλος του προσωπικού δεν θα επιτρέπεται να διατηρεί ή να εγκαθιστά την εφαρμογή σε φορητούς υπολογιστές ή κινητές συσκευές που ανήκουν στη Βουλή. Όσοι έχουν ήδη εγκατεστημένο το WhatsApp, θα κληθούν να το διαγράψουν.
Η Meta, η οποία έχει κεφαλαιοποίηση που ξεπερνά τα 1,8 τρισ. δολάρια, αντιμετωπίζει εδώ και χρόνια επικρίσεις για την προσέγγισή της στα προσωπικά δεδομένα των χρηστών της. Ορισμένοι αξιωματούχοι θεωρούν ότι η εταιρεία θέτει την εμπορική της ανάπτυξη και τα διαφημιστικά έσοδα πάνω από τη διαφύλαξη της ιδιωτικότητας.
Απαντώντας στην απόφαση, εκπρόσωπος της Meta δήλωσε ότι η εταιρεία διαφωνεί κατηγορηματικά με τον χαρακτηρισμό του WhatsApp ως εφαρμογής υψηλού κινδύνου.
Η ανακοίνωση αυτή έρχεται να προστεθεί σε ένα διαρκώς αυξανόμενο κύμα προβληματισμού σχετικά με τη χρήση ψηφιακών εφαρμογών επικοινωνίας σε θεσμικά και κυβερνητικά περιβάλλοντα, ειδικά όταν αυτές δεν παρέχουν πλήρη διαφάνεια ή επαρκείς εγγυήσεις για την προστασία ευαίσθητων δεδομένων.