Η τουρκική κυβέρνηση φέρεται να προσανατολίζεται, σύμφωνα με το Bloomberg, στο να μην προχωρήσει φέτος σε ενδιάμεση αναπροσαρμογή του βασικού μισθού, παρά την αυξανόμενη κοινωνική πίεση για την αντιμετώπιση του υψηλού κόστους ζωής.
Η απόφαση αυτή, αν τελικά επιβεβαιωθεί, ενδέχεται να αξιολογηθεί θετικά από επενδυτές, καθώς θα δείχνει πρόθεση της Άγκυρας να διατηρήσει αυστηρή νομισματική πολιτική απέναντι στον επίμονο πληθωρισμό.
Παρότι οι αρμόδιοι φορείς της οικονομικής πολιτικής φέρονται να συμφωνούν στην απόφαση, ο τελικός λόγος ανήκει στον Πρόεδρο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, όπως ανέφεραν οι ίδιες πηγές, υπό τον όρο της ανωνυμίας λόγω της μη οριστικοποίησης της απόφασης. Το υπουργείο Εργασίας αρνήθηκε να σχολιάσει σχετικά.
Ο πληθωρισμός στην Τουρκία ανήλθε στο 35,4% τον Μάιο, με τις αρχές να στοχεύουν σε μείωσή του στο 24% μέχρι το τέλος του 2025.
Στο παρελθόν, η κυβέρνηση Ερντογάν είχε αυξήσει σημαντικά τους μισθούς για να μετριάσει τις επιπτώσεις της ακρίβειας, γεγονός που αύξησε τη ζήτηση στην εσωτερική αγορά και υπονόμευσε τις προσπάθειες της Κεντρικής Τράπεζας να τιθασεύσει τις τιμές.
Πάνω από το ένα τρίτο του τουρκικού πληθυσμού αμείβεται με τον κατώτατο μισθό, ο οποίος αποτελεί σημείο αναφοράς και για άλλες αποδοχές.
Στην αρχή του 2025, ο καθαρός βασικός μισθός είχε οριστεί στις 22.104 λίρες (περίπου 626 δολάρια). Ωστόσο, εξαιτίας της υποτίμησης του νομίσματος και του πληθωρισμού, η αγοραστική του αξία έχει υποχωρήσει στα 554 δολάρια.
Ο επικεφαλής του Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος (CHP), Οζγκιούρ Οζέλ, έχει ζητήσει αύξηση του κατώτατου μισθού στις 30.000 λίρες (περίπου 752 δολάρια), ενώ η Συνομοσπονδία Προοδευτικών Συνδικάτων Τουρκίας (DISK) έχει καλέσει για καθορισμό των μισθών βάσει των πραγματικών τιμών και όχι των προσδοκιών για τον πληθωρισμό.
Σε πρόσφατη ανακοίνωσή της, η DISK υποστήριξε ότι «λόγω του υψηλού πληθωρισμού το 2025, οι μισθοί και ο βασικός μισθός έχουν υποστεί ραγδαίες απώλειες».
Η τουρκική κυβέρνηση είχε επίσης παραλείψει την ενδιάμεση αύξηση και το 2024, μετά από αλλεπάλληλες σημαντικές αυξήσεις τα προηγούμενα χρόνια.
Η απόφαση αυτή, αν και είχε εκτιμηθεί θετικά από τις αγορές, έχει εντείνει την κοινωνική δυσαρέσκεια μεταξύ εκατομμυρίων πολιτών.