Η ενίσχυση των κοινωνικών και οικονομικών ανισοτήτων στην Αφρική λαμβάνει διαστάσεις πρωτοφανούς κλίμακας, σύμφωνα με τη νεότερη έκθεση της μη κυβερνητικής οργάνωσης Oxfam. Τα στοιχεία που παρουσιάζονται αναδεικνύουν το χάσμα που χωρίζει μια ελάχιστη οικονομική ελίτ από τη συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού της ηπείρου.
Όπως επισημαίνει η Oxfam, οι τέσσερις πλουσιότεροι δισεκατομμυριούχοι της Αφρικής ελέγχουν περιουσία συνολικής αξίας 57,4 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Το ποσό αυτό ξεπερνά τον συσσωρευμένο πλούτο του μισού πληθυσμού της ηπείρου, δηλαδή περίπου 750 εκατομμυρίων ανθρώπων.
Σύμφωνα με το περιοδικό Forbes, τα ονόματα που ξεχωρίζουν στη συγκεκριμένη λίστα είναι: ο Άλικο Ντανγκότε (Νιγηρία – τσιμέντο, ζάχαρη, σιτηρά, διυλιστήριο), ο Γιόχαν Ρούπερτ (Νότια Αφρική – είδη πολυτελείας), ο Νίκι Οπενχάιμερ (Νότια Αφρική – διαμάντια) και ο Νάσεφ Σαουίρις (Αίγυπτος – βιομηχανία, κατασκευές).
Eκτιμάται πως περισσότερο από το ένα τρίτο των κατοίκων της Αφρικής –περίπου 460 εκατομμύρια άνθρωποι– ζουν κάτω από το όριο της ακραίας φτώχειας, ενώ ο αριθμός αυτός αυξάνεται διαρκώς, σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα.
Η Oxfam αποδίδει την όξυνση των ανισοτήτων στην ηπειρωτική Αφρική, σε μεγάλο βαθμό, στη διαρκή έλλειψη ουσιαστικής πολιτικής βούλησης από την πλευρά των κυβερνήσεων. Οι υπάρχουσες κυβερνητικές πολιτικές επιβάλλουν φορολογικά συστήματα που παραμένουν ιδιαίτερα ευνοϊκά για τους πλουσιότερους και ατελέσφορα στην καταπολέμηση της φτώχειας.
Όπως επισημαίνεται στην έκθεση, οι έχοντες μεγάλες περιουσίες καταφέρνουν να τοποθετούν τα στοιχεία τους σε εταιρικές δομές και να μεταφέρουν τα κεφάλαιά τους στο εξωτερικό, με αποτέλεσμα η φορολόγησή τους να είναι αισθητά κατώτερη από αυτή που θα τους αναλογούσε. Επιπλέον, η Αφρική είναι η μοναδική γεωγραφική περιοχή όπου οι φορολογικοί συντελεστές δεν έχουν ουσιαστικά αυξηθεί από τη δεκαετία του 1980.
Σύμφωνα με την Oxfam, αν εφαρμοζόταν πρόσθετη φορολόγηση ύψους 1% στην περιουσία και 10% στους τζίρους των πλουσιοτέρων, τα έσοδα που θα προέκυπταν θα αρκούσαν για να χρηματοδοτήσουν την καθολική πρόσβαση σε ποιοτική εκπαίδευση και ηλεκτροδότηση στην ήπειρο.
Η έκθεση επισημαίνει επίσης το έλλειμμα δέσμευσης από τις αφρικανικές κυβερνήσεις για τη μείωση των ανισοτήτων, σημειώνοντας πως «πάνω από τα τρία πέμπτα της περιουσίας των δισεκατομμυριούχων παγκοσμίως προέρχονται από γνωριμίες, διαφθορά, κατάχρηση μονοπωλιακών θέσεων και την κληρονομιά», φαινόμενα που παρατηρούνται εντονότερα στην περιοχή της Αφρικής.
Η διευθύντρια της Oxfam στην Αφρική, Φατί Ν’ζι Χασάν, υπογραμμίζει πως τα πλούτη της Αφρικής δεν απλώς αγνοούνται, αλλά «λεηλατούνται από ένα στημένο σύστημα, που επιτρέπει σε μικρή ελίτ να επισωρεύει τεράστιες περιουσίες ενώ στερεί από εκατοντάδες εκατομμύρια ανθρώπους τις πιο θεμελιώδεις υπηρεσίες».
Οι συνέπειες των ακραίων ανισοτήτων, σύμφωνα με την Oxfam, είναι πολυδιάστατες: «Απειλούν να υπονομεύσουν τη δημοκρατία, εμποδίζουν τη μείωση της φτώχειας και την ανάπτυξη, επιτείνουν την κλιματική κρίση και ενισχύουν ανισότητες φύλου και άλλες αδικίες», οδηγώντας τελικά στη στέρηση βασικών δικαιωμάτων και της αξιοπρέπειας των πολιτών.
Η δημοσιοποίηση της έκθεσης συμπίπτει με την έναρξη της εξαμηνιαίας συνόδου της Αφρικανικής Ένωσης, που έχει αναλάβει τη δέσμευση για μείωση των ανισοτήτων κατά 15% μέσα στην επόμενη δεκαετία. Η επίτευξη αυτού του στόχου ωστόσο, προϋποθέτει σημαντικές μεταρρυθμίσεις και ριζική αλλαγή της πολιτικής προσέγγισης – με έμφαση στη δικαιότερη φορολόγηση και την ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής.