Ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ επισκέπτεται σήμερα το Τέξας, μια πολιτεία που πλήττεται βαθιά από το πένθος μετά τις καταστροφικές πλημμύρες που στοίχισαν τη ζωή σε τουλάχιστον 120 ανθρώπους. Παράλληλα, συνεχίζονται οι έντονες επικρίσεις για τον τρόπο με τον οποίο διαχειρίστηκαν την κρίση τόσο η ομοσπονδιακή κυβέρνηση όσο και οι τοπικές αρχές.
Ο πρόεδρος Τραμπ, συνοδευόμενος από τη σύζυγό του Μελάνια, επισκέπτεται την περιοχή μόλις μία εβδομάδα αφότου σημειώθηκε η τραγωδία ανήμερα της αμερικανικής εθνικής εορτής, ενώ εξακολουθούν να αγνοούνται πάνω από 170 άτομα.
Το κεντρικό τμήμα του Τέξας επλήγη την 4η Ιουλίου από ακραία καιρικά φαινόμενα, με καταρρακτώδεις βροχές να προκαλούν ξαφνικές πλημμύρες, αιφνιδιάζοντας τους κατοίκους – πολλοί εκ των οποίων κοιμούνταν τη στιγμή που ξέσπασε η καταστροφή.
Μέχρι χθες, είχαν αναφερθεί τουλάχιστον 120 θάνατοι εξαιτίας των πλημμυρών. Η κομητεία Κερ πλήγηκε ιδιαίτερα βαριά, με 96 νεκρούς – ανάμεσά τους 36 παιδιά. Ιδιαίτερο σοκ προκάλεσαν οι απώλειες σε κατασκήνωση νεαρών της χριστιανικής οργάνωσης στην κοινότητα Χαντ, στις όχθες του ποταμού Γκουανταλούπε – 27 παιδιά και επιτηρητές βρέθηκαν ανάμεσα στα θύματα.
Ερωτηματικά για τη διαχείριση της κρίσης
Η επίσκεψη Τραμπ πραγματοποιείται τη στιγμή που τα ερωτήματα για τη διαχείριση της κρίσης από τις τοπικές αρχές και τον αντίκτυπο των δημοσιονομικών περικοπών στη λειτουργία υπηρεσιών όπως η πρόγνωση και προειδοποίηση ακραίων καιρικών φαινομένων γίνονται ολοένα και πιο πιεστικά. Ιδιαίτερα έντονος είναι ο προβληματισμός για το κατά πόσο οι περικοπές της κυβέρνησης Τραμπ επηρέασαν την ετοιμότητα αντιμετώπισης εκτάκτων αναγκών.
Σε σχετική ερώτηση αμέσως μετά την καταστροφή για ενδεχόμενη κατάργηση της ομοσπονδιακής υπηρεσίας διαχείρισης εκτάκτων καταστάσεων (FEMA), ο πρόεδρος Τραμπ απέφυγε να τοποθετηθεί άμεσα, σημειώνοντας ότι «δεν ήταν η κατάλληλη στιγμή για τέτοια συζήτηση».
Παράλληλα, ο Λευκός Οίκος υποστήριξε ότι η άμεση αντίδραση ήταν αποτελεσματική, με τον πρόεδρο να προχωρά στην υπογραφή διατάγματος που έθεσε το Τέξας σε κατάσταση καταστροφής, ανοίγοντας το δρόμο για την άμεση κινητοποίηση ομοσπονδιακών κεφαλαίων και πόρων.
Η υπουργός Εσωτερικής Ασφαλείας, Κρίστι Νόεμ, διαμήνυσε μέσω X ότι «τα μέσα του υπουργείου συμμετέχουν στη δράση άνευ προηγουμένου» συνδράμοντας τις τοπικές υπηρεσίες διάσωσης.
Παρότι η επίσημη εκδοχή επιμένει πως «η άμεση αντίδραση στην καταστροφή ήταν ταχεία και αποτελεσματική», αμερικανικά μέσα όπως το CNN αναφέρουν πως επιχειρήσεις της FEMA καθυστέρησαν λόγω γραφειοκρατικών εμποδίων που σχετίζονται με πρόσφατους κανόνες της υπουργού Νόεμ για τον περιορισμό δαπανών.
Αμφιβολίες για την αξιοπιστία προειδοποιήσεων και τα χρονικά περιθώρια
Η αντιπαράθεση για τις επιδόσεις της αμερικανικής εθνικής μετεωρολογικής υπηρεσίας (NWS) φούντωσε, με επικρίσεις πως οι περικοπές επηρέασαν την αξιοπιστία τόσο των προβλέψεων όσο και των προειδοποιήσεων. Η εκπρόσωπος του Λευκού Οίκου, Κάρολαϊν Λέβιτ, αντέκρουσε τις αιτιάσεις επιμένοντας ότι η NWS εξέδωσε προειδοποιητικά δελτία «με ακρίβεια» και «έγκαιρα».
Σύμφωνα με το τηλεοπτικό δίκτυο KSAT, η καθυστέρηση αποστολής προειδοποιητικού μηνύματος στα κινητά τηλέφωνα των κατοίκων της κοινότητας Χαντ αποδείχθηκε κρίσιμη. Παρά το αίτημα πυροσβέστη στις 04:22 για αποστολή «συναγερμού», το γραφείο του σερίφη ζήτησε αναμονή για ανώτερη έγκριση, με το αποτέλεσμα το μήνυμα να φθάσει στους κατοίκους έως και έξι ώρες αργότερα.
Οι τοπικές αρχές δεν έχουν μέχρι στιγμής δώσει επαρκείς απαντήσεις στις επανειλημμένες ερωτήσεις για το χρονικό αυτό κενό.
Πάνω από 2.000 άτομα – διασώστες, αστυνομικοί και ομάδες με ειδικά εκπαιδευμένους σκύλους – έχουν αναπτυχθεί στην περιοχή της καταστροφής σε μια συνεχή προσπάθεια έρευνας και διάσωσης. Ελικόπτερα, drones και ομάδες με εκπαιδευμένα σκυλιά συνδράμουν στις επιχειρήσεις, παρότι οι πιθανότητες εξεύρεσης επιζώντων μειώνονται δραματικά. Η τελευταία γνωστή διάσωση έγινε την 4η Ιουλίου, σύμφωνα με τα στοιχεία των αρχών.