Στον κόσμο των επιχειρήσεων η επιτυχία τις περισσότερες φορές συνοδεύεται από ιστορίες καινοτομίας, τόλμης διορατικών επιχειρηματικών αποφάσεων και ηγετικών προσωπικοτήτων.
Σπάνια όμως προβάλλεται η πραγματική αφετηρία πολλών μεγάλων ιδεών: η απόρριψη. Ένα «όχι» από έναν πιθανό συνεργάτη, έναν εργοδότη, έναν επενδυτή ή μια ολόκληρη αγορά δεν αποτελεί απλώς προσωρινό εμπόδιο αλλά συχνά αποδεικνύεται ο καταλύτης για να αμφισβητηθούν τα δεδομένα και να γεννηθεί κάτι νέο.
Η ιστορία της επιχειρηματικότητας βρίθει από παραδείγματα ανθρώπων που είδαν τις ιδέες τους να χλευάζονται, να παραμερίζονται ή να αγνοούνται – μόνο και μόνο για να επιστρέψουν ισχυρότεροι.
Από τον μηχανικό που είδε τα πρώτα του εξαρτήματα να απορρίπτονται ως «ακατάλληλα», μέχρι τον προγραμματιστή που άκουσε πέντε φορές «όχι» από τον εργοδότη του για μια νέα τεχνολογία, τα περιστατικά αυτά δεν έμειναν ως υποσημείωση. Έγιναν η αρχή.
Κοινός παρονομαστής σε όλες αυτές τις πορείες δεν είναι μόνο η τύχη, αλλά η επιμονή. Η ικανότητα να μετατρέπεις την απόρριψη σε μάθημα, την αμφισβήτηση σε κίνητρο και την αποτυχία σε πλεονέκτημα. Σε έναν κόσμο που εξελίσσεται με ταχύτητα, οι μεγαλύτερες αλλαγές συχνά δεν προέρχονται από εκείνους που ακολουθούν τον ασφαλή δρόμο, αλλά από όσους αρνήθηκαν να σταματήσουν μετά το πρώτο εμπόδιο.
Soichiro Honda
Στα μέσα της δεκαετίας του 1930, ο νεαρός μηχανικός Soichiro Honda παρήγαγε ελατήρια εμβόλων (piston rings) στην εταιρεία του Tōkai Seiki, με στόχο να γίνει προμηθευτής της Toyota. Οι πρώτες παρτίδες του απορρίφθηκαν λόγω προβλημάτων ποιότητας, όπως καταγράφει η American Society of Mechanical Engineers (ASME), που περιγράφει και το πώς ο Honda επέστρεψε «στα θρανία» για να μάθει καλύτερες μεθόδους μεταλλουργίας και παραγωγής (ASME).
Σύμφωνα με την Encyclopaedia Britannica, προτού κλείσει τα 40, είχε ήδη κατοχυρώσει δεκάδες πατέντες και είχε μετατρέψει την Tōkai Seiki σε προμηθευτή μερών για την Toyota και την αεροπορική βιομηχανία της Ιαπωνίας (Britannica).
Ο πόλεμος χτύπησε την επιχείρηση, το 1944–45 εγκαταστάσεις καταστράφηκαν από βομβαρδισμούς και σεισμό. Ο Honda πούλησε τα υπολείμματα της εταιρείας στην Toyota και, με το αντίτιμο, ίδρυσε το Honda Technical Research Institute (1946).

Δύο χρόνια αργότερα γεννήθηκε η Honda Motor Co. Η ASME αποδίδει στον ιδρυτή τη φράση «η επιτυχία είναι το 1% της δουλειάς που προκύπτει από το 99% των αποτυχιών», μια αρχή που αποτυπώθηκε στη μετέπειτα πορεία από τα μοτοποδήλατα έως τα αυτοκίνητα με τον κινητήρα CVCC που ανταποκρίθηκε στα αυστηρά αμερικανικά πρότυπα εκπομπών χωρίς καταλύτη.
Η διαδρομή του Honda είναι η κλασική περίπτωση όπου η απόρριψη μετατράπηκε σε σχολείο ακριβείας και τελικά σε παγκόσμιο όμιλο.
Apple Computer
Στα μέσα της δεκαετίας του 1970, ο Steve Wozniak εργαζόταν στην Hewlett-Packard και τα βράδια «έστηνε» στο σπίτι του έναν μικροϋπολογιστή βασισμένο στον 6502, επηρεασμένος από τις συναντήσεις του Homebrew Computer Club.
Προτού μιλήσει στον Steve Jobs, ο Woz παρουσίασε την ιδέα στην HP. «Πήγα στην HP και τους πρότεινα να το φτιάξουμε μαζί, το απέρριψαν, πέντε φορές», έχει πει ο ίδιος, σύμφωνα με ρεπορτάζ του AppleInsider από ομιλία του το 2010. Το Computer History Museum περιγράφει πώς η HP τότε δεν έβλεπε αγορά για οικιακούς υπολογιστές, θεωρούσε τα «hobby computers» έξω από την εταιρική της εστίαση.
Ο Business Insider έχει καταγράψει τον Wozniak να αναφέρει ότι η HP ήταν «καλή εταιρεία, απλώς δεν έβλεπε αυτό που βλέπαμε εμείς», ενώ το Forbes αναλύει πώς η θεσμική αδράνεια των μεγάλων εταιρειών συχνά υποτιμά τις αναδυόμενες κατηγορίες.
Το 1976, ο Jobs έπεισε τον Woz να ιδρύσουν μαζί την Apple Computer. Ο Apple I πούλησε περίπου 200 μονάδες, και σε τέσσερα χρόνια η Apple μπήκε στο χρηματιστήριο με αποτίμηση άνω του 1 δισ. δολαρίων.
Το Playstation
Στα τέλη της δεκαετίας του 1980, η Nintendo αναζητούσε νέες τεχνολογίες αποθήκευσης για το Super Nintendo Entertainment System (SNES), πέρα από τις κλασικές κασέτες. Η συνεργασία που ξεκίνησε τότε με τη Sony στόχευε στη δημιουργία μιας μονάδας CD-ROM με το όνομα «Play Station».
Κεντρικός μηχανικός του έργου ήταν ο Ken Kutaragi, ήδη γνωστός για το SPC700 sound chip που είχε σχεδιάσει για το SNES, ένα project που, σύμφωνα με το BBC News, ανέπτυξε μυστικά χωρίς την επίσημη έγκριση των προϊσταμένων του στη Sony.
Το 1991, στη CES του Σικάγο, η Nintendo ακύρωσε δημόσια το deal, ανακοινώνοντας νέα πορεία με την Philips. Ττα στελέχη της Sony το έμαθαν από τις εφημερίδες, όπως θυμίζουν αφιερώματα του Polygon και του IGN.

Αντί να εγκαταλείψει το σχέδιο, ο Ken Kutaragi κατάφερε να πείσει τον πρόεδρο της Sony, Norio Ohga, να συνεχίσουν το project ανεξάρτητα από τη Nintendo. Η ομάδα του ανασχεδίασε πλήρως την κονσόλα, ενσωματώνοντας 32-bit επεξεργαστή και μονάδα CD-ROM, μια επιλογή που μείωσε σημαντικά το κόστος παραγωγής και επέτρεψε στα παιχνίδια να γίνουν πιο μεγάλα και πιο κινηματογραφικά.
Το PlayStation κυκλοφόρησε το 1994 στην Ιαπωνία και το 1995 παγκοσμίως, σημειώνοντας πάνω από 100 εκατομμύρια πωλήσεις. Η επιτυχία του άλλαξε ριζικά τη βιομηχανία του gaming, δίνοντας τεράστια ώθηση στους ανεξάρτητους δημιουργούς παιχνιδιών και καθιερώνοντας τη Sony ως κυρίαρχη δύναμη στον χώρο.
Ο ίδιος ο Kutaragi έχει δηλώσει ότι η απόρριψη της Nintendo λειτούργησε ως κίνητρο: «Η Nintendo είπε “όχι”. Εγώ απλώς είπα: τότε θα το φτιάξω μόνος μου».
To WhatsApp
Το 2009, ο Brian Acton, έμπειρος μηχανικός και πρώην στέλεχος της Yahoo, υπέβαλε αιτήσεις για δουλειά στο Facebook και στο Twitter και στις δύο περιπτώσεις απορρίφθηκε. Ο ίδιος αντιμετώπισε το γεγονός με χιουμοριστική ψυχραιμία, δημοσιεύοντας τότε στο Twitter: «Ήταν μια υπέροχη ευκαιρία να γνωρίσω εξαιρετικούς ανθρώπους… ανυπομονώ για την επόμενη περιπέτεια της ζωής μου.»
Όπως σημειώνουν το Forbes και το CNBC, αυτά τα tweets, που σήμερα κυκλοφορούν ως παράδειγμα επαγγελματικής ανθεκτικότητας, αποτυπώνουν έναν άνθρωπο που προτίμησε να προχωρήσει αντί να απογοητευτεί.
Μερικούς μήνες αργότερα, ο Acton, μαζί με τον Jan Koum, ίδρυσαν το WhatsApp, μια εφαρμογή ανταλλαγής μηνυμάτων με έμφαση στην απλότητα, την ταχύτητα και την ιδιωτικότητα.
Πέντε χρόνια μετά, το 2014, το Facebook αγόρασε το WhatsApp για 19 δισεκατομμύρια δολάρια, στην πιο ακριβή εξαγορά στην ιστορία της τότε εταιρείας, από την ίδια ακριβώς εταιρεία που κάποτε τον είχε απορρίψει.
Η εντυπωσιακή αυτή αποτίμηση αντανακλούσε όχι μόνο τον ρυθμό ανάπτυξης χρηστών αλλά και τον στρατηγικό ρόλο των messaging πλατφορμών στο mobile οικοσύστημα. Η απόρριψη μιας αίτησης εργασίας μετατράπηκε σε συμφωνία εξαγοράς-ρεκόρ από την ίδια την εταιρεία που είπε «όχι». «Η ζωή έχει τον δικό της τρόπο να σε ανταμείβει», έγραψε τότε ο Acton στο X (τότε Twitter).
Η γέννηση του Netflix
Το 2000, η Netflix ήταν ακόμη μια μικρή εταιρεία ενοικίασης DVD μέσω ταχυδρομείου, με λιγότερους από 300.000 συνδρομητές και σημαντικές οικονομικές ζημιές.
Αναζητώντας τρόπο να διασφαλίσει το μέλλον της, ο συνιδρυτής Reed Hastings ταξίδεψε στο Ντάλας για να συναντήσει τον τότε CEO της Blockbuster, John Antioco.
Εκεί, πρότεινε μια εξαγορά της Netflix έναντι περίπου 50 εκατομμυρίων δολαρίων, συνοδευόμενη από μια στρατηγική συνεργασία. H Netflix θα αναλάμβανε το διαδικτυακό κομμάτι της Blockbuster, ενώ εκείνη θα παρείχε την υποστήριξη του δικτύου καταστημάτων της.
Το Wall Street Journal και το CNBC έχουν ανασυνθέσει τη σκηνή αυτής της συνάντησης, που πλέον θεωρείται εμβληματική στην ιστορία της τεχνολογίας. Ο συνιδρυτής της Netflix, Marc Randolph, θυμάται στο βιβλίο του That Will Never Work ότι οι επικεφαλής της Blockbuster «προσπάθησαν να συγκρατήσουν τα γέλια» ακούγοντας την πρόταση, θεωρώντας την ιδέα του online video rental αφελή και χωρίς προοπτική.

Η πρόταση του Reed Hastings απορρίφθηκε. Η Blockbuster, με τότε χιλιάδες καταστήματα και σταθερές ταμειακές ροές, ήταν πεπεισμένη ότι το φυσικό μοντέλο ενοικίασης βίντεο θα κυριαρχούσε για πολλά ακόμη χρόνια. Η Netflix, αντίθετα, διπλασίασε τις προσπάθειες για ψηφιακή καινοτομία.
Μέσα στα επόμενα χρόνια επένδυσε συστηματικά στην τεχνολογία streaming και το 2007, λάνσαρε την πλατφόρμα μετάδοσης βίντεο, σηματοδοτώντας τη σταδιακή της απομάκρυνση από τα DVD.
Η στροφή αυτή άλλαξε την ιστορία της ψυχαγωγίας. Μέχρι το 2010, η Blockbuster κατέθεσε αίτηση πτώχευσης (Chapter 11), έχοντας χρέη άνω του 1 δισεκατομμυρίου δολαρίων, όπως μετέδωσε το Reuters. Την ίδια χρονιά, η Netflix είχε ήδη ξεπεράσει τους 20 εκατομμύρια συνδρομητές και ετοίμαζε το επόμενο βήμα, την είσοδό της στο original content, με σειρές και ταινίες δικής της παραγωγής (CNBC).
Χρόνια αργότερα, ο Reed Hastings θα περιέγραφε εκείνη τη συνάντηση με τη Blockbuster ως καθοριστική στιγμή. «Πήγαμε να ζητήσουμε συνεργασία και γελούσαν. Δεν το ξέραμε τότε, αλλά μας είχαν μόλις κάνει το μεγαλύτερο δώρο που θα μπορούσαμε να λάβουμε», είπε ο ίδιος σε συνέντευξή του που επικαλείται η Wall Street Journal.