Ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν και ο Αμερικανός ομόλογός του Ντόναλντ Τραμπ αναμένεται να συζητήσουν το “τεράστιο ανεκμετάλλευτο δυναμικό” των οικονομικών σχέσεων μεταξύ Ρωσίας και ΗΠΑ, καθώς και τις προοπτικές για τον τερματισμό του πολέμου στην Ουκρανία, στη συνάντηση που έχει προγραμματιστεί για αύριο, Παρασκευή, στην Αλάσκα.
Αυτή η πολυαναμενόμενη διάσκεψη κορυφής έχει ήδη δημιουργήσει έντονο ενδιαφέρον στους οικονομικούς και πολιτικούς κύκλους διεθνώς.
Η συνάντηση θα ξεκινήσει περίπου στις 22:30 ώρα Ελλάδος και θα πραγματοποιηθεί αρχικά κατ' ιδίαν, με τη συμμετοχή αποκλειστικά των δύο ηγετών και των διερμηνέων τους. Σύμφωνα με τις επίσημες δηλώσεις, αμέσως μετά θα ακολουθήσει “κοινή συνέντευξη Τύπου”.
Κύρια θεματολογία της συνόδου αναμένεται να είναι η επίλυση της ουκρανικής κρίσης. Ο διπλωματικός σύμβουλος του Βλαντίμιρ Πούτιν, Γιούρι Ουσακόφ, διευκρίνισε στους δημοσιογράφους ότι “η ημερήσια διάταξη θα επικεντρωθεί κυρίως στη διευθέτηση της ουκρανικής κρίσης”, ενώ πρόσθεσε πως στην ατζέντα περιλαμβάνονται επίσης ζητήματα ειρήνης, ασφάλειας, σημαντικών διεθνών θεμάτων αλλά και διμερούς συνεργασίας.
Η σύνοδος θα διεξαχθεί στη στρατιωτική βάση Έλμεντορφ του Άνκορατζ, στην Αλάσκα, με έναρξη στις 11:30 τοπική ώρα (22:30 ώρα Ελλάδος). Η συνάντηση θα ξεκινήσει με συζήτηση μόνο ανάμεσα στον Πούτιν και τον Τραμπ, παρουσία διερμηνέων, προτού διευρυνθεί και ενταχθούν σε αυτήν τα μέλη των αντιπροσωπειών με τη μορφή γεύματος εργασίας. Σύμφωνα με τις πηγές του Κρεμλίνου, θα ακολουθήσει μια “κοινή συνέντευξη Τύπου για να γίνει απολογισμός”.
Η ρωσική αντιπροσωπεία απαρτίζεται από τον υπουργό Εξωτερικών Σεργκέι Λαβρόφ, τον υπουργό Άμυνας Αντρέι Μπελοούσοφ, τον υπουργό Οικονομικών Αντόν Σιλουάνοφ, καθώς και τον ειδικό απεσταλμένο για οικονομικά ζητήματα σε διεθνές επίπεδο, Κίριλ Ντμίτριεφ και τον ίδιο τον Γιούρι Ουσακόφ.
Σημειώνεται ότι, κατά τον σύμβουλο της ρωσικής προεδρίας, δεν έχει τεθεί συγκεκριμένο όριο στη διάρκεια των διαπραγματεύσεων, γεγονός που υπογραμμίζει τη βαρύτητα της συνάντησης.
Η ρωσική αντιπροσωπεία θα επιστρέψει άμεσα στη Μόσχα μετά την ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων, κάτι που αναδεικνύει τη σημασία που αποδίδουν στην ταχύτητα και στην ευελιξία της διαχείρισης των αποτελεσμάτων της συνόδου.