Οι τιμές του πετρελαίου υποχώρησαν την Πέμπτη, καθώς οι επενδυτές επικεντρώθηκαν στην αποκλιμάκωση της έντασης στη Μέση Ανατολή και στα αυξημένα αποθέματα αργού στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Το Brent διαπραγματευόταν κάτω από τα 66 δολάρια το βαρέλι, αφού είχε ενισχυθεί πάνω από 1% την Τετάρτη, ενώ το West Texas Intermediate (WTI) κυμαινόταν κοντά στα 62 δολάρια.
Η αποκλιμάκωση ήρθε έπειτα από τη συμφωνία Ισραήλ και Χαμάς για την απελευθέρωση όλων των ομήρων, στο πλαίσιο διαπραγματεύσεων που μεσολάβησαν οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής και το Κατάρ, σηματοδοτώντας μια σημαντική πρόοδο προς τον τερματισμό του διετούς πολέμου στη Γάζα.
Ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ δήλωσε ότι «ενδέχεται να επισκεφθεί σύντομα το Ισραήλ».
Στις Ηνωμένες Πολιτείες, τα εθνικά αποθέματα αργού πετρελαίου αυξήθηκαν για δεύτερη συνεχόμενη εβδομάδα, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της Τετάρτης, αν και παραμένουν κοντά στα εποχικά χαμηλά επίπεδα.
Αντίθετα, τα αποθέματα στη δεξαμενή του Cushing στην Οκλαχόμα και τα αποθέματα διυλισμένων προϊόντων σημείωσαν πτώση.
«Η αγορά παραμένει υπό πίεση, καθώς οι επενδυτές ανησυχούν για πιθανή υπερπροσφορά», σχολίασε αναλυτής της αγοράς ενέργειας στο Bloomberg.
Η πίεση στις τιμές εντείνεται από τις προσδοκίες για αυξημένη παραγωγή τόσο από τον OPEC+ όσο και από παραγωγούς στην αμερικανική ήπειρο, ενώ οι γεωπολιτικοί κίνδυνοι παραμένουν ενεργοί, με ουκρανικές επιθέσεις σε ρωσικές ενεργειακές εγκαταστάσεις να περιορίζουν τις ροές.
Πολλές τράπεζες της Wall Street και οργανισμοί όπως η Διεθνής Υπηρεσία Ενέργειας (IEA) προβλέπουν ότι η αγορά πετρελαίου θα περάσει σε πλεόνασμα προσφοράς τους επόμενους μήνες.
Η Goldman Sachs εκτιμά ότι το Brent θα διαμορφωθεί στα 56 δολάρια ανά βαρέλι το 2026, καθώς η παγκόσμια παραγωγή αυξάνεται ταχύτερα από τη ζήτηση.
Αν και η γενική τάση παραμένει πτωτική, οι αναλυτές εμφανίζονται διχασμένοι ως προς το βάθος της διόρθωσης.
Σε σημείωμά τους, οι οικονομολόγοι της Citigroup Inc., με επικεφαλής τον Francesco Martoccia, αναφέρουν:
«Η βραδύτερη ανάπτυξη εκτός OPEC+ και η ευελιξία του OPEC+, σε συνδυασμό με τους γεωπολιτικούς κινδύνους που παραμένουν για παραγωγούς όπως η Ρωσία και το Ιράν, ενδέχεται να μετριάσουν τον ρυθμό προσαρμογής των τιμών».
Οι αναλυτές εκτιμούν ότι το υπερβάλλον προσφοράς θα διατηρήσει τις τιμές υπό πίεση, ωστόσο ο ρυθμός πτώσης θα εξαρτηθεί από την πορεία της ζήτησης και τη στάση των μεγάλων παραγωγών.