Οι πολίτες της Χιλής προσέρχονται σήμερα στις κάλπες για τον πρώτο γύρο των προεδρικών εκλογών, με τη διαδικασία να ξεκινά στις 8:00 π.μ. τοπική ώρα (13:00 ώρα Ελλάδας). Η προεκλογική περίοδος επικεντρώθηκε στα ζητήματα ασφάλειας και μεταναστευτικής πολιτικής, σε μια συγκυρία όπου καταγράφεται άνοδος της ακροδεξιάς στη χώρα.
Τα πρώτα αποτελέσματα αναμένονται περίπου δύο ώρες μετά το κλείσιμο των εκλογικών τμημάτων, στις 6:00 μ.μ. τοπική ώρα (21:00 ώρα Ελλάδας).
Συνολικά, οκτώ υποψήφιοι διεκδικούν την προεδρία. Κανείς όμως δεν φαίνεται να εξασφαλίζει την απαιτούμενη πλειοψηφία (50%+1 ψήφο) από τον πρώτο γύρο, καθιστώντας πιθανή τη διεξαγωγή δεύτερου γύρου στις 14 Δεκεμβρίου μεταξύ των δύο επικρατέστερων.
Η εκλογική νομοθεσία απαγορεύει τη δημοσιοποίηση δημοσκοπήσεων 15 ημέρες πριν από τις εκλογές. Ωστόσο, οι τελευταίες διαθέσιμες μετρήσεις έδειχναν προβάδισμα της Γιανέτ Χάρα, υποψήφιας του κυβερνητικού συνασπισμού και μέλους του Κομμουνιστικού Κόμματος, με δεύτερο τον ακροδεξιό Χοσέ Αντόνιο Καστ του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος.
Η μετριοπαθής δεξιά πολιτικός Έβελιν Ματέι, πρώην δήμαρχος και γερουσιαστής, είχε αρχικά το προβάδισμα στις δημοσκοπήσεις, αλλά τα ποσοστά της υποχώρησαν πρόσφατα. Πλέον, διεκδικεί την τρίτη θέση μαζί με τον φιλελεύθερο Γιοχάνες Κάισερ του Εθνικού Φιλελεύθερου Κόμματος.
Κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου, η εγκληματικότητα και το μεταναστευτικό κυριάρχησαν στην πολιτική ατζέντα. Αυτό σηματοδοτεί σαφή απομάκρυνση από το αριστερό κλίμα προσδοκιών για νέο Σύνταγμα, που είχε φέρει στην εξουσία τον πρόεδρο Γκαμπριέλ Μπόριτς, ο οποίος δεν μπορεί να θέσει υποψηφιότητα για επανεκλογή.
Μια σημαντική αλλαγή σε αυτές τις εκλογές είναι η καθιέρωση της υποχρεωτικής ψήφου για τα 15,7 εκατομμύρια εγγεγραμμένων. Στις προηγούμενες εκλογές, η αποχή στον πρώτο γύρο είχε φθάσει το 53%, ενώ φέτος η συμμετοχή αναμένεται αυξημένη, προσδίδοντας αβεβαιότητα στο τελικό αποτέλεσμα.
Όπως επισημαίνει ο πολιτικός αναλυτής Γκιγέρμπο Χόλσμαν από το Πανεπιστήμιο Βαλπαραΐσο, «Είναι ένα σενάριο που δεν έχει προηγούμενο και θα εξελιχθεί στη διάρκεια μιας προεδρικής εκλογής», σημειώνοντας τη δυσκολία πρόβλεψης του αποτελέσματος, καθώς οι πρόσφατες δημοσκοπήσεις σε άλλες χώρες της Λατινικής Αμερικής απέτυχαν να προβλέψουν τα τελικά αποτελέσματα.
Ο ίδιος τονίζει πως «οι νέοι ψηφοφόροι δεν σκέπτονται με όρους αριστεράς, δεξιάς ή κέντρου, αλλά με βάση τις αλλαγές που θεωρούν επωφελείς για τους ίδιους».
Παράλληλα με τις προεδρικές εκλογές, διεξάγονται και εκλογές για την πλειονότητα των εδρών του Κογκρέσου. Συγκεκριμένα, εκλέγονται το σύνολο των 155 εδρών της Κάτω Βουλής και 23 από τις 50 έδρες της Γερουσίας.
Ο κυβερνητικός αριστερός συνασπισμός βρίσκεται σε μειοψηφία και στα δύο σώματα. Το αποτέλεσμα των εκλογών ενδέχεται να οδηγήσει τόσο το Κογκρέσο όσο και την προεδρία προς τη δεξιά, για πρώτη φορά μετά το τέλος της δικτατορίας του Αουγκούστο Πινοτσέτ το 1990.