Ένα από τα πλέον αξιοσημείωτα περιστατικά της πολιτικής ζωής του 19ου αιώνα σημειώθηκε στις 28 Ιουλίου 1895, όταν η Βουλή των Ελλήνων βρέθηκε στο επίκεντρο μιας τολμηρής κλοπής. Σύμφωνα με τα δημοσιεύματα της εποχής, άγνωστος δράστης αφαίρεσε το κουδούνι του προεδρείου, το οποίο είχε δωρίσει στη Βουλή ο πρώην πρόεδρος Βασίλειος Βουδούρης.
Η κλοπή πραγματοποιήθηκε στο κτίριο της σημερινής Παλαιάς Βουλής, που σήμερα στεγάζει το Εθνικό Ιστορικό Μουσείο στην πλατεία Κολοκοτρώνη. Ο πρόεδρος της Βουλής, Αλέξανδρος Ζαΐμης, αντέδρασε με έντονη ενόχληση και απείλησε με ομαδικές απολύσεις υπαλλήλων, καθώς ο δράστης έδρασε ανενόχλητος, κάτω από τα μάτια του προσωπικού.
Η υπόθεση απασχόλησε έντονα την αστυνομία, την εισαγγελία και τα μέσα ενημέρωσης της εποχής. Οι αρχές προχώρησαν σε ανακρίσεις, ενώ ερευνήθηκαν ακόμη και φρεάτια για τον εντοπισμό του κλοπιμαίου. Παράλληλα, υπήρξαν εικασίες για το αν ο κλέφτης είχε συνεργούς, αλλά και για το αν το κουδούνι θα κατέληγε εκτός Ελλάδας ή θα πωλούνταν ως μέταλλο.
Η δημοσιότητα που έλαβε το περιστατικό ήταν μεγάλη, παρά τις επιθυμίες των αρχών για διακριτική διερεύνηση. Την ενημέρωση του κοινού ανέλαβαν τότε οι εφημερίδες, με τις ειδήσεις να διαδίδονται γρήγορα μέσω των λούστρων που διαλαλούσαν στους δρόμους τις εσπερινές εκδόσεις.
Όπως ανέφεραν τα σχετικά ρεπορτάζ, η κλοπή χαρακτηρίστηκε ως πρωτοφανής και προκάλεσε τόσο θυμηδία όσο και ανησυχία για τα μέτρα ασφαλείας στη Βουλή. Παρά τις συλλήψεις υπόπτων, μεταξύ των οποίων και υπάλληλοι του καφενείου της Βουλής, οι έρευνες δεν απέδωσαν άμεσα καρπούς. Σύμφωνα με μια εκδοχή, η κλοπή διαπράχθηκε από κλητήρα με σκοπό να ενοχοποιηθεί συνάδελφός του, ενώ η αξία του κώδωνα εκτιμήθηκε στα 270 χρυσά φράγκα.
Ο Τύπος της εποχής σχολίασε σκωπτικά το γεγονός, επισημαίνοντας πως «παν άλλο ημπορούσε να φαντασθώμεν ότι θα εκλέπτετο εκ της Βουλής ή το κουδούνι της», ενώ η υπόθεση αποτέλεσε σημείο αναφοράς για την ανεπάρκεια των μέτρων φύλαξης σε έναν τόσο νευραλγικό θεσμό.