Το υψηλό ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων επιχειρηματικών δανείων και η πυκνότητα των εταιρειών «ζόμπι» -δηλαδή εκείνων των επιχειρήσεων που επί σειρά ετών δυσκολεύονται να αποπληρώσουν τους τόκους των δανείων τους- αποτελούν σημαντικές προκλήσεις για την ελληνική οικονομία, σύμφωνα με σχετική μελέτη του ΙΟΒΕ.
Μόνο το ύψος των εξασφαλίσεων στα κόκκινα επιχειρηματικά δάνεια ανέρχεται στο 9,5% του ΑΕΠ (περίπου 19,8 δισ. ευρώ). Συνεπώς, η ταχύτερη διευθέτηση των προβληματικών δανείων, δύναται να αποδεσμεύσει σημαντικούς χρηματοοικονομικούς και φυσικούς πόρους και η ανακατανομή που θα προκύψει προς πιο παραγωγικές κατευθύνσεις, είναι δυνατό να συμβάλει σε ταχύτερη οικονομική μεγέθυνση.
Τα επιχειρηματικά Μη Εξυπηρετούμενα Ανοίγματα (ΜΕΑ) και ο αριθμός των επιχειρήσεων «ζόμπι» στην Ελλάδα κατέγραψαν σημαντική μείωση μετά την κορύφωσή τους το 2015 και 2013 αντίστοιχα, παραμένουν ωστόσο σε υψηλά επίπεδα, ειδικά σε επιμέρους τομείς δραστηριότητας.
Το εκτιμώμενο ποσοστό των επιχειρήσεων «ζόμπι» εμφάνισε αύξηση από το 10% έως το 18,6% στο χρονικό διάστημα 2005- 2013 και αποκλιμάκωση έκτοτε, έως και 8,9% το 2022. Σε σχέση με την τάξη μεγέθους των επιχειρήσεων βάσει κύκλου εργασιών, παρατηρείται υψηλότερο ποσοστό «ζόμπι» επιχειρήσεων στις πολύ μικρές επιχειρήσεις, με την τάση να είναι πτωτική μετά το 2013 σε όλες τις τάξεις μεγέθους. Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι στην περίοδο 2005-2016, το ποσοστό των επιχειρήσεων «ζόμπι» ήταν υψηλότερο στις επιχειρήσεις μεγάλου μεγέθους σε σχέση με τις
μικρομεσαίες.
Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια στους ισολογισμούς των τραπεζών έχουν υποχωρήσει κατά 85% την περίοδο 2016-2022, από 58 δισ. ευρώ (47% του συνόλου των δανείων προς μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις) το 2015 στα 8,9 δισ. ευρώ (8,1%) το 2022.
Η μεγάλη υποχώρηση των ΜΕΑ οφείλεται σε μεγάλο βαθμό σε διαγραφές, πωλήσεις και τιτλοποιήσεις κατά την περίοδο 2016- 2022 και σε μικρότερο βαθμό σε οργανική βελτίωση. Έτσι, το μεγαλύτερο απόθεμα από τα ΜΕΑ που μετακινήθηκε εκτός τραπεζικών ισολογισμών, βρίσκεται υπό τη διαχείριση των servicers, και ανερχόταν σε 33,4 δισ. ευρώ στο τέλος του 2022. Ως αποτέλεσμα, τα επιχειρηματικά ΜΕΑ στο σύνολο της οικονομίας έχουν υποχωρήσει μόνο κατά 28% την περίοδο 2016-2022, σε περίπου 42 δισ. ευρώ το 2022.

Η παρατεταμένη παρουσία κόκκινων επιχειρηματικών δανείων και εταιρειών «ζόμπι» αποτελούν εμπόδιο στις προοπτικές επενδύσεων και απασχόλησης, ενώ επιδρούν αρνητικά στην παραγωγικότητα και την αποτελεσματική κατανομή των πόρων. Οι επιδράσεις είναι τόσο άμεσες σε επίπεδο εταιρείας, όσο και ευρύτερες σε επίπεδο συνολικής οικονομίας, καθώς διαχέονται σε υγιείς επιχειρήσεις του κάθε τομέα οικονομικής δραστηριότητας, πλήττοντας έτσι τον υγιή ανταγωνισμό στις αγορές προϊόντων και υπηρεσιών.
Τα βασικά ευρήματα
Πέντε είναι τα βασικά ευρήματα από τη μελέτη του ΙΟΒΕ:
* Οι υγιείς επιχειρήσεις εμφανίζουν καλύτερες επιδόσεις από τις εταιρείες «ζόμπι», σε όρους ρυθμού αύξησης επενδύσεων, απασχόλησης, αλλά και επιπέδου παραγωγικότητας.
* Η υψηλή συγκέντρωση κεφαλαίου σε εταιρείες «ζόμπι» επηρεάζει αρνητικά τον ρυθμό αύξησης των επενδύσεων στις υγιείς επιχειρήσεις σε ορισμένους τομείς της οικονομικής δραστηριότητας.
* Η υψηλή συγκέντρωση κεφαλαίου σε εταιρείες «ζόμπι» αναγκάζει τις υγιείς επιχειρήσεις να αυξήσουν το ελάχιστο επίπεδο παραγωγικότητας που απαιτείται για να επιβιώσουν.
* Η υψηλή συγκέντρωση κεφαλαίου σε επιχειρήσεις «ζόμπι» εμποδίζει την ανακατανομή κεφαλαίου σε πιο παραγωγικές επενδύσεις μεταξύ των επιχειρήσεων και τομέων δραστηριότητας.
* Οι νεότερες σε ηλικία και μεγαλύτερες σε μέγεθος επιχειρήσεις εμφανίζουν εν γένει καλύτερες επιδόσεις, σε όρους ρυθμού αύξησης επενδύσεων, απασχόλησης, αλλά και επιπέδου παραγωγικότητας.
Έτσι, πρωτοβουλίες με σκοπό την ταχεία και αποτελεσματική μείωση των ΜΕΑ και του αριθμού των εταιρειών «ζόμπι» αναμένεται να βελτιώσουν την ταχύτητα και το εύρος κάλυψης του επενδυτικού κενού της ελληνικής οικονομίας, καθώς και τη μείωση του ποσοστού ανεργίας.
Στις άμεσες θετικές επιδράσεις από τη μείωση των ΜΕΑ και των «ζόμπι» ξεχωρίζουν οι αναμενόμενοι υψηλότεροι ρυθμοί επενδύσεων, απασχόλησης και παραγωγικότητας στην οικονομία λόγω του υψηλότερου μεριδίου των υγιών επιχειρήσεων.
Στις έμμεσες θετικές επιδράσεις συγκαταλέγονται η βελτίωση των προοπτικών λειτουργίας και ανάπτυξης στις υπάρχουσες υγιείς επιχειρήσεις λόγω απελευθέρωσης χρηματοοικονομικών και φυσικών πόρων και αποτελεσματικότερης κατανομής αυτών στο σύνολο της οικονομίας και εντός επιμέρους τομέων οικονομικής δραστηριότητας προς πιο παραγωγικές κατευθύνσεις.