Η πρόσβαση σε προσιτή στέγη γίνεται ολοένα και πιο δύσκολη για τα ελληνικά νοικοκυριά, σύμφωνα με πρόσφατη ανάλυση που παρουσιάζεται στο νέο τεύχος του Οικονομικού Δελτίου της Τράπεζας της Ελλάδος.
Κατά την περίοδο 2018-2021, σχεδόν το 1/3 των νοικοκυριών δαπανούσε πάνω από το 40% του εισοδήματός του για να καλύψει βασικές στεγαστικές ανάγκες, επιβαρύνοντας σημαντικά τον οικογενειακό προϋπολογισμό.
Στη μελέτη των Νικόλαου Βέττα, Γιώργου Γατόπουλου, Αλέξανδρου Λουκά, Αντώνη Μαυρόπουλου και Σωτήριου Σαπέρα, αναλύονται τα δεδομένα της Eurostat για το 2023, τα οποία τοποθετούν την Ελλάδα στη δυσμενέστερη θέση πανευρωπαϊκά όσον αφορά την προσιτότητα κατοικίας.
Συγκεκριμένα, στις αστικές περιοχές, το 1/3 σχεδόν των νοικοκυριών καταγράφεται να δαπανά πάνω από το 40% του διαθέσιμου εισοδήματός του για έξοδα που σχετίζονται με τη στέγαση, όπως ενοίκια, λογαριασμοί κοινής ωφέλειας, δόσεις στεγαστικών δανείων και τέλη.
Οι πιέσεις εντείνονται λόγω των συνεχιζόμενων αυξήσεων στις τιμές ακινήτων και το κόστος ενέργειας, σε συνδυασμό με το διατηρούμενα υψηλό κόστος δανεισμού.
Την ίδια στιγμή, οι δημόσιες δαπάνες για στέγαση στην Ελλάδα παραμένουν από τις χαμηλότερες στην Ευρωπαϊκή Ένωση ως ποσοστό του ΑΕΠ (βάσει στοιχείων 2022), περιορίζοντας τις δυνατότητες κρατικής παρέμβασης.
Ο συνδυασμός αυτών των παραμέτρων θέτει το ζήτημα της προσιτής στέγασης στο επίκεντρο των κοινωνικοοικονομικών προκλήσεων.
Όπως αναδεικνύει η έρευνα, η συνεχιζόμενη αύξηση του στεγαστικού κόστους και η ανελαστικότητα της ζήτησης υποχρεώνουν τα νοικοκυριά να περιορίσουν τα υπόλοιπα καταναλωτικά τους έξοδα, γεγονός που επιβραδύνει την αποταμίευση και επηρεάζει την επενδυτική δραστηριότητα της πραγματικής οικονομίας αλλά και του χρηματοπιστωτικού τομέα.
Η δυσκολία πρόσβασης σε προσιτή στέγη είναι εντονότερη στα αστικά κέντρα σε σύγκριση με τις ημιαστικές και αγροτικές περιοχές. Ένας κομβικός παράγοντας αποτελεί η αναλογία ενοικιαστών, που είναι σαφώς υψηλότερη στις μεγάλες πόλεις.
Επιπλέον, τα ποσοστά υπερεπιβάρυνσης εμφανίζουν ακόμη μεγαλύτερη διακύμανση εντός των περιφερειακών ενοτήτων καθώς και μεταξύ Αθήνας, Θεσσαλονίκης, Νοτίου Αιγαίου, Ηπείρου και Κεντρικής Μακεδονίας. Αυτό το γεγονός εντείνει την εισοδηματική ανισότητα και τη γεωγραφική ετερογένεια.
Η μελέτη επισημαίνει επίσης ότι οι βασικοί παράγοντες που συνέβαλαν στην επιδείνωση της κατάστασης περιλαμβάνουν: την άνοδο του ενεργειακού κόστους, τη μεταβολή στο καθεστώς κατοικίας (ιδιοκατοίκηση έναντι μίσθωσης) αλλά και τις μεταβολές στη σύνθεση των νοικοκυριών. Αυτές οι δομικές αλλαγές ενίσχυσαν τις διαφορές μεταξύ περιοχών και βάρυναν κυρίως τους οικονομικά ευάλωτους.
Σύμφωνα με τα συμπεράσματα, το ζήτημα της προσιτής στέγασης:
- Έχει άμεση σχέση με το ιδιοκτησιακό καθεστώς της κατοικίας, καθώς περίπου το 60% των ενοικιαστών δαπανούν πάνω από το 40% του εισοδήματός τους για στέγαση και στους δύο κύκλους της έρευνας.
- Πλήττει δυσανάλογα τα νεότερα νοικοκυριά και όσους επικεφαλής νοικοκυριού είναι άνεργοι.
- Εξαρτάται από την οικογενειακή κατάσταση και το μέγεθος του νοικοκυριού.
Η συνεχιζόμενη αύξηση του κόστους στέγης σε συνδυασμό με τη χαμηλή κρατική υποστήριξη, καθιστά σαφές ότι η ενίσχυση της προσιτότητας στη στέγαση αποτελεί προτεραιότητα για τη διασφάλιση της κοινωνικής συνοχής και τη σταθερότητα στην οικονομία.