Το αποκατεστημένο Ανάκτορο της Αρχαίας Πέλλας, γενέτειρας του Μεγάλου Αλεξάνδρου, παραδόθηκε επίσημα στην τοπική κοινωνία και στους επισκέπτες, σύμφωνα με ανακοίνωση του Υπουργείου Πολιτισμού.
Η αποκατάσταση και ανάδειξη του σημαντικού αυτού αρχαιολογικού χώρου στη Μακεδονία αποτελεί έργο υψηλής ιστορικής και πολιτιστικής αξίας, ενισχύοντας τη θέση της Πέλλας στον χάρτη των αρχαιολογικών προορισμών που φωτίζουν την ιστορία του μακεδονικού βασιλείου.
Το έργο περιλάμβανε τη συντήρηση και αποκατάσταση του Ανακτόρου, της μνημειακής εισόδου, της παλαίστρας και της κολυμβητικής δεξαμενής, καθώς και τη δημιουργία νέας εισόδου, διαδρομών περιήγησης, κτηρίου υποδοχής και κέντρου πληροφόρησης.
Ο συνολικός προϋπολογισμός ανήλθε σε περίπου 3,5 εκατ. ευρώ, με χρηματοδότηση από το ΠΕΠ Κεντρικής Μακεδονίας ΕΣΠΑ 2014-2020, το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας και το Εθνικό Πρόγραμμα Ανάπτυξης του Υπουργείου Πολιτισμού.
Η υπουργός Πολιτισμού, Λίνα Μενδώνη, τόνισε κατά τα εγκαίνια τη σημασία του έργου, υπογραμμίζοντας ότι το Ανάκτορο της Πέλλας αποτελεί μοναδικό μνημείο σε μέγεθος και πολυπλοκότητα, σύμβολο της ισχύος και της πολιτικής εξουσίας των Μακεδόνων βασιλέων.
Επεσήμανε την ανάγκη για ένα ενιαίο πρόγραμμα προβολής των ιστορικών τόπων της περιοχής, με σύγχρονα εργαλεία περιήγησης και ιστορικής κατανόησης, που θα υπηρετεί τόσο την υπεράσπιση της ιστορικής αλήθειας όσο και τις ανάγκες της σύγχρονης κοινωνίας.
Με αφορμή την ολοκλήρωση του έργου, στο Αρχαιολογικό Μουσείο Πέλλας παρουσιάστηκαν για πρώτη φορά δύο αγάλματα της ελληνιστικής περιόδου, τα οποία αποκαλύφθηκαν το 2015 στην Αρχαία Αγορά της Πέλλας.
Επιπλέον, η υπουργός επισκέφθηκε τα εργαστήρια παραγωγής αντιγράφων του ΟΔΑΠ, εκφράζοντας την πρόθεση να αξιοποιηθούν περαιτέρω οι δομές αυτές ως ανοικτά εργαστήρια πολιτιστικής και εκπαιδευτικής χρήσης.
Ιστορική και αρχιτεκτονική σημασία του Ανακτόρου
Το Ανάκτορο της Αρχαίας Πέλλας είναι χτισμένο σε πλάτωμα λόφου βόρεια της πόλης, σε στρατηγική θέση που επέτρεπε τον έλεγχο της ευρύτερης περιοχής, της λιμνοθάλασσας, του αρχαίου λιμανιού και των οδικών αρτηριών.
Την εποχή της ακμής της, η θάλασσα βρισκόταν πολύ κοντά, καθιστώντας την Πέλλα σχεδόν παραθαλάσσια πόλη.
Η έκταση του Ανακτόρου ανέρχεται σε περίπου 70 στρέμματα και περιλάμβανε επτά κτήρια, δομημένα σε κλιμακωτά άνδηρα, τα οποία συνδέονταν με διαδρόμους και κλίμακες.
Η μνημειακή είσοδος πραγματοποιούνταν μέσω Προπύλου, πλαισιωμένου από δωρικές στοές, ενώ τα σημαντικότερα κτήρια στέγαζαν βασιλικές δραστηριότητες, συμπόσια και συνεδριάσεις του Συμβουλίου των Μακεδόνων.
Βορειότερα βρίσκονταν τα βασιλικά διαμερίσματα, η παλαίστρα και το κολέγιο για την άσκηση των βασιλόπαιδων και των γόνων σημαντικών οικογενειών, καθώς και χώροι διαμονής αξιωματικών και βοηθητικές εγκαταστάσεις.
Μετά την ήττα των Μακεδόνων από τους Ρωμαίους το 168 π.Χ., το Ανάκτορο λεηλατήθηκε, αλλά δεν καταστράφηκε ούτε ξαναχτίστηκε.
Κατά τους βυζαντινούς χρόνους χρησιμοποιήθηκε για αγροτικές κατασκευές, ενώ μεταγενέστερα υπέστη εκτεταμένη λιθοκλοπή, γεγονός που δυσχεραίνει σήμερα την πλήρη ανάγνωσή του.
Το 2015 εκπονήθηκε master plan για την ανάδειξη του συνόλου του Ανακτόρου.
Το έργο που ξεκίνησε το 2020 επικεντρώθηκε στην αποκατάσταση των βασιλικών διαμερισμάτων, του Προπύλου, της κολυμβητικής δεξαμενής και της παλαίστρας, καθώς και στη διαμόρφωση νέων διαδρομών, χώρων ανάπαυσης και προδιαγραφών καθολικής προσβασιμότητας.
Η ανάδειξη των κτηρίων πραγματοποιήθηκε κυρίως στο επίπεδο της θεμελίωσης, με περιορισμένες συμπληρώσεις όπου κρίθηκε απαραίτητο για την κατανόηση της δομής.