Σε μια συμφωνία-πλαίσιο για το εμπόριο κατέληξαν η Ευρωπαϊκή Ένωση και οι Ηνωμένες Πολιτείες, αποτρέποντας μια επικίνδυνη κλιμάκωση δασμών και εμπορικών αντιποίνων που θα έπλητταν αμφότερες τις πλευρές, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Deutsche Bank και της ING.
Ενώ η συμφωνία χαρακτηρίζεται ως "τεράστια" από την πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, και ως "η μεγαλύτερη συμφωνία που έγινε ποτέ" από τον πρόεδρο των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, οι αναλυτές επισημαίνουν ότι η ΕΕ αναγκάστηκε σε σημαντικές παραχωρήσεις, με την πραγματική οικονομική επιβάρυνση να είναι πιο σύνθετη από όσο αρχικά εμφανίζεται.
Οι βασικές παραχωρήσεις της ΕΕ
Η Deutsche Bank αναφέρει πως η ΕΕ, για να αποφύγει μια εμπορική ρήξη, προχώρησε σε ένα τριπλό "πακέτο" παραχωρήσεων προς τις ΗΠΑ:
- Δασμοί 15%: Η ΕΕ αποδέχτηκε ένα μέσο όρο δασμών 15% στις περισσότερες εξαγωγές της προς τις ΗΠΑ. Αν και αυτό είναι χαμηλότερο από τις αρχικές απειλές των ΗΠΑ (30% ή και 50%), αποτελεί μια σημαντική υποχώρηση. Σημειώνεται πως χάλυβας, αλουμίνιο και φαρμακευτικά προϊόντα φαίνεται να εξαιρούνται από αυτούς τους δασμούς.
- Αγορές ύψους 750 δισ. δολ: Η ΕΕ δεσμεύτηκε να προχωρήσει σε αγορές συνολικού ύψους 750 δισ. δολαρίων από τις ΗΠΑ μέσα σε τρία χρόνια (περίπου 250 δισ. τον χρόνο). Αυτό περιλαμβάνει κυρίως ενεργειακά προϊόντα (LNG, πετρέλαιο και πυρηνικά καύσιμα) και τεχνολογικά αγαθά όπως τσιπ τεχνητής νοημοσύνης. Οι αναλυτές της Deutsche Bank κρίνουν αυτόν τον στόχο ιδιαίτερα φιλόδοξο, καθώς οι ενεργειακές εισαγωγές της ΕΕ από τις ΗΠΑ το 2024 ανήλθαν σε μόλις 73 δισ. δολάρια. Ωστόσο, εκτιμούν ότι το «κενό» μπορεί να καλυφθεί από αυξημένες εισαγωγές τσιπ τεχνητής νοημοσύνης, των οποίων οι τιμές αυξάνονται ραγδαία και οι ανάγκες της ΕΕ είναι αυξημένες λόγω των επενδύσεων σε νέα "AI gigafactories".
- Ιδιωτικές επενδύσεις 600 δισ. δολ. στις ΗΠΑ: Η ΕΕ δεσμεύτηκε επίσης για επενδύσεις 600 δισ. δολαρίων στις ΗΠΑ. Η Deutsche Bank διευκρινίζει πως αυτό το ποσό προέρχεται αποκλειστικά από ιδιωτικές εταιρείες και αντιστοιχεί σε περίπου 4,5 χρόνια μέσων ροών άμεσων επενδύσεων από την ΕΕ προς τις ΗΠΑ. Επομένως, δεν πρόκειται για νέα επιβάρυνση ή εκτροπή κεφαλαίων από την ευρωπαϊκή οικονομία, αλλά έχει κυρίως συμβολικό και πολιτικό χαρακτήρα.
- Αγορές αμερικανικού στρατιωτικού εξοπλισμού: Η συμφωνία προβλέπει την αγορά αμερικανικού αμυντικού εξοπλισμού αξίας «εκατοντάδων δισ. δολαρίων». Η Deutsche Bank σημειώνει ότι αυτή δεν αποτελεί νέα δέσμευση, καθώς η ΕΕ ήδη αγόρασε σημαντικό αμυντικό υλικό από τις ΗΠΑ την περίοδο 2022-2024 και οι αγορές αναμένεται να συνεχιστούν λόγω τεχνολογικής υπεροχής και επιχειρησιακής διαλειτουργικότητας, εν αναμονή της ενίσχυσης της εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας.
Πιθανές επιπτώσεις στο ΑΕΠ και ανοιχτά ζητήματα
Η Deutsche Bank εκτιμά ότι η άμεση οικονομική επίπτωση της συμφωνίας στο ΑΕΠ της Ευρωζώνης θα είναι διαχειρίσιμη, αντιστοιχώντας σε απώλεια περίπου 0,5% του ΑΕΠ συνολικά στο διάστημα 2025–2027 (περίπου 0,17% ετησίως).
Το πραγματικό κόστος ωστόσο ενδέχεται να αποδειχθεί μικρότερο, καθώς πολλές από τις συμφωνηθείσες αγορές και επενδύσεις πιθανόν να γίνονταν ούτως ή άλλως, ενώ η σταθεροποίηση του εμπορικού περιβάλλοντος αναμένεται να ενισχύσει την εμπιστοσύνη.
Η ING επισημαίνει ότι, παρά την ανακούφιση που φέρνει η αποφυγή ενός χειρότερου σεναρίου, η συμφωνία είναι προς το παρόν πολιτική και όχι νομική.
Δεν υπάρχει ακόμη γραπτό κείμενο, κάτι που απαιτεί προσοχή. Τα επόμενα βήματα περιλαμβάνουν τη σύνταξη και υπογραφή μιας γραπτής πολιτικής συμφωνίας, όπου θα αποσαφηνιστούν κρίσιμα σημεία όπως οι τελικές λίστες προϊόντων που εξαιρούνται από δασμούς και η διαχείριση ανοιχτών θεμάτων.
Ακολουθεί η νομοθετική διαδικασία στην ΕΕ για την εφαρμογή της συμφωνίας, η οποία απαιτεί ειδική πλειοψηφία στο Συμβούλιο Υπουργών και απλή πλειοψηφία στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.
Ενώ η συμφωνία ΕΕ - ΗΠΑ αποτρέπει μια άμεση εμπορική σύγκρουση και προσφέρει κάποια ανακούφιση, οι λεπτομέρειες των παραχωρήσεων της ΕΕ και η διαδικασία οριστικοποίησης της συμφωνίας παραμένουν κρίσιμες για την τελική της αξιολόγηση. Όπως τονίζει, άλλωστε, η ING, «σε ό,τι αφορά το εμπόριο, μόνο μια υπογεγραμμένη συμφωνία είναι μια συμφωνία».