Ιστορική ανατροπή στις αγορές ομολόγων καθώς για πρώτη φορά, η Γαλλία δανείζεται ακριβότερα από την Ιταλία. Η πολιτική αστάθεια στη Γαλλία και το διογκούμενο δημοσιονομικό έλλειμμα, σηματοδοτεί μια καμπή για τη δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία της ευρωζώνης.
Η παραίτηση του πρωθυπουργού Φρανσουά Μπαϊρού, οι ανησυχίες για το χρέος και οι δυσκολίες στην ψήφιση προϋπολογισμού σε ένα κατακερματισμένο κοινοβούλιο συντηρούν την αβεβαιότητα, ενώ την ίδια ώρα η Ρώμη εμφανίζει αξιοσημείωτη σταθερότητα υπό την Τζόρτζια Μελόνι.
Οι αναλυτές προειδοποιούν ότι τώρα ξεκινά η πιο δύσκολη φάση για τη Γαλλία – και πιθανόν για ολόκληρη την Ευρώπη. Η πολιτική παράλυση στο Παρίσι έχει ήδη κοστίσει στις αγορές, οι οποίες σε μεγάλο βαθμό έχουν αποτιμήσει το «γαλλικό χάος», χωρίς να αποκλείεται όμως ο κίνδυνος μιας χρηματοπιστωτικής κρίσης εάν συνεχιστεί η απόρριψη της δημοσιονομικής σύνεσης. Κάποιοι μάλιστα δεν διστάζουν να μιλήσουν για ένα ενδεχόμενο déjà vu της Ελλάδας του 2015, όταν οι αγορές επιτέθηκαν μαζικά επί κυβέρνησης Τσίπρα.
Πιο ακριβά τα γαλλικά ομόλογα από τα ιταλικά για πρώτη φορά
Για πρώτη φορά από την ίδρυση της ευρωζώνης, οι αποδόσεις των 10ετών γαλλικών ομολόγων ξεπέρασαν τις αντίστοιχες ιταλικές, γεγονός που αναδεικνύει πόσο έχουν αλλάξει οι ισορροπίες στις αγορές χρέους της περιοχής. Αν και η ανατροπή αποδίδεται εν μέρει σε τεχνικούς λόγους — το νέο γαλλικό ομόλογο αναφοράς λήγει αργότερα από το ιταλικό αντίστοιχο — η πραγματικότητα είναι πως η Γαλλία βρίσκεται αντιμέτωπη με αυξανόμενη δυσπιστία επενδυτών λόγω του εκτροχιασμένου ελλείμματος.
Η εικόνα είναι εντυπωσιακή: η Ιταλία, που στο παρελθόν θεωρούνταν το «μαύρο πρόβατο» της ευρωζώνης, έχει κατορθώσει να βελτιώσει το επενδυτικό της προφίλ. Τα χρόνια που ακολούθησαν την κρίση χρέους του 2012, οι Ιταλοί αναγκάζονταν να πληρώνουν έως και τέσσερις ποσοστιαίες μονάδες παραπάνω σε σχέση με τη Γαλλία για να δανειστούν. Σήμερα, με τη Ρώμη να αποπνέει σχετική σταθερότητα υπό την πρωθυπουργό Τζόρτζια Μελόνι και με κινήσεις για περιορισμό του χρέους, η εικόνα έχει ανατραπεί.
Αντίθετα, στη Γαλλία η πολιτική κρίση βαθαίνει. Ο πρωθυπουργός Φρανσουά Μπαϊρού ετοιμάζεται να παραιτηθεί μετά την απώλεια ψήφου εμπιστοσύνης, αφήνοντας τον πρόεδρο Εμανουέλ Μακρόν να αναζητεί τον πέμπτο πρωθυπουργό σε λιγότερο από δύο χρόνια. Η αδυναμία να σχηματιστεί σταθερή κοινοβουλευτική πλειοψηφία και να εγκριθεί προϋπολογισμός έχει ήδη πλήξει σοβαρά την εικόνα της χώρας στις αγορές.
Η ανησυχία των επενδυτών αντικατοπτρίζεται στις αποδόσεις: τα γαλλικά ομόλογα συγκαταλέγονται πλέον στα πιο «ακριβά» της ευρωζώνης, έχοντας ξεπεράσει σε απόδοση ακόμη και χώρες όπως η Ελλάδα και η Πορτογαλία. Όπως σημειώνουν αναλυτές, ακόμη και αν το νέο ομόλογο αναφοράς φέρει μεγαλύτερο ρίσκο λόγω διάρκειας, η ουσία παραμένει: η Γαλλία θεωρείται σήμερα πιο επικίνδυνη για τις αγορές απ’ ό,τι η Ιταλία.
«Η Γαλλία δύσκολα θα ξεπεράσει γρήγορα τα πολιτικά και δημοσιονομικά της προβλήματα», σχολιάζουν οι ειδικοί, εκτιμώντας ότι η επόμενη κυβέρνηση θα είναι απλώς μεταβατική. Για τους επενδυτές, ο πραγματικός φόβος είναι ότι η κοινωνία δεν δείχνει διάθεση να συσπειρωθεί γύρω από μια πλειοψηφία ούτε να αναλάβει δράση απέναντι στη συνεχιζόμενη δημοσιονομική επιδείνωση.
Πως βλέπουν οι διεθνείς οίκοι την κρίση στη Γαλλία
Berenberg: Η πολιτική παράλυση και το ρίσκο
Η Berenberg σημειώνει ότι η πολιτική αβεβαιότητα στη Γαλλία δημιουργεί εμπόδια όχι μόνο για την ίδια τη χώρα, αλλά και για την Ευρώπη, η οποία δυσκολεύεται ακόμη περισσότερο να αντισταθεί στις πιέσεις από τον Ντόναλντ Τραμπ και τον Βλαντίμιρ Πούτιν. Ο Εμανουέλ Μακρόν διατηρεί τον έλεγχο της εξωτερικής πολιτικής, αλλά στα οικονομικά έχει ουσιαστικά χάσει τη δύναμη επιρροής του.
Η τράπεζα θεωρεί πιθανές υποβαθμίσεις της πιστοληπτικής ικανότητας της Γαλλίας, ίσως ακόμη και από τη Fitch εντός ημερών, χωρίς όμως να αποτελούν μεγάλη έκπληξη για τις αγορές. Μια αληθινή κρίση χρέους θεωρείται μάλλον απίθανη, χάρη στο ισορροπημένο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Ωστόσο, αν οι Σοσιαλιστές συνεχίσουν να μπλοκάρουν κάθε ρεαλιστικό σχέδιο, τότε ο κίνδυνος θα μπορούσε να αυξηθεί.
Η Κριστίν Λαγκάρντ θα χρειαστεί προσεκτική ισορροπία στις δηλώσεις της, αποφεύγοντας αφενός να αφήσει υπόνοιες για διάσωση της Γαλλίας, αφετέρου να στείλει μήνυμα σκληρής γραμμής που θα τρομάξει περαιτέρω τις αγορές.
Κατά την Berenberg, οι αγορές προεξοφλούν ότι ο Μακρόν θα διορίσει νέο πρωθυπουργό τις επόμενες ημέρες. Ο διάδοχος θα έχει μπροστά του ένα θερμό φθινόπωρο, με προγραμματισμένες διαδηλώσεις κατά της λιτότητας στις 10 και 18 Σεπτεμβρίου. Το πιθανότερο είναι να επιχειρηθεί συμβιβασμός με τους Σοσιαλιστές ώστε να περάσει ο προϋπολογισμός.
Η οικονομία αναμένεται να συνεχίσει με χαμηλή ανάπτυξη, αυξημένα spreads και περιορισμένη δημοσιονομική διόρθωση, ενώ δεν αποκλείεται μερική χαλάρωση στη μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού.
Ο κίνδυνος και το «ακραίο σενάριο»
Αν δεν υπάρξει συνεννόηση, το κοινοβούλιο θα απορρίπτει διαρκώς τους εκλεκτούς του Μακρόν, οδηγώντας σε νέες εκλογές. Το πιθανότερο είναι πως αυτό δεν θα αλλάξει τον συσχετισμό δυνάμεων, πέρα από την ενίσχυση του ακροδεξιού Εθνικού Συναγερμού της Μαρίν Λεπέν.
Το ακραίο σενάριο αφορά μια πιθανή νίκη της Λεπέν είτε σε πρόωρες εκλογές είτε στις προεδρικές του 2027. Εάν επιχειρήσει να εφαρμόσει ανεφάρμοστο πρόγραμμα, οι αγορές θα μπορούσαν να αρνηθούν να χρηματοδοτήσουν το γαλλικό κράτος, αναγκάζοντάς το σε στροφή 180 μοιρών – όπως συνέβη με τον Αλέξη Τσίπρα το 2015 στην Ελλάδα.
Deutsche Bank: «Και τώρα τα δύσκολα»
Η Deutsche Bank βλέπει μια νέα περίοδο αβεβαιότητας μετά την παραίτηση Μπαϊρού. Ο Μακρόν, λέει, θα επιχειρήσει να ορίσει νέο πρωθυπουργό χωρίς να προσφύγει άμεσα σε εκλογές. Ο προϋπολογισμός πρέπει να φτάσει στη Βουλή μέχρι τις 7 Οκτωβρίου, με διαδικασία 70 ημερών για να εγκριθεί, διαφορετικά θα ενεργοποιηθεί μηχανισμός προσωρινών διατάξεων που θα σημαίνει πιο χαλαρή δημοσιονομική πολιτική.
Η τράπεζα εντοπίζει ήδη ρωγμές στον κυβερνητικό συνασπισμό, καθώς ο Μπαϊρού δεν κατάφερε να συγκεντρώσει όλες τις αναμενόμενες ψήφους. Το νέο κυβερνητικό σχήμα θα έχει περιορισμένα περιθώρια κινήσεων, ενώ οι πιθανές τροπολογίες για τον προϋπολογισμό θα καθορίσουν τον τελικό συμβιβασμό.
UBS: Χώρος για συμβιβασμό
Η UBS εκτιμά ότι ο Μακρόν θα αποφύγει τη διάλυση της Βουλής. Η νέα κυβέρνηση θα κληθεί να ισορροπήσει ανάμεσα στον στόχο μείωσης του ελλείμματος στο 4,6% του ΑΕΠ έως το 2026 και τις απαιτήσεις των Σοσιαλιστών. Ο οίκος θεωρεί πως υπάρχει περιθώριο συμβιβασμού, πιθανώς με μικρότερες περικοπές και μετριοπαθέστερα μέτρα.
Παρά ταύτα, το μεσοπρόθεσμο σενάριο δεν αλλάζει: η Γαλλία θα παραμείνει με ένα από τα υψηλότερα ελλείμματα στην ευρωζώνη και σε Διαδικασία Υπερβολικού Ελλείμματος μέχρι το 2029.
UniCredit: Πολιτική κρίση χωρίς εύκολη λύση
Η UniCredit εκτιμά ότι είναι αναπόφευκτες νέες βουλευτικές εκλογές. Το ακροδεξιό RN αναμένεται να αυξήσει τις έδρες του, χωρίς όμως να εξασφαλίσει αυτοδυναμία. Έτσι, η Γαλλία θα παραμείνει πολιτικά κατακερματισμένη.
Σε ό,τι αφορά τις αγορές, η UniCredit θεωρεί ότι η ήττα του Μπαϊρού ήταν αναμενόμενη και επομένως η αντίδραση στο spread θα είναι περιορισμένη. Αν ο Μακρόν σχηματίσει σταθερή κυβέρνηση, το spread μπορεί να περιοριστεί, αλλά σε περίπτωση πρόωρων εκλογών θα ξεπεράσει τις 90 μονάδες βάσης.