Η βιομηχανία ηλεκτρικών οχημάτων στην Κίνα, που μέχρι πριν λίγα χρόνια φάνταζε ως η ατμομηχανή της ανάπτυξης, βρίσκεται πλέον αντιμέτωπη με τις συνέπειες της υπερπαραγωγής και της μεγάλης μάχης στις τιμές.
Το φαινόμενο έχει οδηγήσει σε έντονο προβληματισμό για το μέλλον της κινεζικής οικονομίας, αλλά και σε αυξανόμενες εντάσεις με τους εμπορικούς εταίρους της χώρας.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της συμβουλευτικής εταιρείας AlixPartners, ο αριθμός των εταιρειών που δραστηριοποιούνται στην αγορά ηλεκτρικών και υβριδικών οχημάτων στην Κίνα έχει μειωθεί από περίπου 500 σε μόλις 129. Ωστόσο, μόνο μια δωδεκάδα αναμένεται να παραμείνει βιώσιμη έως το τέλος της δεκαετίας.
Αυτό οφείλεται στο ότι πολύ περισσότερα αυτοκίνητα από όσα μπορεί να απορροφήσει η ζήτηση. Η επιθετική πολιτική εκπτώσεων, γνωστή στην Κίνα με τον όρο «neijuan» (involution), έχει οδηγήσει σε μια αυτοκαταστροφική εσωτερική «κούρσα» που μειώνει ολοένα και περισσότερο τα περιθώρια κέρδους.
«Η υπερβολική παραγωγή δημιουργεί πίεση σε όλο το οικονομικό οικοσύστημα και συμβάλλει στις αποπληθωριστικές πιέσεις», σημειώνει Κινέζος αξιωματούχος που μίλησε στο Bloomberg υπό καθεστώς ανωνυμίας.
Η εξάρτηση των τοπικών κυβερνήσεων από τη βιομηχανία εντάθηκε μετά την κρίση στην αγορά ακινήτων, με τις αρχές να στηρίζουν γενναιόδωρα νέες παραγωγικές μονάδες στους «τρείς νέους πυλώνες» ανάπτυξης: ηλεκτρικά οχήματα, μπαταρίες και φωτοβολταϊκά.
Έρευνα του ΔΝΤ εκτιμά ότι τα κίνητρα προς τους στρατηγικούς κλάδους ανέρχονταν σε περίπου 4% του ΑΕΠ ετησίως την τελευταία δεκαετία. Το αποτέλεσμα ήταν η Κίνα να κυριαρχήσει σε παγκόσμιες αλυσίδες αξίας, κατέχοντας σχεδόν το 80% της παραγωγικής ικανότητας σε φωτοβολταϊκά. Ωστόσο, η παραγωγή ξεπέρασε τη ζήτηση, οδηγώντας πολλές εταιρείες σε ζημιές.
Οι χαμηλές τιμές μπορεί να μοιάζουν ευνοϊκές για τους καταναλωτές, ωστόσο απειλούν τις ίδιες τις επιχειρήσεις με συρρίκνωση κερδών και απολύσεις. Η μείωση εισοδημάτων, με τη σειρά της, περιορίζει την κατανάλωση, εγκλωβίζοντας την οικονομία σε φαύλο κύκλο.
«Αν οι πολίτες αναβάλουν αγορές περιμένοντας νέες μειώσεις, τότε η ύφεση βαθαίνει», εξηγεί ο οικονομολόγος Λιου Τζιανγκ. Ήδη, η Κίνα καταγράφει το μεγαλύτερο διάστημα αποπληθωρισμού από τη δεκαετία του 1990, με τον δείκτη τιμών ΑΕΠ να υποχωρεί επί εννέα συνεχόμενα τρίμηνα.
Η ηγεσία του Σι Τζινπίνγκ έχει δεσμευθεί να περιορίσει τον «αθέμιτο» ανταγωνισμό. Στον κλάδο της αυτοκινητοβιομηχανίας, οι εταιρείες κλήθηκαν να αυτορρυθμιστούν, αποφεύγοντας εξωφρενικές εκπτώσεις. Ωστόσο, οι 20 κορυφαίες εταιρείες διατήρησαν ή και αύξησαν τις προσφορές τους.
Στον τομέα της ενέργειας, η κυβέρνηση σχεδιάζει λουκέτα σε παρωχημένα εργοστάσια πετροχημικών και αναβάθμιση μονάδων με στόχο τις «πράσινες» εφαρμογές. Παράλληλα, κινείται στην ενίσχυση της κατανάλωσης με προγράμματα επιδότησης για την αντικατάσταση παλιών ηλεκτρικών συσκευών.
Η υπερπαραγωγή δεν περιορίζεται στο εσωτερικό. Οι Κινέζοι παραγωγοί αναζητούν αγορές στο εξωτερικό, προκαλώντας αντιδράσεις. Οι εξαγωγές προς τις ΗΠΑ μειώθηκαν κατά ένα τρίτο λόγω των νέων δασμών του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ, ωστόσο οι συνολικές πωλήσεις αυξήθηκαν χάρη στις αγορές της Ασίας, της ΕΕ και της Αφρικής.
Το εμπορικό πλεόνασμα της Κίνας ενδέχεται να ξεπεράσει το 1,2 τρισ. δολάρια το 2025, επίπεδο που ανησυχεί εταίρους που εξετάζουν μέτρα προστατευτισμού. «Οι κινεζικές εξαγωγές απειλούν τη βιωσιμότητα βιομηχανιών στη Δύση», προειδοποιεί Ευρωπαίος διπλωμάτης.
Παρά τα προβλήματα, το Πεκίνο επιμένει στον στρατηγικό του στόχο να ηγηθεί σε κρίσιμους τεχνολογικούς τομείς. Το πρόγραμμα «Made in 2025» ήδη ανέδειξε την Κίνα σε παγκόσμιο ηγέτη στα φωτοβολταϊκά, τα ηλεκτρικά οχήματα και τις μπαταρίες. Η επόμενη φάση στοχεύει στην αυτάρκεια σε ημιαγωγούς, σε μια μάχη με τις ΗΠΑ για την κυριαρχία στις τεχνολογίες του μέλλοντος.
«Η Κίνα θέλει να μείνει το “εργοστάσιο του κόσμου” αλλά με έμφαση στην υψηλή τεχνολογία», τονίζει ο αναλυτής Γουάνγκ Γουέι. Το αν θα τα καταφέρει χωρίς να προκαλέσει παγκόσμιες αναταράξεις, παραμένει ανοιχτό ερώτημα.