Νέος εισαγγελέας ανέλαβε σήμερα την υπόθεση που αφορά την παράνομη απόπειρα ανατροπής του εκλογικού αποτελέσματος στις προεδρικές εκλογές του 2020 στην Πολιτεία της Τζόρτζια, με πρωταγωνιστή τον Ντόναλντ Τραμπ και άλλους 14 κατηγορούμενους. Η συγκεκριμένη εξέλιξη αποτρέπει την οριστική αρχειοθέτηση της υπόθεσης, σύμφωνα με σχετική ανακοίνωση των τοπικών αρχών.
Παρότι ο Ντόναλντ Τραμπ, ως εν ενεργεία πρόεδρος των ΗΠΑ, δεν μπορεί να δικαστεί, το ίδιο δεν ισχύει για τους συγκατηγορούμενούς του, όπως ο πρώην δικηγόρος του, Ρούντι Τζουλιάνι, και ο πρώην προσωπάρχης του Λευκού Οίκου, Μαρκ Μίντοους. Την προηγούμενη εβδομάδα, ο Τραμπ παραχώρησε προληπτικές και συμβολικές χάρες σε 77 άτομα που φέρονται να εμπλέκονται σε ενέργειες ανατροπής των εκλογικών αποτελεσμάτων του 2020.
Στις χάρες συμπεριλαμβάνονται οι Τζουλιάνι και Μίντοους, ωστόσο αυτές αφορούν μόνο την ομοσπονδιακή δικαιοσύνη και δεν καλύπτουν τις πολιτειακές αρχές. Τον Δεκέμβριο του 2024, μετά την επανεκλογή του Τραμπ, οι δικαστικές αρχές της Τζόρτζια απομάκρυναν την εισαγγελέα Φάνι Γουίλις από την υπόθεση λόγω προσωπικής σχέσης με μέλος της ερευνητικής ομάδας, χωρίς όμως να προχωρήσουν σε αρχειοθέτηση, όπως ζητούσαν οι κατηγορούμενοι.
Η εισαγγελία είχε προθεσμία έως σήμερα για τον ορισμό νέου εισαγγελέα, διαφορετικά η διαδικασία θα ακυρωνόταν. Ο Πίτερ Σκανδαλάκης, στέλεχος της εισαγγελίας, δήλωσε ότι ανέλαβε ο ίδιος την υπόθεση μετά από αποτυχία να βρεθεί άλλος διαθέσιμος εισαγγελέας. Όπως ανέφερε, «αν και θα ήταν απλό να αφήσουμε να περάσει η διορία (…) ή να ενημερώσουμε το δικαστήριο ότι δεν βρέθηκε κανείς εισαγγελέας, επιτρέποντας έτσι να μπει η υπόθεση στο αρχείο, θεώρησα ότι αυτός δεν ήταν ο σωστός τρόπος». Επισήμανε επίσης πως μοναδικός στόχος του είναι η σωστή, δίκαιη και διαφανής διαχείριση της υπόθεσης.
Σημειώνεται ότι οι δύο ομοσπονδιακές υποθέσεις κατά του Τραμπ, για παράνομη απόπειρα ανατροπής του εκλογικού αποτελέσματος και για παρακράτηση απόρρητων εγγράφων μετά την αποχώρησή του από τον Λευκό Οίκο, τέθηκαν στο αρχείο μετά την επανεκλογή του τον Νοέμβριο του 2024. Το υπουργείο Δικαιοσύνης τόνισε ότι η πολιτική μη δίωξης εν ενεργεία προέδρου, που εφαρμόζεται από το σκάνδαλο Γουότεργκεϊτ του 1973, ισχύει και στην παρούσα περίπτωση.