Σύμφωνα με την Scope Ratings, διανύει μια περίοδο ανάκαμψης ο ελληνικός τραπεζικός τομέας και είναι στους πιο κερδοφόρους της ΕΕ, εξαιτίας των υψηλών μεριδίων αγοράς τους στην εγχώρια αγορά. Αν και η ύφεση δεν επιτρέπει προβλέψεις, ο οίκος αξιολόγησης θεωρεί ότι θα έχουν διψήφιες αποδόσεις ιδίων κεφαλαίων για τα τη 2025 και 2026.
Τα έσοδα των τεσσάρων συστημικών τραπεζών που κυριαρχούν στην Ελλάδα, προέρχονται κυρίως από καθαρά έσοδα τόκων, αντανακλώντας την έμφαση στον δανεισμό και τη χαμηλή διείσδυση μη τραπεζικών χρηματοοικονομικών υπηρεσιών. Οπότε, οι τράπεζες είναι περισσότερο εκτεθειμένες στον κύκλο επιτοκίων σε σύγκριση με τους διεθνείς ομολόγους τους.
Η δανειοδότηση από τις τράπεζες επικεντρώνεται στις επιχειρήσεις και κυρίως στους τομείς της ναυτιλίας και του τουρισμού. Βέβαια υπάρχει εκτίμηση πως η μέση ποιότητα των επιχειρηματικών πελατών θα είναι πιο ανθεκτική από το παρελθόν και τονίζεται ότι τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια έχουν μειωθεί στο 3,6% τον Δεκέμβριο του 2024 από 49% το 2017.
Η επιστροφή των καταθέσεων των πελατών είναι μια ανάσα για τις ελληνικές τράπεζες, γιατί αποτελούν την κύρια πηγή χρηματοδότησης του συστήματος. Τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα είναι οι μεγαλύτεροι αγοραστές ελληνικών κρατικών ομολόγων, γεγονός που εντείνει τους φόβους για τον φαύλο κύκλο τράπεζας-κράτους. Υπολογίζεται ότι έχουν οι τρεις συστημικές τράπεζες γύρω στο 140% των κεφαλαίων Tier 1 κατά μέσο όρο, σύμφωνα με το δείγμα της EBA τον Σεπτέμβριο του 2024.
Στην έκθεση της για την Ελλάδα, η Scope Ratings αναφέρει ότι η χώρα μας είναι παγκόσμιος ηγέτης στη ναυτιλία, έχει βασικούς τομείς, τον τουρισμό, την γεωργία και την μεταποίηση και ότι διαθέτει μια μικρή αλλά ανεπτυγμένη οικονομία.
Πιο αναλυτικά, αναβάθμισε αρχικά την Ελλάδα σε επενδυτική βαθμίδα το 2023 και προχώρησε σε νέα αναβάθμιση κατά μία βαθμίδα τον Δεκέμβριο του 2024, ενώ υπογράμμισε ότι το υψηλό επίπεδο του δημόσιου χρέους με 158% του ΑΕΠ, αποτελεί τη βασική αδυναμία της χώρας. Αυτό το γεγονός περιορίζει την κυβέρνηση να στηρίξει την οικονομία όταν υπάρχει ύφεση, ενώ η ανεργία αν και μειώθηκε στο 9,4%, παραμένει αισθητά υψηλότερη από τον μέσο όρο της ΕΕ (5,9% τον Οκτώβριο 2024). Στα νοικοκυριά κατά βάση οι μισθοί παραμένουν χαμηλή και είναι κάτω περίπου 20% σε σχέση με πριν 15-20 χρόνια.