Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα αναμένεται να προχωρήσει σε δύο ακόμη μειώσεις επιτοκίων, καθώς η ανάπτυξη της ευρωπαϊκής οικονομίας θα παραμείνει αναιμική, σύμφωνα με τον επικεφαλής επενδύσεων της Amundi SA, Βενσάν Μορτιέ.
Η εκτίμηση αυτή διαφοροποιείται από τα στοιχήματα των αγορών, όπου οι πιθανότητες περαιτέρω χαλάρωσης έχουν περιοριστεί σημαντικά.
Αυτή τη στιγμή, τα χρηματιστήρια χρήματος αποτιμούν σε μόλις 40% το ενδεχόμενο μίας νέας μείωσης κατά 0,25% μέχρι τα μέσα του 2026, έναντι άνω του 60% πριν από την πρόσφατη απόφαση της ΕΚΤ να διατηρήσει αμετάβλητο το κόστος δανεισμού.
Η πρόεδρος της ΕΚΤ, Κριστίν Λαγκάρντ, υπογράμμισε εκ νέου ότι η νομισματική πολιτική βρίσκεται σε «καλό σημείο», σημειώνοντας πως οι κίνδυνοι για την ανάπτυξη είναι ισορροπημένοι και ότι η διαδικασία αποπληθωρισμού έχει πλέον ολοκληρωθεί.
«Η ευρωπαϊκή οικονομία θα παραμείνει αδύναμη», τόνισε ο Μορτιέ, μιλώντας στο Bloomberg Television. «Ακόμη κι αν υπάρξει ώθηση από τα γερμανικά σχέδια δαπανών, θα χρειαστούν πολλά χρόνια για να αποδώσουν. Η ΕΚΤ θα επανέλθει σε πιο διευκολυντική στάση είτε αργότερα φέτος είτε μέσα στο επόμενο έτος».
Ο ίδιος πρόσθεσε πως η όποια απόφαση της Fed στις Ηνωμένες Πολιτείες θα επηρεάσει άμεσα και την ΕΚΤ. «Αν η Fed ξεκινήσει τις μειώσεις, τότε η ΕΚΤ θα αισθανθεί πιο άνετα να ακολουθήσει. Έχουμε πολύ ισχυρή πεποίθηση γι’ αυτή την καμπύλη του ευρώ».
Μετά τη συνεδρίαση της ΕΚΤ, τα ευρωπαϊκά ομόλογα δέχθηκαν πιέσεις. Η απόδοση του γερμανικού διετούς τίτλου αυξήθηκε κατά τέσσερις μονάδες βάσης, φθάνοντας στο 2,03%, το υψηλότερο επίπεδο από τον Απρίλιο.
Την ίδια ώρα, οι αξιωματούχοι της ΕΚΤ εμφανίζονται διχασμένοι: ορισμένοι αφήνουν ανοιχτό το ενδεχόμενο νέας μείωσης επιτοκίων, ενώ άλλοι εκτιμούν ότι δεν υπάρχει προς το παρόν λόγος περαιτέρω χαλάρωσης.
Στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ αναμένεται να προχωρήσει στην πρώτη μείωση επιτοκίων της χρονιάς, κατά την προσεχή συνεδρίαση, μετά τις ενδείξεις για αποκλιμάκωση του πληθωρισμού και επιβράδυνση της αμερικανικής αγοράς εργασίας.