Έμμεσο «φρένο» σε περαιτέρω μειώσεις επιτοκίων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έθεσε ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας. Σε άρθρο του στο "International Banker", ο κ. Στουρνάρας υπογράμμισε ότι το βασικό επιτόκιο στο 2% έχει ήδη προσφέρει σημαντική χαλάρωση των όρων χρηματοδότησης, διευκολύνοντας την πρόσβαση στην κεφαλαιαγορά και στηρίζοντας την οικονομική ανθεκτικότητα σε μια περίοδο αβεβαιότητας.
Παράλληλα, σημείωσε πως η νομισματική πολιτική δεν επαρκεί από μόνη της για τον μετασχηματισμό της Ευρώπης. Για τον λόγο αυτό, τόνισε την ανάγκη προόδου σε άλλους τομείς, κυρίως στη χρηματοοικονομική αρχιτεκτονική της Ένωσης, κάτι που ενισχύει την αποτελεσματικότητα της νομισματικής πολιτικής σύμφωνα με τη στρατηγική της ΕΚΤ για το 2025.
Ο κ. Στουρνάρας επεσήμανε πως η ολοκλήρωση της τραπεζικής ένωσης και η δημιουργία μιας πλήρως ανεπτυγμένης ένωσης αποταμιεύσεων και επενδύσεων (SIU) είναι κρίσιμα βήματα. Αυτές οι πρωτοβουλίες θα επιτρέψουν στο χρηματοπιστωτικό σύστημα να διοχετεύει καλύτερα τις αποταμιεύσεις σε παραγωγικές επενδύσεις, ειδικά σε τομείς όπως η καινοτομία, η πράσινη και ψηφιακή μετάβαση, οι υποδομές και η άμυνα.
Μια πιο ολοκληρωμένη Ένωση, σύμφωνα με τον διοικητή της ΤτΕ, θα ενίσχυε τον ρόλο του ευρώ ως διεθνούς νομίσματος, προσφέροντας τόσο οφέλη όσο και ευθύνες, ιδιαίτερα σε μια εποχή αυξημένης αβεβαιότητας.
Η ΕΚΤ, όπως αναφέρει, εργάζεται για τη δημιουργία ενός ψηφιακού ευρώ, πρωτοβουλία που μπορεί να ενισχύσει την καινοτομία, την αποτελεσματικότητα και την ανθεκτικότητα του νομίσματος, διατηρώντας ταυτόχρονα τη νομισματική κυριαρχία της Ευρώπης.
Ωστόσο, η θεσμική δομή της ευρωζώνης παραμένει εμπόδιο, καθώς η ΕΚΤ λειτουργεί χωρίς έναν πραγματικό δημοσιονομικό ομόλογο σε επίπεδο ευρωζώνης. Η δημιουργία κεντρικής δημοσιονομικής ικανότητας και ευρωπαϊκού ασφαλούς περιουσιακού στοιχείου θα αποτελούσαν σημαντική πρόοδο.
Σε συνδυασμό με την εξάλειψη των εσωτερικών φραγμών που κατακερματίζουν την ευρωπαϊκή αγορά – όπως περιγράφεται στην έκθεση Letta και σε μελέτες του ΔΝΤ – αυτά τα μέτρα θα ενίσχυαν τις εγχώριες επενδύσεις και θα συνέβαλαν στη μείωση του επενδυτικού και παραγωγικού χάσματος με τους διεθνείς ανταγωνιστές.