Στο επίκεντρο του 8ου Συνεδρίου Υποδομών και Μεταφορών - ITC 2025, που πραγματοποιείται στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, βρέθηκαν οι διαρθρωτικές προκλήσεις των μεγάλων έργων στην Ελλάδα, τα προβλήματα στη διαδικασία μελετών και υλοποίησης, καθώς και προτάσεις για την επιτάχυνση της υλοποίησης των έργων.
Η Αθανασία Οικονόμου, Τομεάρχης Υποδομών της Νέας Δημοκρατίας, αναφέρθηκε στις πολλαπλές και σύνθετες δυσκολίες που αντιμετωπίζει ο κατασκευαστικός κλάδος.
Επισήμανε πως η επιτάχυνση και ο εξορθολογισμός των διαδικασιών αδειοδότησης και ωρίμανσης έργων αποτελούν το βασικό ζητούμενο για τον τομέα, καθώς η τρέχουσα κατάσταση με τις πολύπλοκες εγκρίσεις, τις καθυστερήσεις και την απουσία ενιαίας στρατηγικής όχι μόνο επιβαρύνει σημαντικά τις εργοληπτικές επιχειρήσεις, αλλά εμποδίζει και τη χρηματοδότηση επενδυτικών κεφαλαίων, καθυστερεί την έγκαιρη ολοκλήρωση των έργων και περιορίζει τις αναπτυξιακές δυνατότητες της χώρας.
Στις προτεραιότητες του κυβερνώντος κόμματος περιλαμβάνονται η μείωση της γραφειοκρατίας και ο εκσυγχρονισμός της Δημόσιας Διοίκησης, με στόχο οι υποδομές να λειτουργούν ως μοχλός ανάπτυξης και όχι ως σημείο συμφόρησης.
Η κυρία Οικονόμου υπογράμμισε πως η Ελλάδα του 2040 χρειάζεται έξυπνες, βιώσιμες και ανθεκτικές υποδομές που θα συμβάλλουν τόσο στην οικονομική ανάπτυξη όσο και στη βελτίωση της ποιότητας ζωής των πολιτών.
Το όραμα της Νέας Δημοκρατίας περιλαμβάνει ένα ολοκληρωμένο δίκτυο υποδομών, που θα συνδυάζει ψηφιακές τεχνολογίες, πράσινη ενέργεια και καινοτόμες λύσεις για τη μείωση του περιβαλλοντικού αποτυπώματος και την ενίσχυση της προσβασιμότητας σε όλη τη χώρα.
Στο πλαίσιο αυτό, προτείνονται συνέργειες μέσω Συμπράξεων Δημοσίου και Ιδιωτικού Τομέα (ΣΔΙΤ), με έμφαση στην ευέλικτη διαχείριση, την έγκαιρη υλοποίηση, τη χρήση ανακυκλώσιμων υλικών και την αξιοποίηση δεδομένων για τη βελτιστοποίηση της λειτουργίας των υποδομών.
Ο Ζαχαρίας Αθουσάκης, πρόεδρος του ΣΑΤΕ, επεσήμανε την αναγκαιότητα στήριξης των μικρότερων εταιρειών του κλάδου, τονίζοντας ότι ο κατασκευαστικός τομέας δεν περιορίζεται μόνο στους μεγάλους ομίλους. Όπως σημείωσε, οι 550 εταιρείες από την 6η τάξη και κάτω αντιμετωπίζουν σοβαρές προκλήσεις και συχνά λειτουργούν ως αποδιοπομπαίοι τράγοι.
Ο κ. Αθουσάκης τόνισε ότι πρέπει να αποφεύγεται η ενοποίηση των έργων, ώστε να διασφαλίζεται η δυνατότητα συμμετοχής και των μικρότερων εταιρειών με ικανοποιητικούς όρους ως υπεργολάβοι, εξασφαλίζοντας ένα μικρό αλλά σημαντικό κέρδος για τη βιωσιμότητά τους. Ενώ τα έργα που έχουν αναλάβει οι μεγάλοι όμιλοι ξεπερνούν τα 20 δισ. ευρώ, εκείνα που διαχειρίζονται οι μικρότερες εταιρείες ανέρχονται σε μόλις 3,5 δισ. ευρώ.
Σύμφωνα με τον πρόεδρο του ΣΑΤΕ, μετά την ολοκλήρωση των υφιστάμενων έργων, οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις θα αντιμετωπίσουν δυσκολίες στην ανάληψη νέων έργων, καθώς το επόμενο πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων επικεντρώνεται αποκλειστικά σε μεγάλα έργα.
Προτείνει, λοιπόν, τη διασφάλιση πόρων από διάφορους φορείς, τον προγραμματισμό μικρομεσαίων έργων, τη δυνατότητα συμμετοχής σε μικρότερα ΣΔΙΤ και την τόνωση της εξωστρέφειας των μικρότερων εταιρειών, ώστε να συμμετάσχουν και σε έργα ανοικοδόμησης περιοχών που έχουν πληγεί από πολεμικές συγκρούσεις.
Η Δέσποινα Καλλιδρομίτου, πρόεδρος του ΣΕΓΜ, υπογράμμισε τη σημασία διαμόρφωσης εθνικής αναπτυξιακής στρατηγικής με σαφή χρονοδιαγράμματα υλοποίησης και μηχανισμούς παρακολούθησης, ενισχύοντας παράλληλα τον ρόλο των Ελλήνων μελετητών.
Τόνισε την ανάγκη ενσωμάτωσης της τεχνητής νοημοσύνης, του ΒΙΜ και άλλων τεχνολογικών εξελίξεων στις μελέτες και την κατασκευή, καθώς και της αξιοποίησης της εμπειρίας των ελληνικών γραφείων μελετών σε συνεργατικά έργα δημοσίου και ιδιωτικού τομέα.
Παράλληλα, επεσήμανε πως απαιτείται θεσμική και λειτουργική αναβάθμιση του πλαισίου ανάθεσης και υλοποίησης των δημόσιων έργων, καθώς το σημερινό σύστημα αποθαρρύνει τον υγιή ανταγωνισμό και την καινοτομία. Αναφέρθηκε επίσης στο ζήτημα των χαμηλών αμοιβών για τις μελέτες και στις καθυστερήσεις πληρωμών, που δημιουργούν προβλήματα βιωσιμότητας σε πολλά μελετητικά γραφεία.
Η έλλειψη στρατηγικού σχεδιασμού και η υλοποίηση αποσπασματικών έργων, σύμφωνα με την ίδια, εμποδίζουν την αξιοποίηση της τεχνικής γνώσης. Επιπλέον, υπογράμμισε την αναντιστοιχία μεταξύ των απαιτήσεων και των διαθέσιμων ανθρωπίνων και τεχνολογικών πόρων.
Ο Κωνσταντίνος Γκολιόπουλος, πρόεδρος της ΠΕΔΜΕΔΕ, έδωσε έμφαση στη σημασία του σωστού προγραμματισμού έργων με ορίζοντα δεκαετίας. Εξήγησε ότι η λειτουργία του κατασκευαστικού κλάδου προϋποθέτει τη συνεργασία όλων των εμπλεκόμενων μερών, μικρών και μεγάλων, ώστε να διασφαλίζεται η εύρυθμη λειτουργία του συνόλου του τομέα.
Η ΠΕΔΜΕΔΕ, εκπροσωπώντας τον κλάδο στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ανέδειξε ότι σε άλλες χώρες τα ζητήματα του χώρου έχουν αντιμετωπιστεί μέσω συνεργασίας με θεσμοθετημένους κοινωνικούς εταίρους, κάτι που στην Ελλάδα δεν έχει ακόμη θεσμοθετηθεί πλήρως.
Επιπλέον, ο κ. Γκολιόπουλος σημείωσε ότι πολλά έργα που δημοπρατούνται σήμερα βασίζονται σε μελέτες ηλικίας 6 έως 20 ετών, οι οποίες δεν λαμβάνουν υπόψη τις τρέχουσες εξελίξεις, όπως η κλιματική αλλαγή και οι νέες τεχνολογίες. Τόνισε τη σημασία της ενσωμάτωσης των νέων μεθόδων και υλικών στα κριτήρια ανάθεσης και σχεδιασμού, ώστε να εξασφαλίζεται η σύγχρονη και αποτελεσματική υλοποίηση των έργων.
Ο Φώτιος Κουβουκλιώτης, πρόεδρος της ΠΕΣΕΔΕ, αναφέρθηκε στις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι φορείς όσον αφορά τις μελέτες και τα έργα, τονίζοντας ότι το ζήτημα της αναθεώρησης παραμένει άλυτο εδώ και χρόνια. Επεσήμανε πως η κατάργηση της ανάλυσης των τιμών έχει περιπλέξει περαιτέρω την κατάσταση, δημιουργώντας έναν φαύλο κύκλο που δυσχεραίνει την πρόοδο.
Ο κ. Κουβουκλιώτης πρότεινε την ανάγκη διαλόγου μεταξύ των φορέων, του υπουργείου και των εταιρειών του κλάδου, προκειμένου να βρεθεί μια οριστική λύση στο χρόνιο αυτό πρόβλημα. Παράλληλα, αναφέρθηκε στο πρόγραμμα «Μαριέττα Γιαννάκου», το οποίο ολοκληρώθηκε με τη συμβολή των μικρομεσαίων εργοληπτικών επιχειρήσεων, τονίζοντας ότι οι επιχειρήσεις αυτές έχουν αποδείξει τη δυναμική, την τεχνογνωσία και την οικονομική ικανότητα να φέρουν εις πέρας μεγάλα έργα σε σύντομο χρόνο.
Τέλος, σημείωσε πως η πολιτική και οικονομική σταθερότητα μπορούν να ενισχύσουν τον προγραμματισμό και την αντιμετώπιση μελλοντικών προκλήσεων στον κλάδο.