Σε κούρσα χωρίς αντίκρισμα έχει μετατραπεί το επενδυτικό κρεσέντο των παρόχων στην ανάπτυξη των δικτύων οπτικής ίνας, καθώς παρά την εντυπωσιακή πρόοδο στην ανάπτυξή τους τα τελευταία, η διείσδυση σε επιχειρήσεις και νοικοκυριά παραμένει εξαιρετικά χαμηλή.
Η Ελλάδα έχει σημειώσει εντυπωσιακή πρόοδο στην ανάπτυξη υποδομών οπτικών ινών, τερματίζοντας τη στασιμότητα μιας δεκαετίας και υλοποιώντας ένα από τα πιο δυναμικά προγράμματα ψηφιακής μετάβασης στην Ευρώπη.
Ωστόσο, η θεαματική αυτή αύξηση της διαθεσιμότητας δεν έχει ακόμη αντικατοπτριστεί στη χρήση, καθώς οι Έλληνες καταναλωτές φαίνεται να καθυστερούν να υιοθετήσουν την τεχνολογία των οπτικών ινών, κυρίως λόγω του υψηλού κόστους.
Μια δεκαετία καθυστέρησης
Το 2017, υπήρξε η πρώτη σύνδεση οπτικής ίνας στη χώρα. Το 2019, η εικόνα στις ευρυζωνικές συνδέσεις ήταν απογοητευτική. Μόλις το 0,2% των συνδέσεων βασίζονταν σε οπτικές ίνες, ενώ το υπόλοιπο 99,8% βρισκόταν στο χαλκό.
Μέχρι το τέλος του 2024, το ποσοστό των συνδέσεων οπτικής ίνας ανήλθε στο 14,2%, ενώ ο χαλκός μειώθηκε στο 85,8%, φέρνοντας την Ελλάδα από την τελευταία θέση του ΟΟΣΑ το 2019, στην τέταρτη από το τέλος το 2024.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΟΣΑ, η Ελλάδα ξεπέρασε χώρες όπως η Γερμανία (13,7%), η Αυστρία (13,6%) και το Βέλγιο (10,8%), αλλά εξακολουθεί να υπολείπεται σημαντικά του μέσου όρου του Οργανισμού, που ανέρχεται στο 46,9%.
Η άνοδος αυτή αντικατοπτρίζεται στην αλματώδη αύξηση των συνδέσεων οπτικών ινών, με τη χώρα μας να καταγράφει το μεγαλύτερο ποσοστό με 72,2% ανάμεσα στις χώρες του ΟΟΣΑ για το 2024.
Ακολούθησαν το Ηνωμένο Βασίλειο με 57,5% και το Βέλγιο με 41,8%. Τα στοιχεία αυτά καταδεικνύουν τη δυναμική που υπάρχει, αλλά και το γεγονός ότι η χώρα ξεκινά από μηδενικό στάδιο με την αύξηση να είναι μεγάλη σε ποσοστό, αλλά μικρή σε απόλυτους αριθμούς.
Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία (Σεπτέμβριος 2025), η κάλυψη δικτύων FTTH (οπτική ίνα μέχρι το σπίτι) στην Ελλάδα έχει φτάσει περίπου στο 56% των σταθερών συνδέσεων, ενώ ο ευρωπαϊκός μέσος όρος αγγίζει το 69,24%.
Η χώρα, ωστόσο, παραμένει χαμηλά στη διείσδυση, καθώς οι ενεργοί συνδρομητές δεν ξεπερνούν τις 830.000, ποσοστό που αντιστοιχεί μόλις στο 17% των σταθερών γραμμών και περίπου στο 31% της διαθέσιμης κάλυψης.
Υψηλό κόστος και ψηφιακή αδράνεια
Παρά τις επενδύσεις που κάθε χρόνο είναι και μεγαλύτερες από τους παρόχους με στόχο την ανάπτυξη του δικτύου οπτικών ινών, οι περισσότεροι Έλληνες εξακολουθούν να μην το χρησιμοποιούν. Το φαινόμενο αυτό αποδίδεται σε δύο βασικούς παράγοντες, σύμφωνα με στελέχη της αγοράς. Το υψηλό κόστος και τη χαμηλή αντίληψη των καταναλωτών για τα πλεονεκτήματα της τεχνολογίας FTTH.
Η εγκατάσταση νέων γραμμών οπτικής ίνας παραμένει μια δαπανηρή και συχνά πολύπλοκη διαδικασία. Η γεωμορφολογία της χώρας, οι νησιωτικές περιοχές, αλλά και οι αρχαιολογικοί περιορισμοί αυξάνουν σημαντικά το κόστος και τον χρόνο ανάπτυξης των δικτύων.
Αν και οι τιμές λιανικής έχουν αρχίσει να αποκλιμακώνονται, οι συνδέσεις FTTH εξακολουθούν να είναι ακριβότερες από τις παραδοσιακές λύσεις VDSL ή ADSL, αποθαρρύνοντας πολλούς καταναλωτές.
Παράλληλα, υπάρχει και ένα φαινόμενο «ψηφιακής αδράνειας». Μεγάλο μέρος των χρηστών θεωρεί ότι οι υφιστάμενες συνδέσεις χαλκού καλύπτουν επαρκώς τις ανάγκες τους. Πολλοί δεν αντιλαμβάνονται τη διαφορά στην ποιότητα, τη σταθερότητα και την πραγματική ταχύτητα που προσφέρει μια σύνδεση οπτικής ίνας. Όπως επισημαίνουν παράγοντες της αγοράς, «η ζήτηση υπάρχει, αλλά δεν έχει ακόμα μετατραπεί σε μαζική υιοθέτηση».
Η χαμηλή υιοθέτηση συνδέσεων υψηλών ταχυτήτων σημαίνει ότι, παρότι η τεχνολογία υπάρχει, η πραγματική αξιοποίηση της ψηφιακής υποδομής παραμένει περιορισμένη. Αυτό έχει άμεσες συνέπειες στην παραγωγικότητα, την καινοτομία και την ικανότητα των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών να επωφεληθούν από τη νέα ψηφιακή οικονομία.
Η πτώση των τιμών μπορεί να σώσει τη διείσδυση
Η Point Topic επισημαίνει ότι η Ελλάδα συγκαταλέγεται μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών με τον ταχύτερο ρυθμό ανάπτυξης νέων συνδέσεων FTTH/FTTB. Μέχρι το πρώτο εξάμηνο του 2025, οι διαθέσιμες γραμμές έφτασαν τα 2,7 εκατομμύρια, καλύπτοντας το 56% των νοικοκυριών. Παρ’ όλα αυτά, η αναλογία ενεργών χρηστών παραμένει χαμηλή, γεγονός που δείχνει ένα μεγάλο χάσμα προσφοράς και ζήτησης.
Η ΕΕΤΤ έχει ήδη θέσει ως στόχο 80% κάλυψη έως το 2028 και πλήρη κατάργηση των δικτύων χαλκού μέχρι το 2030, σε ευθυγράμμιση με τον ευρωπαϊκό στόχο για τη «Gigabit Society». Ο πρόεδρος της ΕΕΤΤ, Κωνσταντίνος Μασσέλος, σημείωσε πρόσφατα ότι «οι τιμές των τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών συγκλίνουν ταχύτερα με την υπόλοιπη Ευρώπη».
Πράγματι, το μέσο ARPU (έσοδο ανά χρήστη) έχει μειωθεί στα 25 ευρώ τον μήνα, γεγονός που αποτυπώνει τη συνεχιζόμενη αποκλιμάκωση του κόστους για τον τελικό καταναλωτή. Ωστόσο, το όφελος αυτό δεν έχει ακόμη οδηγήσει σε εκρηκτική αύξηση των συνδρομών FTTH, με το υπ. Ψηφιακής Διακυβέρνησης να στοιχηματίζει πολλά στην επιτυχία του Gigabit Voucher.
Η Ελλάδα έχει πλέον τις βάσεις για να καλύψει το χαμένο έδαφος. Η ανάπτυξη των υποδομών έχει επιταχυνθεί θεαματικά, η τεχνολογία είναι διαθέσιμη. Το ζητούμενο, όμως, είναι η ενεργοποίηση της ζήτησης.
Αν οι πάροχοι προχωρήσουν σε περαιτέρω μείωση τιμών, απλούστευση διαδικασιών σύνδεσης και προσφορά πακέτων με προστιθέμενη αξία (π.χ. υπηρεσίες streaming, cloud ή smart home), τότε η Ελλάδα μπορεί να δει άλμα στη χρήση οπτικών ινών μέσα στην επόμενη πενταετία.